Το ερώτημα αν διαβάζουν οι νεοέλληνες βιβλία ή αν διαβάζουν γενικότερα, έχει απασχολήσει και άλλοτε τη στήλη αυτή και επανέρχεται κάθε φορά που δίδεται η αφορμή. Οι πρόσφατες «εκθέσεις βιβλίου» που έχουν γίνει θεσμός κάθε καλοκαίρι σε πολλές πόλεις - όπως και στη Λάρισα – προσπαθούν να δώσουν κίνητρα για κάποια στροφή προς το βιβλίο και το διάβασμα, καθώς οι μέρες των διακοπών και της καλοκαιρινής χαλάρωσης υποτίθεται ότι δίνουν σε πολλούς την ευκαιρία.
Ωστόσο κάθε φορά βγαίνει και το συμπέρασμα ότι η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι και η καλύτερη.
Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική έρευνα οι ερωτηθέντες, σχεδόν στο σύνολό τους, απάντησαν ότι μόλις και μετά βίας διαβάζουν δυο - τρία βιβλία το χρόνο! Απογοητευτική, αλήθεια, διαπίστωση αλλά και φυσική συνέχεια αν σκεφτεί κανείς ότι ο σημερινός πολίτης δεν διαβάζει ούτε καν εφημερίδες, αρκούμενος στην ανάγνωση των τίτλων και μόνο. Η λειψή ενημέρωσή του γίνεται μόνο απο την τηλεόραση. Το διάβασμα τον κουράζει, τον κοιμίζει και τελικά το αποφεύγει όπως ο... διάβολος το λιβάνι. Παρ΄όλα αυτά ο νεοέλληνας, στις καφενειακού τύπου ατέλειωτες συζητήσεις, τα ξέρει όλα! Έχει γνώμη επί παντός επιστητού. Και σπανίως δέχεται άλλη πέρα από τη δική του. Είναι κι αυτό ένα από τα φυλετικά μας παράδοξα.
Συζητούσα το θέμα με Λαρισαίο βιβλιοπώλη, ο οποίος λόγω της δουλειάς του, αλλά και της γενικότερης ενασχόλησής του με το βιβλίο και το διάβασμα, μου ανέπτυξε τις πικρές διαπιστώσεις του. Πέρα από το γεγονός, λοιπόν, ότι η λεγόμενη οικονομική κρίση έπληξε καίρια και την αγορά βιβλίου (ποτέ τις καφετέριες και τις ταβέρνες...) τα βιβλιοπωλεία υπήρξαν ανέκαθεν ένας από τους περισσότερο χειμαζόμενους κλάδους της αγοράς. Οι περισσότεροι Έλληνες δεν έχουν διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο, εκτός από τα σχολικά. Υπολογίζεται πως πλησιάζει το 85 – 90 % το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν αγοράσει στη ζωή τους ούτε ένα βιβλίο. Υπερβολές; Μπορεί. Ας γίνει μια σφυγμομέτρηση, μια έρευνα και το ξανασυζητάμε.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι υπόλοιπες χώρες κατοικούνται από βιβλιοφάγους. Υπάρχουν στατιστικές με συγκεκριμένα επίσημα στοιχεία.
Μια έρευνα που έγινε στη Γαλλία απέδειξε ότι το 58% των Γάλλων δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο! Οι μεγαλύτεροι βιβλιόφιλοι του κόσμου φέρονται να είναι οι Άγγλοι. Το 55 % των κατοίκων της Βρετανίας διαβάζουν ένα τουλάχιστον βιβλίο το μήνα. Ακολουθούν οι Νορβηγοί με ποσοστό 51% και οι Γάλλοι με 49 %. Και στη συνέχεια οι Καναδοί 42 %, Γερμανοί 41 %, Αυστριακοί 35 %, Ιταλοί 34 % , Αμερικανοί (ΗΠΑ) 21 % .
Διάβαζα κάπου μια έρευνα της UNESCO που διαπιστώνει ότι οι νέοι διαβάζουν περισσότερο από τους ενηλίκους και ότι οι γυναίκες διαβάζουν λιγότερο από τους άνδρες. Στην πρώτη θέση των ενδιαφερόντων βρίσκονται τα μυθιστορήματα, ενώ τελευταία είναι η ποίηση. Αζήτητο είδος. Τα βιβλία με ποίηση, σύγχρονη ή παραδοσιακή, κυκλοφορούν αποκλειστικά ανάμεσα σε μυημένους.
Πολλοί συγγραφείς είναι απαισιόδοξοι για το μέλλον της ανάγνωσης. Θεωρούν ότι εκείνο που επηρεάζει σήμερα καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι νέες γενιές αντιλαμβάνονται την ανάγνωση, αλλά και τη γραφή, είναι η ηλεκτρονική αλληλογραφία, τα γραπτά μηνύματα στο κινητό, όλη αυτή η νέα κουλτούρα. Όλα αυτά επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν σήμερα οι άνθρωποι ένα κείμενο.
Διαδεδομένη είναι επίσης η αντίληψη ότι μετά την ποίηση ίσως εξαφανιστεί το μυθιστόρημα ως είδος. Έχει άλλωστε ηλικία 200 χρόνων, τόσο περίπου κράτησε και η αρχαία τραγωδία.
Το συμπέρασμα για κάποιους είναι ότι το βιβλίο δεν κατάφερε – ακόμα και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα - να προσεγγίσει το πλατύ λαϊκό κοινό. Κι αποδείχθηκε πλάνη η τρομερή πρόβλεψη του Γάλλου συγγραφέα Ανατόλ Φρανς στα τέλη του 19ου αιώνα. Έλεγε ο συγγραφέας της «Θαΐδας»: «Το βιβλίο έχει γίνει το όπιο της Δύσεως. Μας κατασπαράσσει. Θα ΄ρθει στιγμή που θα καταντήσουμε όλοι βιβλιοθηκάριοι κι αυτό θα είναι το τέλος μας»...
Βιβλιοθήκες γίνονται βέβαια, αλλά για διακοσμητικούς λόγους. Μερικοί νεόπλουτοι που δεν έχουν ανοίξει στη ζωή τους βιβλίο, δεν διστάζουν να στήσουν ολόκληρες βιβλιοθήκες με ψεύτικα καλύμματα βιβλίων στα ράφια. Είδα κάποτε μια τέτοια «βιβλιοθήκη» στο σπίτι ενός εύπορου Λαρισαίου επιχειρηματία, γεμάτη με δερματόδετα βιβλία. Με συγκίνησε η βιβλιοφιλία του και πλησίασα να επεξεργαστώ τους ωραιότατους τόμους, νομίζοντας ότι θα βρω και παλιές σπάνιες εκδόσεις. Ποια ήταν η έκπληξη και η απογοήτευσή μου όμως όταν διαπίστωσα ότι ήταν καλύμματα κουτιών! Ένα τμήμα της «βιβλιοθήκης» αυτής μάλιστα άνοιγε αποκαλύπτοντας ένα μπαράκι με όλων των ειδών τα ποτά... για τα οποία μάλιστα ο οικοδεσπότης καμάρωνε!
Φυσικά υπάρχουν και φανατικοί αναγνώστες, μόνο που είναι λίγοι, όπως επίσης και αναγνώστες που είναι δύσκολοι και απαιτητικοί με μια εκλεκτικότητα που φτάνει στα όρια της κακίας.
Συμπολίτης αναγνώστης μου, μου έλεγε ότι δανείστηκε από μια γνωστή του κυρία ένα πολύ καλό μυθιστόρημα που είχε κυκλοφορήσει τότε πρόσφατα. Σε τρεις μέρες της έστειλε το βιβλίο πίσω μ΄ένα σημείωμα που της έγραφε: «Προσπάθησα να το διαβάσω αλλά αποκοιμήθηκα. Όμως και στον ύπνο μου με παρακολουθούσε. Ονειρεύτηκα πως εξακολουθούσα να το διαβάζω και τρεις φορές ξύπνησα απο ανία».
Ήταν, ομολογώ, η φαρμακερότερη κριτική που άκουσα.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν διαβάζουν οι νεοέλληνες; Πέρα από τα προβλήματα της καθημερινότητας που τους αποσπούν ολοκληρωτικά, η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι: Γιατί δεν έμαθαν να διαβάζουν. Η παιδαγωγική και η ψυχολογία έχουν διαπιστώσει ότι ένας άνθρωπος που δεν έμαθε να διαβάζει και να αγαπάει το βιβλίο από παιδί, τελείωσε, ξέκοψε απ΄αυτό. Μόλις κλείσει τα σχολικά βιβλία δεν πρόκειται ν΄ ανοίξει άλλα. Οι μεγάλοι αντίπαλοι του βιβλίου η τηλεόραση και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δίνουν τη χαριστική βολή.
Σήμερα τα βιβλία δεν αγοράζονται όπως στο παρελθόν για την πνευματική καλλιέργεια και για την τέρψη, παρά μόνον περιστασιακά, μια που την πρώτη η εποχή μας έπαψε να τη βλέπει φιλολογικά. Κι όσο για τη δεύτερη, την τέρψη, ο σημερινός άνθρωπος τη βρίσκει όπου γυρίσει, με μέσα πιο πρόχειρα και άκοπα. Αλλά κι όταν αγοράζονται ή θα διαβαστούν στα πεταχτά, όπως πίνεται ένα αναψυκτικό ή τοποθετούνται κάπου για αργότερα. Πού να τον αφήσουν οι τόσες έγνοιες που τραβολογούν τις ώρες του και τις σκέψεις του. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί ένα καθεστώς αναγνωστικής εκκρεμότητας για τους περισσότερους, μόνιμης σχεδόν, η «αναβαλλόμενη ανάγνωση». Αλλά με τις αναβολές στην ανάγνωση του βιβλίου συμβαίνει ό,τι με τις αναβολές στον...έρωτα, καλμάρει η επιθυμία στο τέλος. Έτσι δύσκολα μπορεί πια να αναζωπυρωθεί και η επιθυμία του διαβάσματος. Δεν μένουν παρά οι μέρες των θερινών διακοπών, το τελευταίο - αν και αμφισβητούμενο – καταφύγιο του βιβλίου. Αλλά τι να πρωτοχωρέσουν κι αυτές;