Από τον Νίκο Νάκο
Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες αυτής της στήλης συμφωνούν και πόσοι διαφωνούν με τα όσα γράφω, αλλά διαπιστώνω – χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω – ότι οι συμφωνούντες είναι περισσότεροι. Άλλωστε οι διαφωνούντες παίρνουν συνήθως την πρωτοβουλία και διατυπώνουν ευθέως και άμεσα τις αντιρρήσεις τους με επιστολές στην «Ε», κάτι που ουδείς συμφωνών δεν κάνει τον κόπο ώστε να γράψει έναν καλό λόγο... Αντιθέτως όμως πολλοί είναι εκείνοι που μου εκφράζουν την ικανοποίησή τους για τη στήλη αυτή όταν με συναντούν στο δρόμο...
Την αφορμή για τις επισημάνσεις αυτές μου τις έδωσε προσφάτως ένας αναγνώστης μου που εξέφρασε την απορία: «Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν και άνθρωποι που σας διαβάζουν και διαφωνούν σε ορισμένα θέματα, έστω και λίγοι;».
Ο καλός μου συμπολίτης βρίσκει προφανώς ότι ερμηνεύονται στη στήλη αυτή με τόση ακρίβεια οι ιδέες, τα συναισθήματα και η νοοτροπία όλων των ορθοφρονούντων συμπολιτών μας ώστε του φαίνεται περίεργο πώς είναι δυνατόν απόψεις τόσο σωστές να μην γίνονται απολύτως κατανοητές απ΄όλους.
Συγχωρήστε μου τον προσωπικό τόνο των παραπάνω απόψεων, αλλά δεν τις υιοθετώ. Αυτό που θα έκανε εντύπωση σε μένα θα ήταν να εύρισκα όλους τους αναγνώστες της «Ε», συμφωνούντας πάνω σε οποιεσδήποτε απόψεις. Καταρχήν κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο γιατί και οι συμφωνούντες ακόμα γενικά πάνω σε ορισμένες ιδέες, μπορούν θαυμάσια να διαφωνούν στις λεπτομέρειες.
Η διαφωνία είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ειδικά για τους Νεοέλληνες όμως η πλήρης παραδοχή και υιοθέτηση πολιτικών απόψεων, ας πούμε, εκ μέρους της ολότητας είναι κάτι τελείως αντίθετο με τον συζητητικό μας χαρακτήρα και τους μονομερείς φανατισμούς μας.
Κάνοντας τις σκέψεις αυτές περί συμφωνούντων και διαφωνούντων θυμήθηκα μια νόστιμη ιστορία που τη μεταφέρω εδώ προς τέρψιν των αναγνωστών μου, συμφωνούντων και διαφωνούντων με τη στήλη μου.
Κάποτε λοιπόν ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο είχε φορτώσει αλάτι και επρόκειτο να κάνει ένα μακρύ ταξίδι προς τη Λαπωνία. Το λιμάνι, όπου επρόκειτο να φτάσει βρισκόταν ψηλά στο Βόρειο Πόλο και άνοιγε μονάχα λίγες μέρες το χρόνο. Όλο τον άλλο καιρό ήταν φραγμένο απο τους πάγους και συνεπώς απροσπέλαστο. Έξι μήνες η μέρα, έξι μήνες η νύχτα, ζωή πρωτόγονη, παγωνιά τρομακτική κ.λπ.
Το πλοίο κανονίζοντας έτσι την πορεία του ώστε να προλάβει τις λίγες μέρες που υποχωρούσαν οι πάγοι (όλα αυτά συνέβαιναν πολύ προτού αρχίσουν να λειώνουν οι πάγοι εξαιτίας της τρύπας του όζοντος...), έφτασε όπως έπρεπε στην ώρα του και οι Έλληνες ναυτικοί είχαν την εντύπωση – όταν έμπαιναν στο λιμάνι – ότι έφτασαν σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, πραγματικά στην άκρη της γης. Όπου ξαφνικά βλέπουν κατάπληκτοι να πλησιάζει το πλοίο τους μια βενζινάκατος με... ελληνική σημαία!
Η βενζινάκατος ζύγωσε και σε λιγάκι βλέπουν ν’ ανεβαίνει στο καράβι ένας Εσκιμώος καθ’ όλα, που όμως μόλις βρέθηκε στο κατάστρωμα έπεσε και το φίλησε λέγοντας:
- Αμάν! Πατρίδα! Τριάντα χρόνια έχω να δω ελληνικό καράβι και Ελληνάδες!
Ύστερα αγκάλιασε και φίλησε έναν – έναν τους συμπατριώτες του ναυτικούς εκφράζοντας την απερίγραπτη χαρά και τη συγκίνησή του.
-Βρε αθεόφοβε Ρωμιέ, τον ρώτησαν οι ναυτικοί, πώς βρέθηκες σ’ αυτά τα μέρη;
Ο Ρωμιός τους εξήγησε ότι είχε ξεπέσει εκεί πάνω πριν τρεις δεκαετίες, ότι είχε παντρευτεί εφτά Εσκιμώες, ότι είχε καμιά εικοσαριά παιδιά κι ότι ήταν ευχαριστημένος, μόνο που τον έτρωγε ο καημός της πατρίδας.
Ο άνθρωπος κάθισε μαζί τους ήπιε ελληνικό κρασί, ρετσίνα που την είχε επιθυμήσει, έφαγε μεζέδες της πατρίδας του, συγχώρεσε τα πεθαμένα τους, ύστερα όμως κοίταξε το ρολόι του ανήσυχος.
- Τώρα πρέπει να φύγω, τους είπε.
- Γιατί σε περιμένουν οι γυναίκες και τα παιδιά σου;
- A, όχι! Οι γυναίκες μου είναι πολύ καλές οι καημένες και τα παιδιά μου κάνουν τη δουλειά τους. Δεν μ’ ενοχλούν.
- Τότε έχεις καμιά επείγουσα δουλειά;
- Μπα! Εδώ πάνω δεν υπάρχουν επείγουσες δουλειές.
- Τότε γιατί βιάζεσαι;
Εκείνος δίστασε λιγάκι, κοίταξε πάλι το ρολόι του, ξεροκατάπιε και μουρμούρισε:
-Όπου να ’ναι θα ’ρθει τώρα ο... άλλος.
-Ο άλλος; Ποιος άλλος;
-Ο Ρωμιός!
Νέα κατάπληξη:
-Υπάρχει λοιπόν κι άλλος Ρωμιός εδώ;
-Υπάρχει αλλά ο αφιλότιμος είναι... αριστερός! Έχουμε μαλώσει και χρόνια τώρα δεν μιλιόμαστε!
Αυτή τη φορά οι ναυτικοί έμειναν εμβρόντητοι.
-Βρε αθεόφοβε, του είπαν, δυο μονάχα Έλληνες εδώ πάνω στο Βόρειο Πόλο και καταφέρατε να τσακωθείτε;
-Μα δεν ξέρετε τι αγύριστο κεφάλι είναι ο αφιλότιμος! Γάιδαρο μπορεί να σκάσει όχι άνθρωπο!
Με τα πολλά κατάφεραν να τον κρατήσουν, όπου νάσου πραγματικά σε λίγο καταπλέει κι ο δεύτερος Εσκιμώος – Ρωμιός, που μόλις βλέπει τον συμπατριώτη του ξεσπάει:
-Πανάθεμά σε! Πρόλαβες και το μαγάρισες το καράβι!...
Ο μύθος δεν λέει παρακάτω αν οι δύο Έλληνες κατάφεραν τελικά να συμφιλιωθούν εκεί στα παγερά βόρεια πλάτη. Δηλοί όμως αρκετά καθαρά το χαρακτήρα και το πνεύμα της διχογνωμίας των συμπατριωτών μας, απ’ τους οποίους θα ήταν αφύσικο να ζητήσει κανείς πλήρη συμφωνία με τις οποιεσδήποτε ιδέες και απόψεις. Γι’ αυτό κάθε εκδήλωση πνεύματος ομογνωμίας που παρατηρείται κάποτε, σε εποχές μάλιστα τόσο φανατισμένες, θα πρέπει να χαιρετίζεται σαν αίσιο δείγμα προσγείωσης στα πεδία της ορθοφροσύνης.