Κι’ αν σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που σαν κι’ αυτόν καμιά φυλή
δεν είδε ως τώρα
είναι γιατί με των καιρών το γύρισμα
όμοια βαθύ, ένα ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα
Και μη έχοντας άλλο σκαλί
να κατρακυλήσει πιο βαθιά στου
κακού τη σκάλα
για τ’ ανέβασμα ξανά που την καλεί
θ’ αισθανθεί να τις φυτρώνουν - ω χαρά -
τα φτερά, τα φτερά
τα πρώτινά της τα μεγάλα.
Οι στίχοι αυτοί είναι του Εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά και γράφτηκαν 120 χρόνια σχεδόν πριν, μετά το «Τις πταίει» του Τρικούπη και την εθνική καταστροφή του άτυχου πολέμου του 1897, που έφερε το Διεθνές Ταμείο της εποχής και τα μονοπώλια στην Ελλάδα. Επίκαιροι όσο ποτέ, αφήνουν μια νότα αισιοδοξίας.
Η αγωνία σήμερα για το αύριο κατακλύζει τα πάντα. Καταργεί τις βεβαιότητες, διακόπτει μια συνέχεια, αποπροσανατολίζει και κάνει τα βήματά μας ασταθή, χωρίς πυξίδα.
Πίσω από τις ορατές επιβαρύνσεις, την επιβίωση, τις οικονομικές προεκτάσεις, η κρίση αγγίζει όλες τις παραμέτρους της ζωής μας, από την καθημερινότητα μέχρι τη μάχη για το άγνωστο και μη προβλέψιμο αύριο.
Βρισκόμαστε σε μια κρίση θεσμών της ίδιας της Δημοκρατίας, μια κρίση δημοσίου και ιδιωτικού, δικαιωμάτων του πολίτη, καθηκόντων της Πολιτείας απέναντί του, καθηκόντων των πολιτών προς την κοινωνία, μια κρίση του ατόμου μέσα στο οργανωμένο σύνολο.
Ζούμε το τέλος μιας εποχής και είναι ασφαλώς τραγικό και οφείλουμε να το αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε σε ένα καλύτερο αύριο. Όμως, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό δεν αφήνει όχι παράθυρο, ούτε φεγγίτη, παρά μόνο χαραμάδες ελπίδας.
Στην τραμπάλα αυτού του σκηνικού υπάρχει ένα πολιτικό πρόσωπο αδύναμο να διαχειριστεί κρίσεις, χωρίς οράματα, διαπλεκόμενο, με στρατιά άχρηστων συμβούλων και μάνατζερ και από την άλλη μεριά ένας λαός φοβισμένος, στο έλεος της τηλεοπτικής τρομοκρατίας (όπου όλα τα κανάλια είναι φερέφωνα της εξουσίας), με τους διανοούμενους του τόπου εγκλωβισμένους στον εαυτό τους, στην περιθωριοκότητα του λόγου τους.
Όλα αυτά δεν σηματοδοτούν τίποτα καλό και ασφαλώς δεν δημιουργούν ελπίδες, γιατί ακόμα πίσω κρύβονται στο παρασκήνιο ή βγαίνουν στο προσκήνιο τα κόμματα, οι πυλώνες της Δημοκρατίας, που αντί να παραδεχτούν τα σοβαρότατα λάθη τους σε όλους τους τομείς, αποκλείουν τους άξιους και πριμοδοτούν τους «δικούς τους» κι ας ξέρουν στο βάθος την πραγματική αλήθεια.
Ένα μεγάλο τεστ για τη χώρα μας, μια ελπίδα εξόδου είναι οι επικείμενες δημοτικές εκλογές. Με το νέο «Καλλικράτη», που δυστυχώς μας επιβλήθηκε από την τρόικα για λόγους μόνο οικονομίας, ενώ μετά από σωστή διαβούλευση θα μπορούσε πραγματικά να οδηγήσει στην πραγματική Αυτοδιοίκηση.
Εδώ μπορεί να διαμορφωθεί ένα εναλλακτικό σενάριο για την έξοδο από την κρίση. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει συλλογικότητες και κοινωνικές αμοιβαιότητες που μέχρι τώρα δεν υπάρχουν, γιατί ποτέ δεν καλλιεργήθηκαν.
Είναι καιρός οι πολίτες της πόλης, άσχετα σε ποιο χώρο ανήκουν, έχοντας σαν γνώμονα μόνο το καλό της πόλης, να βρεθούν, να συζητήσουν και να αναζητήσουν με δημοκρατικές διαδικασίες τον άξιο μεταξύ των «αρίστων» και όχι τον «εκλεκτό» των κομμάτων, χωρίς την κηδεμονία των πατρώνων της κεντρικής εξουσίας, ώστε να χαραχθεί ένα μέλλον για την πόλη.
Οφείλουμε να πράξουμε, μπορούμε έστω τη στοιχειώδη κοινωνική πειθαρχία, την αίσθηση της ευθύνης από την κορυφή ως τη βάση, πριν η κατάσταση επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο και οι Κασσάνδρες επιβεβαιωθούν.
Είναι καιρός να ξεφύγουμε από την εσωστρέφεια. Είναι καιρός σαν Δήμος να βρούμε τον αληθινό πολιτισμό μας, που αγγίζει μια πόλη με ιστορία αιώνων και να μην εξαντλούμε τον πολιτισμό μας σε πανηγύρια και φαγοπότια.
Είναι καιρός να στοιχιστούμε πίσω από την πόλη, χρειάζεται ένα προσκλητήριο για να προχωρήσουμε μπροστά, να χαράξουμε άλλη ρότα, να μη νοσταλγούμε χαμένους καταναλωτικούς παραδείσους, αλλά μια πορεία προς την Αρετή με την αρχαιοελληνική της σημασία.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Ξέρουμε ποιοι μας οδήγησαν στον κατήφορο, γνωρίζουμε τη δική μας ανοχή, όμως οι πέτρες του Σίσυφου πρέπει να σταματήσουν να κυλάνε και το μαρτύριό μας να τελειώσει.
Στην εποχή της ανασφάλειας και της ρευστότητας, μπορούμε να κτίσουμε το Δήμο με θεμέλια που αντέχουν στο αύριο, με επίκεντρο τον άνθρωπο. Το οφείλουμε στους πολίτες, στα παιδιά μας και όχι μόνο.
Έφτασε πια η στιγμή οι πολίτες, οι απλοί δημότες να διαφωτίζονται «αληθινά», να κατατοπίζονται «ουσιαστικά» πάνω στα καυτά προβλήματα της πόλης, να «κρίνουν εν γνώσει» και να αποφασίζουν μετά «κρίσιν».
Είναι καιρός οι άνθρωποι του πνεύματος αυτής της πόλης να μπουν μπροστάρηδες στο νέο ξεκίνημα, το οφείλουν στον εαυτό τους, στο κοινωνικό σύνολο.
Όμως, θα δεχτούν τα κόμματα εξουσίας τη δημοκρατική αυτή διαδικασία, την αληθινή διαβούλευση; Αφού είναι γνωστό πως ουσιαστικά δεν πιστεύουν πραγματικά στον ουσιαστικό διάλογο και την αξιοκρατία. Δεν διαθέτουν επιχειρήματα για να πείσουν, αλλά φραστικά επιχειρήματα για να εμπαίζουν, δεν μετέρχονται της δημοκρατικής πειθούς, αλλά της αντιδημοκρατικής παραπλάνησης.
Οφείλουν οι πολίτες να το αλλάξουν αυτό. Οφείλουμε να αλλάξουμε τη φιλοσοφία αυτή των κομμάτων με τις πράξεις μας.
Μπορούμε να προχωρήσουμε, μπορούμε να κάνουμε μια ουσιαστική αλλαγή, αν βέβαια χαμηλώσουμε το εγώ μας, καταργήσουμε τον πολιτικό δαλτονισμό και γίνουμε πραγματικά το «εμείς και η πόλη».
Η γνώμη του απλού πολίτη για το πολιτικό σκηνικό τού σήμερα κλείνεται στη φράση του νομπελίστα Γάλλου συγγραφέα Ανατόλ Φρανς, στο έργο του «Οι υπουργοί»:
«Στέκονταν τόσο χαμηλά
που ακόμα κι’ όταν πέσανε
δεν πάθανε τίποτα!».