Η Αγία Μαρίνα, που άθλησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρήλιου Κλαυδίου (268-270 μ.Χ.), σαν νέα, παρουσίαζε πολλές αρετές, εξωτερικές και εσωτερικές, που σαν διαμάντια, στόλιζαν τη ζωή της και προκαλούσε το θαυμασμό όχι μονάχα των πιστών, αλλά και των απίστων, εφόσον, κατά το σοφότατο λόγιο, «οίδε αρετήν και πολέμιος θαυμάζειν». Οι κυριότερες από τις αρετές αυτές - στολίδια - της Αγίας, ήταν οι εξής:
α) Η δίψα της για την αλήθεια και η βάπτιση
Από την πολύ μικρή ακόμη ηλικία της η Μαρίνα, που γεννήθηκε κατά το 255 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Πισιδίας, από γονείς ειδωλολάτρες, είχε μεγάλη δίψα για την ανεύρεση της αλήθειας, σαν τη Σαμαρείτιδα, που διψούσε για το αθάνατο νερό της διδασκαλίας του Χριστού. Για το λόγο αυτό ο Θεός, που έβλεπε τη δίψα αυτή, έστειλε κάποια στιγμή κοντά της, ως τροφό και παιδαγωγό, ύστερα από το θάνατο πιθανότατα της μητέρας της, μια γυναίκα, που ήταν την εποχή εκείνη κατηχούμενη. Από τη γυναίκα δηλαδή εκείνη, που είχε το ζήλο του νεοφωτίστου και παρουσίαζε ένα παράδειγμα τέλειο, μυήθηκε η Μαρίνα στα της χριστιανικής πίστης όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με έργα, παίρνοντας αυτήν μαζί της και στα μαθήματα της κατήχησης, που η ίδια παρακολουθούσε με ιερό οπωσδήποτε ζήλο. Για το λόγο αυτό, ύστερα από λίγο καιρό, βαπτίσθηκαν και οι δύο μαζί και έγιναν Χριστιανές, διακρινόμενες στο εξής για την αγνότητα της ανατροφής και για την απέραντη αγάπη τους, εφόσον αυτήν θαύμαζαν στους Χριστιανούς οι Εθνικοί και για τούτο έλεγον: «Ιδέτε, πώς αγαπώσιν αλλήλους!».
«Φως το απρόσιτον, Μαρίνα
λέγει για τούτο ο υμνογράφος,
κατεφώτισεν αξίως την ψυχήν σου,
και λαμπάσι φωτός κατηύγασε
βοώσα. Ευλογητός ει Κύριος,
ο Θεός εις τους αιώνας»
β) Ο ιεραποστολικός ζήλος της
Σαν Χριστιανές πλέον, οι δύο αυτές νέες διακατέχονταν ευθύς εξαρχής από ένα ζήλο ιεραποστολικό, γιατί στην εποχή τους κυριαρχούσε στην Εκκλησία το σύνθημα «εις τον ένα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».
Ένιωθε άλλωστε η Μαρίνα, σαν στοργική κόρη, μια απέραντη αγάπη για τον πατέρα της Αιδέσιο, που ήταν σαν ιερέας των ειδώλων, όργανο των σκοτεινών δυνάμεων. Μάθαινε δε ταυτόχρονα ότι, σαν Χριστιανή, δεν έπρεπε να κρύπτει το φως του Χριστού «υπό το μόδιον», αλλά να το τοποθεςτεί «επί την λυχνίαν», δηλαδή να το προβάλλει «λόγοις και έργοις», ώστε να φωτίζει «πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. 5,15). Όταν λοιπόν, έφθασε στην ηλικία των 15-16 ετών, αποφάσισε να μιλήσει για τη θρησκεία της αγάπης και στον πατέρα της Αιδέσιο, παρότι γνώριζε το φανατικό και βίαιο χαρακτήρα του, το προερχόμενο από τη δουλεία του στα πονηρά πνεύματα. «Εν τη ευθύτητι του χαρακτήρα της, σημειώνει για τούτο ο Μ. Γαλανός, εθεώρει την περαιτέρω αποσιώπησιν και προφύλαξιν ως ασύγνωστον υπόκρισιν και απάτην. Έπειτα, φλεγομένη υπό της χριστιανικής αγάπης και της προς τον πατέρα της στοργής, έκρινεν απαραίτητον καθήκον της να προσπαθήση, όπως διαφωτίσει και εκείνον και τον ελκύσει εις την οδόν της σωτηρίας (Οι βίοι των Αγίων, τομ. Ζ., Αθήναι 1988, 67-68).
Ο Αιδέσιος, όμως, έδειξε ευθύς εξαρχής το σατανικό χαρακτηριστικό της ειδωλολατρίας, γιατί δεν θέλησε όχι μονάχα να δεχτεί, αλλά ούτε καν να ακούσει τα λόγια της συνετής και σοφής κόρης του, αλλά την εξύβρισε χυδαιότατα, ενώ στη συνέχεια την απείλησε ότι θα την αποκληρώσει και τελικά την καταράστηκε, μη θέλοντας πια να την αναγνωρίζει σαν κόρη του, αν δεν αρνιόταν πιο μπροστά τη νέα πίστη της. Παρά τα πιο πάνω, όμως, εκείνη δεν έπαψε να αγαπά τον πατέρα της και να προσεύχεται για τη μεταστροφή του, γιατί αυτό είχε διδάξει πρωταρχικά ο Χριστός, δηλαδή την αγάπη και την προσευχή «υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων», και γιατί γνώριζε τη δουλεία του στα πάθη και στους πονηρούς δαίμονες, εφόσον, κατά την Αγία Γραφή «πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνιοι» (ψαλμ. 95,5). Για τούτο επέμενε στις προτροπές και παρακλήσεις της, «Χριστού δύναμιν έχουσα».
γ) Το ακαταδάμαστο θάρρος και οι ομολογίες της
Μια άλλη αρετή της Μαρίνας ήταν το ακαταδάμαστο θάρρος που έδειχνε σε όλες τις περιστάσεις. Ένα τέτοιο θάρρος έδειξε και απέναντι του επάρχου Ολύβριου, που, όταν μια μέρα τη συνάντησε στο δρόμο του, καταθέλχθηκε και ζήτησε παρευθύς να την καταστήσει γυναίκα του. Στην περίσταση, όμως, εκείνη η Μαρίνα δεν συγκατένευσε, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας ότι σαν Χριστιανή δεν ήταν δυνατόν να παντρευτεί ποτέ με έναν ειδωλολάτρη. Ο Ολύβριος, βέβαια, προσπάθησε να της απαριθμήσει όλα τα αγαθά και τις ανέσεις, που θα είχε κοντά του. Εκείνη, όμως, ήταν ανένδοτη και ανυποχώρητη, λέγοντας ότι δεν θα αντάλλασσε την πίστη της για όλους τους θησαυρούς του κόσμου.
Τότε ο Ολύβριος, που ένιωσε τον εαυτό του προσβεβλημένο, έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, εξυβρίζοντας αυτήν χυδαία, κατά το συνηθισμένο στους ειδωλολάτρες τρόπο. Στη συνέχεια, την απείλησε και για να την εκφοβίσει, δεν δίστασε να προστάξει τελικά στους συνοδούς και φρουρούς του και αυτή τη μαστίγωση της αγνής εκείνης παρθένου, δείχνοντας, θα έλεγε κανένας, μια κακότητα σατανική. Εκείνη, όμως, ομολογούσε πάλι και πάλι την πίστη της, λέγοντας ότι ήταν και θα παρέμενε για πάντα Χριστιανή, γιατί ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας του κόσμου, μακριά από τον οποίο δεν υπάρχει αληθινή ζωή και σωτηρία, αλλά σύγχυση και δυστυχία.
Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Ολύβριος πρόσταξε να ρίξουν την Αγία σε μια φυλακή κατασκότεινη, νομίζοντας ότι θα έκαμπτε με τον τρόπο αυτό την αντίστασή της. Η γενναία, όμως, εκείνη αθλήτρια του Χριστού, έδειξε και εκεί το άκαμπτο φρόνημά της, ενώ δεν έπαψε ούτε στιγμή να προσεύχεται όχι μονάχα για τη δική της ενίσχυση από τον Κύριο, αλλά και για τη συγχώρηση του άπιστου εκείνου άρχοντα. Για τούτο αναφέρεται από τον Μ. Γαλανό ότι και στον ύπνο της ακόμη αντιστεκόταν θαρραλέα στις προκλήσεις του επάρχου, λέγοντας πάλι και πάλι «είμαι Χριστιανή» (Βίοι Αγίων, Ζ, σελ. 70).
«Σταθεράν την γνώμην κεκτημένη,
λέγει για τούτο ο υμνογράφος,
σταθερώς τους άθλους εκαρτέρεις,
και στέμμασι νικητικοίς εστέφθης
μελωδούσα «Τον Κύριον υμνείτε
και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».
δ) Η υπομονή της στα σκληρά βασανιστήρια
Την επόμενη δε ημέρα έγινε μια ακόμη προσπάθεια του Ολύβριου για τον προσεταιρισμό της Αγίας στην ειδωλολατρία, που δεν έφερε όμως τα ποθούμενα σ’ αυτόν αποτελέσματα, αλλά τα αντίθετα, γιατί εκείνη ενισχύθηκε από την ολονύκτια προσευχή της τόσο, ώστε να προσπαθεί αυτή να φέρει τον έπαρχο στην επίγνωση της αλήθειας. Ο πωρωμένος, όμως, εκείνος άρχοντας σκληρύνθηκε, δυστυχώς, ακόμη πιο πολύ και για τούτο πρόσταξε παρευθύς να βασανίσουν την Αγία σκληρότερα, κατακύπτοντας το παρθενικό σώμα της με νύχια σιδερένια, αποδεικνύοντας ότι δεν είχε όχι μονάχα κανένα ιερό και όσιο στοιχείο, αλλ’ ούτε και τον ελάχιστο ανθρωπισμό, αλλά καρδιά θηρίου και νου δαιμονικό. Ύστερα μάλιστα από τα πιο πάνω, ξανάριξαν την Αγία, σαν άψυχο κουφάρι στο ολοσκότεινο κελί της φυλακής, νομίζοντας ότι είχαν νικήσει. Η Αγία, όμως, έκραξε «μεγάλη φωνή» προς το Σωτήρα Χριστό, ότι «και πάσχω δια Σε, ως βασιλεύσω σου συν, και θνήσκω υπέρ Σου, ίνα ζήσω εν Συί» νικώντας τον κόσμο και την απάτη του. Και τούτο, γιατί «παν το γεγεννημένον εκ του Θεού νικά τον κόσμον» (1 Ιω. 5,4).
Για τούτο, κατά τον υμνωδό της Εκκλησίας, σημειώθηκε ότι:
«Ου πυρ, ουδέ μάστιγες,
ουδέ ξίφους ακμή, τυράννων ωμότητες,
ου θηρών αγριότης, ουδέ θάνατος,
της θείας εχώρισεν αγάπης
σε πανόλβιε»
ε) Ο ανδρείος αγώνας της εναντίον του διαβόλου
Στη δύσκολη εκείνη στιγμή, που οι σωματικές δυνάμεις της Αγίας είχαν εξαντληθεί, ο μισόκαλος διάβολος που καιροφυλακτούσε, όρμησε εναντίον της, παίρνοντας τη μορφή κάποιου τεράστιου δράκοντα, που έβγαζε καπνούς από το στόμα του, προσπαθώντας «εν φάσματι» να την καταπιεί. Η Αγία, όμως, δεν δείλιασε, γιατί ήξερε, μελετώντας την Αγία Γραφή, ότι ο διάβολος περιπατεί, «ως λέων ωρυόμενος, ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ., 5,8). Για το λόγο αυτό εξακολούθησε να προσεύχεται με μεγαλύτερη ένταση, ζητώντας από τα φυλλοκάρδια της τη θεία βοήθεια και λέγοντας: «Κύριε, μη καταπιέτω με βυθύν Άδου» (Ψαλ. 68,16) και άλλα παρόμοια. Βρίσκοντας δε κάπου μία σφύρα, την άρπαξε και άρχισε να κτυπά τον απαίσιο εκείνο δράκοντα, αναγκάζοντας αυτόν με το σημείο του σταυρού και με την επίκληση του ονόματος του Ιησού να εξαφανισθεί. «Η Αγία, σημειώνεται για τούτο από τους Συναξαριστές, σφύραν ευρούσα κατά της κεφαλής και του νώτου τούτου τύπτουσα, εις τέλος αυτού εταπείνωσεν. Τυατόχρονα, όμως, με την απομάκρυνση του νοητού εκείνου δράκοντα, θεραπεύθηκαν και οι πληγές των κακώσεών της, ώστε να καταλάβουν την επόμενη ημέρα οι θεατές της και να ομολογήσουν ότι «μέγας ο Θεός των Χριστιανών».
«Μαρίνα μάρτυς του Χριστού
λέγει για τούτο και ο υμνογράφος,
ανευφημούμεν σε οι πιστοί,
ότι τον τύραννον εχθρόν,
εν τη δυνάμει του Σταυρού,
εν τοις πυσί κατεπάτησας...».
στ) Η σταθερότητά της στην πίστη «μέχρι θανάτου»
Η θαυμαστή θεραπεία της Αγίας όμως δεν άνοιξε, δυστυχώς, τα μάτια του Ολύβριου, αλλά τον εξόργισε φοβερά, ώστε να διατάξει την επόμενη ημέρα τη θανάτωση της Αγίας «διά ξίφου». «Είτα οιχθείσα εκείθεν, λέγει το συναξάριό της, και ερωτηθείσα και ασάλευτον την εις Χριστόν ομολογίαν φυλάττουσα, την κεφαλήν απετιμήθη, ενώ την ίδια στιγμή δεχόταν από τον Κύριο το στέφος το άφθαρτο.
«Χειρ δημίου τέμνει σε, Μαρίνα, ξίφει,
λέγει χαρακτηριστικά ο υμνογράφος,
χειρ Κυρίου χάριτι θεία σε στέφει».
Με το αίμα δε του μαρτυρίου της η Αγία πότισε ασφαλώς το δένδρο της πίστεως, που άπλωσε τα κλωνάρια της και απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Γη. Διδάσκει δε ταυτόχρονα ότι «εν αίματι πάντα καθαρίζεται» και «άφεσις γίνεται» (Εβρ. 9,22). Ότι δηλαδή το μαρτύριο είναι ένα εισιτήριο πρώτης θέσεως για τη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό δε ακριβώς τονίζεται από τον υμνογράφο της Εκκλησίας, που αναφέρει ότι:
«Ως αλάβαστρον μύρον το αίμα σου,
προσενήνοχας τω σω νυμφίω Χριστώ,
Μαρίνα μάρτυς αθληφόρε αήττητε
αντάμειψιν δε είληφας στέφος άφθαρτον».