Ο Άγιος Παντελεήμων, ο προστάτης και το υπόδειγμα όλων των χριστιανών ιατρών, διακρίθηκε στη ζωή του ως ιατρός για πολλές αρετές του και ιδιαίτερα για τις εξής:
α) Για τη μεγάλη μόρφωσή του
Ο Άγιος Παντελεήμων, που γεννήθηκε το 271 στη Νικομήδεια και ονομάσθηκε από τους γονείς τους Παντολέων, είχε από μικρός πολύ μεγάλη έφεση για τα Γράμματα. Για τούτο ο πατέρας του Ευστόργιος φρόντισε, μετά το θάνατο της χριστιανής μητέρας του Ευβούλης, να ικανοποιήσει τους πόθους της ψυχής του παιδιού του, αναθέτοντας την εκπαίδευσή του στον περίφημο την εποχή εκείνη ιατρό της ανακτορικής αυλής, Ευφρόσυνο. Κοντά δε στον ιατρό αυτό φοιτώντας καθημερινά ο Παντολέων, που κατά τον Συμεών το Μεταφραστή ήταν «και το ήθος επιεικής και την ομιλίαν επιτερπής και το κάλλος εξαίσιος» (Μ. 115, 448 Ο), προόδευε καθημερινά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μάθει «προς τάχος την ιατρικήν πάσαν» (Μ. 115, 449 Α), εξαιτίας της απέραντης φιλομάθειας και του εξαίρετου ήθους του. Ένα μονάχα έλειπε αυτήν την εποχή από τον Παντολέοντα, «η μόρφωσις της ευσεβείας», για την οποία έκανε λόγο ο Απόστολος Παύλος (Βλ. 2 Τιμ. 3, 5). Προέκρινε όμως μέσα του «την μητρικήν θευσέβειαν». «Μητρός ευσεβούς επιποθήσας πίστιν, λέγει για τούτο ο υμνογράφος, του πατρός διορθώσω την ασέβειαν».
β) Για τη χριστιανική πίστη του
Την εποχή όμως που ο Παντολέων σπούδαζε, ο ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, που διακατεχόταν από μια ιεραποστολική φλόγα και τον γνώριζε από μικρό από τη χριστιανή μητέρα του, τον κάλεσε μια ημέρα στο σπίτι του να συζητήσουν. Στην αρχή, δηλαδή, τον ρώτησε «ποια θρησκεία αγαπούσε περισσότερο», ώστε να πληροφορηθεί για τις διαθέσεις του, ενώ εκείνος φάνηκε συγκαταβατικός απέναντι της χριστιανικής θρησκείας. Στη συνέχεια ο Ερμόλαος τον ρώτησε για τις σπουδές του, για τις οποίες εκείνος μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό, τονίζοντας ιδιαίτερα τους μεγάλους γιατρούς που θα ήθελε να ακολουθήσει.
Ο Ερμόλαος, όμως, του φανέρωσε τότε ότι ο Ασκληπιός και οι άλλοι θεοί της ειδωλολατρίας δεν ήταν αληθινοί, αλλά φανταστικοί και ψευδείς, στους οποίους πιστεύουν οι άφρονες, και ότι αληθινός Θεός ήταν μονάχα ο Χριστός, που έφερε με τον ερχομό του στον κόσμο τη Χάρη και την Αλήθεια.
Ύστερα δε από την πρώτη συνάντηση με τον Ερμόλαο, ο Παντολέων, που συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την εξαγιασμένη μορφή του ταπεινού ιερέα και τα σοφότατα λόγια του, περνούσε και ξαναπερνούσε κάθε τόσο από την κατοικία του, μέχρις ότου μια ημέρα ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό Σωτήρα και βαπτίσθηκε Χριστιανός. «Αφού δε εδιδάχθη καλώς το δόγμα και τας λοιπάς αληθείας και τας εντολάς της θρησκείας, γράφει για το περιστατικό αυτό ο Μ. Γαλανός, ο υιός της Ευβούλης και του Ευστοργίου εδέχθη το άγιον βάπτισμα εν αγνοία (αρχικά) του πατρός του» (Οι βίοι των Αγίων, τόμ. Ζ’, Αθήναι 1988, σ. 111). «Τους λόγους της μητρός εμφρόνως δεξάμενος, λέγει για τούτο και ο υμνογράφος, υπέρ χρυσίον εκαρποφόρησας».
γ) Για τον ιεραποστολικό ζήλο του
Όταν, όμως, ο Άγιος βαπτίσθηκε Χριστιανός, παίρνοντας το όνομα Παντελεήμων, άρχισε να εργάζεται ως ιατρός, διακατεχόμενος από ένα ζήλο ιεραποστολικό, γιατί επικρατούσε την εποχή εκείνη το σύνθημα στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας «εις τον ένα εις Χριστόν». Έτρεχε για τούτο ολοπρόθυμα, όπου τον καλούσαν ή όπου έβλεπε ότι υπήρχε ανάγκη, ενθαρρύνοντας πολλές φορές και ενισχύοντας τους πτωχοτέρους από τους αρρώστους, εξαιτίας της αφιλοχρηματίας του. Ταυτόχρονα, όμως, φρόντιζε να ενσταλάζει στις καρδιές των πονεμένων και κάποιες από τις χριστιανικές διδασκαλίες της πίστης και της αγάπης, που στην πραγματικότητα ακτινοβολούσε και με την ίδια τη ζωή του. Για το λόγο δε αυτό χαρακτηρίσθηκε ως «επαξίως παντελεήμων», εφόσον έδειχνε «το φιλάνθρωπον πάσι». Τις πιο πάνω δε προσπάθειες του Αγίου η Θεία Πρόνοια τις επευλόγησε, δωρίζοντας κάποια στιγμή σ’ αυτόν και το χάρισμα της θεραπείας ανίατων ασθενειών με τη δύναμη των προσευχών του. Για το λόγο δε αυτό χαρακτηρίζεται από τους υμνογράφους της Εκκλησίας ως «μιμητής του Ελεήμονος», γιατί θεραπεύει τας νόσους «των ιαμάτων την χάριν παρ’ Αυτού κομισάμενος».
Με το χάρισμα άλλωστε αυτό θεράπευσε θαυματουργικά και ένα τυφλό παιδί που είχε υποδεχθεί ο Ευστόργιος, προκαλώντας τη μεταστροφή του πατέρα του στη χριστιανική πίστη. «Ενώ δε ανέβλεπον οι σωματικοί οφθαλμοί του τυφλού, σημειώνει για τούτο ο Μ. Γαλανός, ανωτέρα ακόμη ανάβλεψις ετελέσθη εις την ψυχήν του Ευστοργίου» (όπ.π. 111), που έγινε στο εξής όχι μοναχά Χριστιανός, αλλά και συνεργάτης σε κάθε καλό του άγιου εκείνου παιδιού του.
«Και τότε, λέγει και πάλι ο Μ. Γαλανός, πατήρ και υιός ημιλλώντο εις πράξεις χριστιανικής φιλαδελφίας και ευεργεσίας. Απέλυσαν όλους τους δούλους. Εχάρισαν όλα τα προς τον Ευστόργιον διαφόρων οφειλετών χρέη. Εμοίρασαν αφειδώς βοηθήματα και ελέη. Ο δε Παντελεήμων εξηκολούθη και την θεραπευτικήν του διακονίαν» (όπ.π. 111). Αυτό δε το τελευταίο πρέπει να γίνεται και σήμερα από κάθε άξιο του ονόματός του Χριστιανό και ιδιαίτερα ιατρό, ώστε να καθίσταται με τη ζωή του μαρτυρία Χριστού για τους σωζομένους και τους απολυμένους, δηλαδή για όλους (Βλ. 2 Κορ. 2, 15).
«Απεσείσω την πλάνην του πατρός πανένδοξε, λέγει για τούτο για τον Άγιο ο υμνογράφος, και ιατρός άριστος εδείχθης, Παντελεήμον, αναργύρως την χάριν παρέχων της ανθρώποις».
δ) Για τις ομολογίες του κατά τη σύλληψη και το μαρτυρικό θάνατο
Η επέκταση της ιεραποστολικής δραστηριότητας του Αγίου, όμως, προκάλεσε δυστυχώς το φθόνο στους ειδωλολάτρες ιατρούς, που τον κατέδωσαν στον Διοκλητιανό ως Χριστιανό επικίνδυνο δήθεν για την ειδωλολατρία. Για το λόγο δε αυτό διατάχθηκε τότε η σύλληψη και προσαγωγή του μπροστά στον αυτοκράτορα, που ζήτησε να μάθει αν ήταν πράγματι Χριστιανός.
Στο ερώτημα δε εκείνο ο Άγιος ομολόγησε τότε με θάρρος ότι ήταν Χριστιανός, λέγοντας:
- Τα έργα, βασιλιά μου, είναι αξιοπιστότερα από τα λόγια. Για τούτο πρέπει να εξετάζουμε με πολλή προσοχή τα όσα αφορούν στον αληθινό Θεό, για να μη ζημιωθούμε στα ζητήματα τα αιώνια. Ο Θεός που προσκυνώ εγώ είναι αυτός που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και που έσωσε με τον ερχομό Του στη γη τον άνθρωπο, ενώ οι θεοί που σέβονται οι ειδωλολάτρες είναι άψυχα είδωλα και έργα χειρών ανθρώπων». Με τα πιο πάνω δε λόγια φανέρωσε στον αυτοκράτορα εύσχημα ότι εκείνος έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τις ψευτοθεότητες της ειδωλολατρίας και να έλθει στο φως του Χριστού. Ο Διοκλητιανός, όμως, είχε εσωτερικά διαστραφεί τελείως. Για τούτο, αντί να δεχθεί το φως το χριστιανικό, πρόσταξε τελικά να βασανίσουν τον Άγιο πολύ σκληρά, ξεσχίζοντας τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και ρίχνοντας αυτόν σ’ ένα λέβητα με νερό που κόχλαζε, ενώ εκείνος προσευχόταν από τα βάθη της καρδιάς του στον Θεό λέγοντας: «Εισάκουσον, ο Θεός, της φωνής μου και από φόβο εχθρών εξελού την ψυχήν μου».
Ύστερα δε από την προσευχή του αυτή, το νερό εκείνο μεταβλήθηκε σε δροσερό, ενώ και τα θηρία τα άγρια, στα οποία στη συνέχεια τον έριξαν, ημέρεψαν, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του πλήθους, που φώναζε: «Μέγας και αψευδής ο Θεός των χριστιανών». Ενώ όμως ο λαός φώναζε τα πιο πάνω, ο σκληρόψυχος αυτοκράτορας και οι άλλοι άρχοντες έμειναν ασυγκίνητοι από τα λόγια του Αγίου και από τα θαύματα που έβλεπαν και για τούτο πρόσταξαν τελικά τη θανάτωση του Αγίου «διά ξίφους», με την οποία κατατάχθηκε παρευθύς στο χορό των Αγίων, των φίλων του «Αρνίου».
Από την ώρα εκείνη του μαρτυρίου του όμως ο Άγιος έμεινε μέσα στην Ιστορία ως παράδειγμα όχι μονάχα αφιλαργυρίας και αγάπης, αλλά ταυτόχρονα και χριστιανικής ομολογίας και υπομονής στα «διά Χριστόν» παθήματα «άχρι θανάτου», σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. β’ 10).
«Μαρτυρήσας γενναίως υπέρ Χριστού, λέγει για τούτο ο υμνογράφος, ...και τυράννων μη πτήξας το άθεον φρόνημα, των δαιμόνων κατίσχυνας το ανίσχυρον θράσος: όθεν και την χάριν εκ Θεού εκομίσω, ιάσθαι νοσήματα της ψυχής και του σώματος, Παντελεήμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου».