Κάποια Μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δεί.
Μέσα στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλληκάρι
και οπωσδήποτε θα 'ρθεί.
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ' τη μαύρη ξενιτειά.
Το τραγούδι αυτό άκουγα τις προάλλες στο ραδιόφωνο απ' τη μαγευτική φωνή της ανεπανάληπτης Σωτηρίας Μπέλλου. Ξαφνικά, ένιωσα να βουρκώνω και ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο. Ένιωσα μια βαθιά χαρμολύπη. Μια πικρή μελαγχολία ανάμεικτη με μια γλυκειά ευχαρίστηση.
Φαντάστηκα ότι βρίσκομαι στην Επίδαυρο και παρακολουθώ αρχαία Τραγωδία. Θυμήθηκα τον ορισμό της Τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη, όπως τον μαθαίναμε στο Γυμνάσιο: «ουν Τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας ... δι' ελέους και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Με απλά λόγια: «Ένα έργο όπου αναπαριστώνται με δρώντα πρόσωπα, τα προκαλούντα το έλεος και το φόβο του θεατή, παθήματα ανθρωπίνων πράξεων». Μια παράσταση που κινούσε στο θεατή το έλεος και το φόβο και γινόταν όργανο ηθικής του ανύψωσης. Γι' αυτό και κατά τον Πλάτωνα «Της ποιήσεως δημοπρεπέστερον και ψυχαγωγικότερον η Τραγωδία».
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το ζεϊμπέκικο μια σύγχρονη εκδοχή της αρχαίας Τραγωδίας. Άλλωστε, και η λέξη τραγούδι, γενικότερα, ετυμολογείται απ' την τραγωδία. Είναι, κατά κανόνα, ένα τραγούδι «αργόσυρτο, μελαγχολικό, λυπητερό ...» όπως θα 'λεγε ο Κωστής Παλαμάς.
Ο στίχος του λιτός, δωρικός, απέριττος, με εκπληκτική αμεσότητα. Η μελωδία του απόλυτα συμβατή με το Ελληνικό DNA. Και ο χορός εκφραστικότατος, ερμητικός (με την έννοια της μετουσίωσης), αρχοντικός, αριστοκρατικός. Όποιος χορεύει ζεμπέκικο κουβεντιάζει με τον Θεό, έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης. Και σου φέρνει στο τέλος την κάθαρση. Το ξέπλυμα της ψυχικής σκουριάς.
Ωστόσο, το ζεϊμπέκικο πολλές φορές κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, λοιδωρήθηκε. Από πολλές πλευρές. Απ' το Κράτος, απ' την Εκκλησία, απ' τη Δεξιά και απ' την Αριστερά. Πολλοί θα το χαρακτηρίσουν Τουρκογενές, ενώ είναι γνωστό ότι οι Ζεϊμπέκοι ήταν Θρακιώτες άποικοι του Αϊδινίου οι οποίοι, παρ' όλες τις διώξεις, δεν άλλαξαν ποτέ τις συνήθειές τους, τα έθιμά τους, τον πολιτισμό τους, τους χορούς τους.
Άλλοι πάλι θα το συνδέσουν με καταγώγια, δολοφόνους, χασικλήδες, περιθώριο, λούμπεν προλεταριάτο κ.λπ. Και βέβαια πέρασαν απ' το «μεσαίωνά» τους τα τραγούδια αυτά, αλλά κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε όλος αυτός ο κόσμος, αυτός ο λαουτζίκος, ο ολιγογράμματος να ψυχαγωγηθεί και να διασκεδάσει; Πώς θα μπορούσε να εκφράσει ποιητικά και μουσικά τις χαρές του, τις λύπες του, τους καημούς του, την εθνική του περηφάνεια; Μήπως με κλασική μουσική, με όπερες και ορατόρια;
Όπως και κανείς δεν σκέφτηκε ότι ο κοσμοπολιτισμός αυτού του Λαού, χωρίς συμπλέγματα και γλειψίματα αλλά με ντομπροσύνη, ειρωνία και χιούμορ είναι ανώτερος απ' τον κοσμοπολιτισμό όλων αυτών που αρέσκονται να διασκεδάζουν με μουσικές ποπ, ροκ, ραπ, ρέγκε και με άλλα χαζοχαρούμενα ξενόφερτα τραγουδάκια.
Σπάνια σκέπτονται ότι το ζεϊμπέκικο και, γενικά, το λαϊκό τραγούδι μπορεί να συνενώνει στην ψυχαγωγία, στη διασκέδαση και στο χορό ανθρώπους από 5 μέχρι 105 ετών, πράγμα που δεν συναντάει εύκολα κανένας σε άλλες κοινωνίες.
Δύσκολα θυμούνται ότι η λαϊκή διασκέδαση είναι η μόνη βιωματική και γλεντζέδικη όπου είναι παρούσες όλες οι γενιές χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς χάσματα, ντροπή ή συστολή. Όπου συνυπάρχουν όλοι ανεξαρτήτως κοινωνικών, μορφωτικών και άλλων διαφορών. Μια συμμετοχή και μια συσπείρωση που παράγει εξαιρετική ποιότητα πολιτισμού και ήθους και προάγει την κοινωνική και εθνική συνοχή.