Η ελίτ του πνεύματος στην υπηρεσία των ισχυρών ή
«η προδοσία των διανοουμένων»*
Από τον Δημήτρη Νούλα
Ο όρος διανοούμενος είναι γαλλικής προέλευσης και από τα τέλη του 19ου αιώνα (υπόθεση Ντρέιφους) το επίθετο “intellectual” γίνεται ουσιαστικό και υποδεικνύει τον φορέα πνευματικής εργασίας, ο οποίος υπερβαίνοντας την ιδιωτική επαγγελματική του ιδιότητα γίνεται δημόσιος λειτουργός του πνεύματος και του ήθους μιας εποχής
Ο “intellectual”, λοιπόν, εκφράζει τη βαθιά και ολοκληρωμένη σκέψη. Υποδηλώνει ταυτόχρονα και πνευματική στάση που “εξανίσταται” και “στασιάζει” και εκδηλώνει “δικαιοκρατική” αντίσταση υπεράσπισης της ουσιαστικής νομιμότητας και νόμιμη πολιτισμική άμυνα με πρώτο διδάξαντα τον Προμηθέα, πρώτο μαθόντα τον Όμηρο και πρώτο παθόντα τον Σωκράτη (Η. Νικολούδης). Ο πρώτος ως πρότυπο κοσμολογικής παρέμβασης και σωστικής λειτουργίας ο δεύτερος ως δημιουργός γλώσσας και πολιτισμού και ως παιδαγωγός της ανθρωπότητας και ο τρίτος ως συνείδηση και ενσάρκωση της ουσιαστικής νομιμότητας.
Όποιος όμως κι αν είναι ο ορισμός του διανοούμενου ή όποιες κι αν είναι οι θεωρίες που διατυπώθηκαν (Gramsci, Bodin, Beda, Sartre, κ.α.) επ’ αυτού καθήκον του πνευμα-τικού ανθρώπου θα πρέπει να είναι η προστασία της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, του ωραίου και της αρετής. Ο λόγος του, δηλαδή, θα πρέπει να είναι πολιτικός, κοινωνικός, φιλοσοφικός, αισθητικός και ηθικός.
Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει πρωτίστως οι διανοούμενοι “να θέτουν απαγορευμένα ερωτήματα που κανείς άλλος δεν θέτει (Εντουαρντ Σαϊντ)” και να επιμένουν ως το τέλος να λένε την αλήθεια στην εξουσία χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Όσοι τα κατάφεραν άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία του ανθρώπου και λειτούργησαν καθαρτικά τόσο με τον λόγο τους όσο και με το εγκόσμιο παράδειγμά τους. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί αναδεικνύονταν στο άλας της ιστορίας.
Οι σημερινοί αληθινοί διανοούμενοι στη χώρα μας αλλά και διεθνώς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενώ οι “διανοούμενοι” δηλαδή οι προδότες της διανόησης φαίνεται να πήραν ισχυρές δόσεις αναισθητικού ενσωμάτωσης στο σύστημα και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών ως “μόσχοι” σιτευτοί έχουν ξεχυθεί στους λόγγους της “προσαρμογής” και έχουν μετατραπεί σε “βάρδους” της ανοησίας και της επιφανειακής προσέγγισης. Όχι μόνο δεν είναι οι αλογόμυγες του συστήματος αλλά αντιθέτως έχουν μετατραπεί σε παράσιτα που φροντίζουν για τον ήσυχο ύπνο των «καρχαριών» χύνοντας το δηλητήριο της εμπάθειας και της ανεπάρκειάς τους σε όσους ενοχλούν και εκεί που νομίζουν ότι τους παίρνει. Έχουν απωλέσει την ψυχή τους καθώς αναζητώντας ρόλο και λόγο ύπαρξης έγιναν υπάλληλοι εκτελεστές εντολών.
. Ηδη, πάντως, από την εποχή του Μεσοπολέμου, ο Ζυλιέν Μπεντά κατήγγειλε την προδοσία των διανοουμένων (“Trahison des clercs”, 1927) διότι ολοένα και περισσότερο σπάνιζαν οι άνθρωποι που επέλεγαν τον μοναχικό δρόμο της ανυποχώρητης υπηρεσίας της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της Λογικής.
Το πάντα επίκαιρο ερώτημα του Μπεντά είναι γιατί η λειτουργία αυτή των διανοουμένων φαίνεται, τουλάχιστον να έχει συρρικνωθεί. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Φαίνεται πάντως πως στις μέρες μας, τα διάφορα κοινωνικά «κακά», οι αδικίες και οι παραλογισμοί που χαρακτηρίζουν τον υπερανεπτυγμένο κόσμο μας δεν μπορούν πια να καταγγελθούν πειστικά στο όνομα μιας άλλης εναλλακτικής εξουσίας. Στο μέτρο λοιπόν που δεν τολμούν να προτείνουν τίποτε το συγκεκριμένο, οι διανοούμενοι επιλέγουν συχνά να σιωπούν. Φαίνεται ακόμη πως οι μεγάλες “αξίες” της εποχής μας (υπερκαταναλωτισμός, καλοπέραση, ακραίος ανταγωνισμός...) συμπαρασύρουν μαζί με τις μάζες και τη φυλή των διανοουμένων..
Το ερώτημα, λοιπόν, περί της “προδοσίας των διανοουμένων” παραμένει αιωρούμενο. Η έκπτωση της στάσης τους απορρέει κυρίως από τη ραγδαία μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που εν πολλοίς καθορίζουν και την παραγωγή του διανοούμενου λόγου. Οι περισσότεροι είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από το κεφάλαιο ή από την εξουσία ενώ τα Πανεπιστήμια που ανέκαθεν ήταν εργαστήρια της ελεύθερης κριτικής σκέψης έχουν από καιρό πάψει να το κάνουν. Αντίθετα οι εργάτες της διανόησης εκεί πιέζονται να αναζητήσουν πρόσθετα εισοδήματα. είτε με συμμετοχή σε “ερευνητικά προγράμματα”, είτε με την παροχή υπηρεσιών με την ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα μετατρέποντας έτσι τη διανόηση σε «επάγγελμα». Έτσι ο λόγος των διανοουμένων απευθύνεται όλο και περισσότερο σε επίδοξους πελάτες παρά στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα.
Επιπλέον οι διανοούμενοι πολλές φορές ακόμη και αν δεν είναι εξαρτημένοι οικονομικά φοβούνται να συγκρουσθούν με τις κατεστημένες δυνάμεις γιατί υπάρχουν και οι πληρωμένοι «εκτελεστές» των μίντια που με κατευθυνόμενο τρόπο μπορεί να διογκώσουν μικροπταίσματα ή αδυναμίες τους και να εκβιάσουν για τη σιωπή τους. Πολύ περισσότερο που στην εποχή των ΜΜΕ, η δύναμη της εικόνας δεν υποκαθιστά απλώς τη δύναμη του λόγου, αλλά μεταλλάσσει επίσης ριζικά και τους όρους της εκφοράς του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος της τηλεόρασης και κατ' επέκτασιν και του Τύπου, γίνεται ολοένα και πιο σύντομος, συνθηματολογικός, εικονογραφικός και εν τέλει παιδαριώδης. Σε τέτοια πλαίσια λοιπόν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των διανοουμένων χάνουν την εμβέλειά τους μπροστά στους επαγγελματίες της τηλεπικοινωνίας που έχουν ασκηθεί στους κανόνες του νέου παιχνιδιού.
Με αυτή την έννοια, δεν είναι πια οι διανοούμενοι που διαμεσολαβούν ανάμεσα στον κόσμο των γεγονότων και στον κόσμο των ιδεών και των αξιών, ανάμεσα στην πολιτική και στην ηθική. Αντικαθίστανται, πλέον, από τη νέα κοινωνική κατηγορία των “διαμορφωτών” της κοινής γνώμης που είναι εξ ορισμού εξαρτημένοι από τις επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται Γι' αυτό ακριβώς και η κριτική είναι πάντα προσεκτική και προσανατολισμένη για να μην αποξενώσει την πελατεία της και οφείλει να αποφεύγει να ενοχλήσει, να ξενίσει ή να προβληματίσει.
Είναι λοιπόν σαφές ότι σήμερα με το “τέλος των ουτοπιών” οι πραγματικοί διανοούμενοι όλο και λιγοστεύουν τείνοντας προς εξαφάνιση και όσοι απομένουν, όπως και οι καλόγεροι στον Μεσαίωνα, είτε κλείνονται στους πύργους τους είτε συνεχίζουν έναν αγώνα που φαίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να αποφέρει καρπούς. Το έργο και η δράση όσων παραμένουν τους παραπέμπει σε ένα απώτερο μέλλον, στο οποίο απευθύνονται, δίχως ψευδαισθήσεις. Ετσι όμως εξαϋλώνεται εξ αντικειμένου ο ρόλος που τους είχε καταστήσει το άλας της ιστορίας: τη δύναμη που διέθεταν από εσωτερική παρόρμηση να παρεμβαίνουν ενεργά σε παρόντα χρόνο.
Οι κοινωνίες μας πάντως βουτηγμένες στον βουλιμικό καταναλωτισμό τους δηλώνουν έμμεσα ότι δεν χρειάζονται πια τους κριτικούς διανοουμένους να τις παρενοχλούν. Αυτές όμως οι κοινωνίες που αρνούνται και απαξιώνουν τους δασκάλους τους είναι προφανώς σε παρακμή, σε αποσύνθεση και σε βαθιά δομική, ανθρωπολογική, πολιτισμική κρίση. Eνδεχομένως μη αναστρέψιμη.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός
* J. Beda (“Trahison des clercs”,1927)