Ο Προφήτης Ηλίας υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο μεγάλους άνδρες της Π. Διαθήκης, εφόσον εμφανίσθηκε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στα αριστερά του. Για τη ζωή του Προφήτη αυτού αναφέρονται από την Αγία Γραφή πολλές σκηνές, κάποιες από τις οποίες παρουσιάσαμε από τις στήλες της εφημερίδας αυτής, άλλες χρονιές. Για τούτο κάποιες σκηνές από τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα παρουσιάσουμε σήμερα, που φανερώνουν ότι τη δύναμή του την όφειλε πάντοτε στο Θεό, το χαρακτηριζόμενο από αυτόν ως Παντοκράτορα.
α) Η απογοήτευση του Προφήτη και η εντολή του Θεού
Παρά το φλογερότατο ζήλο του Προφήτη Ηλία, όμως, έρχονταν στη ζωή του και στιγμές που απογοητευόταν «έως θανάτου». Σε μια τέτοια στιγμή που τον καταδίωκαν οι άνθρωποι της βασίλισσας Ιεζάβελ, για να τον φονεύσουν, ο Προφήτης απομακρύνθηκε, όσο μπορούσε πιο μακριά από τη Σαμάρεια, καταφεύγοντας στο όρος Χωρήβ. Στο βουνό δηλαδή αυτό βρήκε ένα σπήλαιο, στο οποίο κατέλυσε. Ενώ, όμως, σχημάτισε την εντύπωση ότι εκεί δεν ήταν πια δυνατόν να τον βρει κανένας άνθρωπος, άκουσε κάποια στιγμή τη φωνή του Θεού, που του είπε: «Τι συ ενταύθα Ηλιού» (Γ’ Βασ. 19,9). Γιατί, δηλαδή, Ηλία ήλθες εδώ;
Στη φωνή εκείνη ο Προφήτης εξέφρασε τότε τον πόνο της καρδιάς και την απογοήτευσή του, λέγοντας: «Ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλειπον σε οι υιοί Ισραήλ. Τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λάβειν αυτήν» (Γ’ Βασ. 19,10).
Στη δύσκολη εκείνη στιγμή ο Θεός στήριξε τον απογοητευμένο Προφήτη κατά πολλούς τρόπους. Στην αρχή δηλαδή έδειξε στον Προφήτη μια θύελλα του ανέμου φοβερή, ενώ του έλεγε: «Ουκ εν τω πνεύματι Κύριος».
Ύστερα του έδειξε έναν σεισμό ισχυρό, λέγοντας προς αυτόν ταυτόχρονα ότι «ουκ εν τω σασσεισμώ Κύριος».
Κατόπιν φανέρωσε μπροστά του μια φωτιά απειλητική, ενώ του έλεγε ότι «ουκ εν τω πυρί Κύριος».
Τελικά δε ένιωσε να φυσά μπροστά του ένα ζωογόνο αεράκι, σαν αύρα λεπτή, ενώ άκουσε τη φωνή ότι «κάκει Κύριος» (Γ’ Βασ. 19, 11-12).
Με το όραμα δε αυτό, κατά τον Β. Βέλλα, ο Θεός σκοπεί να διδάξη τον Ηλίαν ότι οφείλει να μην είναι άνθρωπος των άκρων, αλλ’ ηπιώτερος και μαλακώτερος εν τω αγώνι, ότι η θρησκεία δεν επιβάλλεται δια σκληρών, αλλ’ ηπίων μέσων» (Θρ. Προσωπικότητες της Π. Διαθήκης, Αθήναι 1957, 142).
Για τον ίδιο δε σκοπό ο Θεός είπε στη συνέχεια στον προφήτη να γυρίσει πίσω «εις την οδόν της ερήμου της Δαμασκού και να χρίσει βασιλιά της Συρίας τον Αζαήλ, βασιλιά του Ισραήλ τον Ιού και διάδοχό του στο προφητικό έργο τον Ελισσαίο.
Τον διαβεβαίωσε δε επίσης ότι δεν έπρεπε να απογοητεύεται, γιατί δεν ήταν μόνος του στον αγώνα για την επικράτηση του θείου θελήματος, γιατί υπήρχαν την εποχή εκείνη στο Ισραήλ επτά χιλιάδες ανδρών, που δεν είχαν κάμψει «γόνυ τω Βαάλ» (Γ’ Βασ. 19, 18).
Για τους πιο πάνω λόγους, θα έλεγα ότι κανένας Χριστιανός δεν πρέπει να απογοητεύεται στη ζωή του ποτέ, διότι ο Θεός «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων» καταρτίζει αυτόν, ενώ ταυτόχρονα δύναται «εκ των λίθων εγείραι τέκνα» (Ματ. 3,9). Για να μην απογοητεύεται, όμως, δεν πρέπει να ξεχνά αυτό που υπενθυμίζει σε όλους και ο υμνογράφος, ότι δηλαδή «Ου συσσεισμώ, αλλ’ εν αύρα λεπτή τεθείαται Θεού την παρουσίαν Ηλιού ο θεομακάριστος».
β) Η χρίση του Ελισαιέ σε προφήτη
Υστερα από την εντολή του Θεού, ο Προφήτης πήρε θάρρος. Για τούτο κατέβηκε από το όρος Χωρήβ και κατευθύνθηκε προς την πατρίδα του μαθητού του Ελισαίου. Φθάνοντας δε εκεί, συνάντησε έξω από το χωριό τον Ελισαίο, που όργωνε ένα χωράφι του με δώδεκα ζευγάρια βόδια. Ετρεξε τότε πορευθείς προς το μέρος του μαθητή και, βγάζοντας τη μηλωτή που φορούσε, την έριξε στους ώμους του Ελισαίου, καθιστώντας αυτόν Προφήτη και διάδοχό του, ενώ στη συνέχεια άρχισε ν΄ απομακρύνεται από κοντά του. Την ίδια δε στιγμή, ο Ελισαίος, που κατάλαβε το νόημα της συμβολικής εκείνης πράξης του Προφήτη, εξαιτίας της δύναμης που αισθάνθηκε μέσα του, έτρεξε και αυτός πίσω από τον Ηλία, φωνάζοντας «Καταφιλήσω τον πατέρα μου και ακολουθήσω σοι» (Βασιλ. 1, 20). Να αποχαιρετήσω δηλ. τον πατέρα μου πρώτα και ύστερα θα σ΄ακολουθήσω.
- Πήγαινε, του αποκρίθηκε τότε ο προφήτης, αλλά μην ξεχνάς αυτό που έκανα σε σένα.
Υστερα από τα πιο πάνω, ο Ελισαίος γύρισε στο χωριό, όπου πρόσφερε μια μεγαλοπρεπέστατη θυσία στο Θεό, σφάζοντας τα βόδια και ψήνοντας αυτά με τα ξύλινα άροτρα, για να δείξει ότι δεν θα ξαναγύριζε πια στην προηγούμενη εργασία του. Στον πανηγυρισμό δε εκείνο της θυσίας του έλαβε μέρος όλο το χωριό, που έφαγε από τα προσφερόμενα κρέατα της θυσίας, ενώ στη συνέχεια τον κατευόδωσε στη νέα πορεία της ζωής του Προφήτη, που άρχιζε ακολουθώντας τον Προφήτη Ηλία.
«Και επορεύθη οπίσω Ηλιού, σημειώνει η Αγία Γραφή και ελειτούργει αυτώ». (Γ΄ Βασ. 19, 21). Ακολούθησε δηλαδή τον Προφήτη, που στο εξής υπηρετούσε με αφοσίωση, ενώ εκείνος βρήκε επί τέλος στο πρόσωπό του έναν πιστότατο μαθητή και αντάξιο συνεργάτη του στο έργο του Θεού.
Σαν τον πιστότατο δε Ελισαίο, που μαθήτευσε στον προφήτη Ηλία, πρέπει να μαθητεύουμε και όλοι οι χριστιανοί, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος είπε το «υμείς οι ακολουθήσαντες μοι… καθήσεσθε επί θρυνόν δόξης» (Ματθ. 19, 28) και ότι «Αρκετόν τω μαθητή, ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού» (Ματθ. 10, 25).
δ) Η αρπαγή του Προφήτη Ηλία στους Ουρανούς
Καθώς κοίταζαν δε οι γιοι των προφητών τους δύο άνδρες «μακρόθεν» είδον κάποια στιγμή τον Προφήτη Ηλία να βγάζει τη μηλωτή του και κάνοντας αυτήν ρολό να κτυπά τα νερά του Ιορδάνη, που χωρίσθηκαν παρευθύς και έτσι οι δύο άνδρες πέρασαν απέναντι.
Είδαν επίσης να κατεβαίνει από τον ουρανό, σαν ανεμοστρόβιλος, ένα άρμα πύρινο, που παρέλαβε τον προφήτη Ηλία και στη συνέχεια να ανέρχεται προς τον ουρανό, ενώ ο Ελισαίος, που έμεινε κάτω στη γη, κοίταζε εκστατικός προς τον ουρανό και φώναζε. «Πάτερ, πάτερ άρμα Ισραήλ και Ιππείς αυτού (2, 12). Πατέρα μου, δηλαδή, πατέρα μου (Συ, που ήσουν τα άρματα και το ιππικό του Ισραηλιτικού λαού, περιτρέχοντας τη χώρα, και εγκαρδιώνοντας τον καθένα! Πού πάς και πού με αφήνεις;».
Την ίδια στιγμή όμως έβλεπαν και τη μηλωτή του Προφήτη Ηλία και πέφτει επάνω στον Ελισαίο και κατάλαβαν ότι αυτός θα ήταν στο εξής ο διάδοχός του στο προφητικό έργο. Με τη μηλωτή αυτή άλλωστε χτύπησε και ο Ελισαίος τα ύδατα του Ιορδάνη, που στο δεύτερο χτύπημα διαχωρίσθηκαν για να περάσει και να έλθει κοντά τους, έχοντας στο εξής τα χαρίσματα του μεγάλου προφήτη τους και μάλιστα διπλά.
«Ο ένσαρκος Αγγελος, των προφητών η κρηπίς, λέγει για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας, ο δεύτερος πρόδρομος της παρουσίας Χριστού Ηλίας ο ένδοξος, νόσους αποδιώκεις και λεπρούς καθαρίζεις διο και τους τιμώσιν αυτού βρυει ιάματα».
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα έλεγα ότι και κάθε χριστιανός, πρέπει να ζητεί από το Θεό τα χαρίσματα του Προφήτη Ηλία, όπως ακριβώς ζήτησε και έλαβε και ο πιστός μαθητής του Ελισαίος. Για το σκοπό όμως αυτό πρέπει και μεις να ακολουθούμε τα χνάρια των προφητών και όλων των αγίων της πίστης μας, γιατί η πίστη των Ορθοδόξων δεν είναι σύμφωνη μονάχα με το «Οι Απόστολοι ως εδίδαξαν», αλλά σύμφωνη και με το «Οι προφήται ως είδαν»... Με τον τρόπο δε αυτό θα γινόμαστε ουρανοδρόμοι, σαν τον προφήτη Ηλία, που, κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας «ουρανοδρόμος γέγονε και μηλωτή Ελισαίος την χάριν εδέξατο».
Μαζί λοιπόν με τον Προφήτη Ηλία «Ανω σχώμεν τας καρδίας» και τη ζωή μας ολόκληρη, ώστε να τρέχουμε με χαρά στο δρόμο των εντολών του Χριστού, να ανατρέχουμε με την ελπίδα των θείων επαγγελιών και να πετούμε στα ύψη της χριστιανικής αγάπης, εφόσον μας ενώνει με το Θεό που είναι αγάπη.