Του Κώστα Α. Αγοραστού, αν. καθηγητή Παν/μίου Μακεδονίας
Ο μετασχηματισμός του δημοσιονομικού προβλήματος: Από βραχυχρόνιο πρόβλημα δημοσιονομικού ελλείμματος οφειλόμενο στον καθοδικό οικονομικό κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας [«κυκλικό» (cyclical)], η κυβέρνηση Παπανδρέου το μετέτρεψε σε μακροχρόνιο πρόβλημα εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους [διαρθρωτικό (structural)].
Η κυβέρνηση Παπανδρέου μέσα σε τέσσερις μόλις μήνες αναθεώρησε καθοδικά τις προβλέψεις της για το ρυθμό συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες (ή 13 φορές μεγαλύτερη από την αρχικά προβλεπόμενη ύφεση της οικονομίας)!!! Έτσι, παρά τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ύψους 9,4 δισ. ευρώ ή 4% περίπου του ΑΕΠ το 2010 που προβλεπόταν στο ΕΣΠΑ 2010, το δημοσιονομικό έλλειμμα, ceteris paribus, θα διαμορφωνόταν σε περίπου 9,3% του ΑΕΠ, 0,6% του ΑΕΠ υψηλότερα του στόχου του ΕΣΠΑ για δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 8,7% του ΑΕΠ το 2010 (βλέπε ΕΣΠΑ 2010, Πίνακας 7), χωρίς να υπολογίζεται η βέβαιη υστέρηση εσόδων.
Αναδεικνύεται λοιπόν, ότι το μεγαλύτερο του αναμενομένου δημοσιονομικό έλλειμμα, πέραν της δημιουργικής λογιστικής της κυβέρνησης Παπανδρέου, είναι λογική συνέπεια της μείωσης του παρονομαστή (ΑΕΠ), αλλά και της μείωσης εσόδων που αυτή συνεπάγεται. Οποιαδήποτε άλλη «ερμηνεία» συνδέεται με πολιτικό ρεβανσισμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνήσεων των τελευταίων 18 μηνών. Η διαφορά είναι ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε να αντιμετωπίσει την κορύφωση της μεγαλύτερης παγκόσμιας μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης και επέτρεψε, σε ίσως περισσότερο του επιθυμητού βαθμό, να αυξηθεί η δημόσια κατανάλωση για να αντισταθμίσει την κάθετη μείωση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Πράγματι, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για τις οικονομικές προοπτικές (Economic Outlook 87- May 2010), το 2009 η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 1,8% και οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά 13,9%, ενώ η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 9,6% (έναντι 0,6% το 2008). Επίσης, η κυβέρνηση Καραμανλή όταν διέγνωσε ότι η ανάκαμψη είναι ορατή στην παγκόσμια οικονομία, υιοθέτησε μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, άμεσης, εντός του 2009 απόδοσης, τα οποία, δυστυχώς για τη χώρα, ανέστειλε η κυβέρνηση Παπανδρέου το τελευταίο τρίμηνο του 2009.
Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπανδρέου με το ακολουθούμενο μίγμα οικονομικής πολιτικής ακολουθεί κυκλική πολιτική και βυθίζει την οικονομία σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, με αποτέλεσμα οι θυσίες των φορολογουμένων να μην πιάνουν τόπο καθώς ο παρονομαστής εξακολουθεί να μειώνεται με αποτέλεσμα ένα φαύλο κύκλο: τα μέτρα λιτότητας οδηγούν σε μεγαλύτερη ύφεση, έτσι καθίσταται απαραίτητη η λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας για την επίτευξη των στόχων δημοσιονομικού ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ, τα οποία βαθαίνουν την ύφεση κ.ο.κ.
Τι πρέπει να γίνει;
Για να εξέλθουμε από τον φαύλο κύκλο που μας έχει ρίξει η κυβερνητική πολιτική, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις:
1. Διατηρήσιμη δημοσιονομική προσαρμογή που θα επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα του Προϋπολογισμού χωρίς να σκοτώνει την οικονομία.
2. Επιστροφή σε ισχυρούς θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Διατηρήσιμη δημοσιονομική προσαρμογή που θα επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα του Προϋπολογισμού χωρίς να σκοτώνει την οικονομία.
Σύμφωνα με τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών, η δημοσιονομική προσαρμογή όταν βασίζεται κυρίως στο σκέλος των δαπανών έχει περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά και είναι ευκολότερα διατηρήσιμη. Έτσι, υποστηρίζεται η άποψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα θα έπρεπε να βασίζεται σε δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών τα επόμενα χρόνια.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη και το μεγάλο μέγεθος της απαιτούμενης προσαρμογής σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς μόνιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων δεν θα είναι βιώσιμη.
Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής δεν μπορεί να προέλθει μόνο με αυστηρότερους κατασταλτικούς φοροεισπρακτικούς ελέγχους. Για τη βιώσιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων απαιτείται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μείωση της μέσης πραγματικής φορολογικής επιβάρυνσης και απλοποίηση της βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων, ώστε το σύστημα να γίνει περισσότερο δίκαιο, να μειωθούν τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και η διαφθορά κατά την είσπραξη των εσόδων.
Επιπλέον, η αύξηση των δημοσίων εσόδων θα συμβάλει ουσιαστικά και στη μείωση των δημοσίων δαπανών. Αύξηση των φορολογικών εσόδων κοντά στο μέσο όρο της ευρωζώνης, καθιστά ευκολότερη την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του Π/Υ και οδηγεί σε μείωση των δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε ένα θετικό κύκλο ανατροφοδότησης πρωτογενών πλεονασμάτων, μείωσης του δανεισμού, μείωσης των περιθωρίων επιτοκίων (spreads) για διακράτηση των τίτλων του ελληνικού δημοσίου και μείωσης των δαπανών για πληρωμές τόκων. Έτσι, απελευθερώνονται πόροι για ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής συμβάλλοντας σε υγιή δημόσια οικονομικά.
Απέναντι σε αυτά τα απολύτως λογικά επιχειρήματα της οικονομικής θεωρίας και διεθνούς πρακτικής, η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα μίγμα απότομης αύξησης των άμεσων και έμμεσων φόρων, σε αυτούς που ήδη κατέβαλαν κανονικά τους φόρους τους, αφήνοντας ξανά στο απυρόβλητο τους συστηματικά φοροδιαφεύγοντες. Επιπλέον, η μείωση μισθών και συντάξεων, ιδίως εκείνων των κατηγοριών μισθωτών και συνταξιούχων που έχουν υψηλή ροπή προς κατανάλωση, είναι εσφαλμένο οικονομικό μέτρο εν μέσω κρίσης, αλλά και κοινωνικά άδικο μέτρο, όταν γνωρίζουμε ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υστέρηση εσόδων από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που φοροδιαφεύγουν συστηματικά.
Επιστροφή σε ισχυρούς θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Πρώτον, να διευκρινίσουμε, ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν έρχεται μόνο ξοδεύοντας κονδύλια του Κρατικού Προϋπολογισμού. Βραχυπρόθεσμα, στην παρούσα συγκυρία, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη από την επιτυχία ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο θα εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, θα ανακόψει τον πανικό και τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, θα ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια ώστε να καθίσταται ελκυστική ανάληψη εγχώριων και διεθνών επενδύσεων. Επειδή, όμως, οι επενδυτικές αποφάσεις έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πρέπει οι επενδυτές να πειστούν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι διατηρήσιμη. Κάτι στο οποίο αποτυγχάνει πλήρως η ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης, καθώς η δημοσιονομική προσπάθεια χάνεται στο πηγάδι της ύφεσης. Η δε αξιοπιστία είναι ζητούμενο και δεν μπορεί να ανακτηθεί από αυτόν που οδήγησε στην απώλειά της.
Δεύτερον, μακροπρόθεσμα, όπως έχει αποδείξει ο βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομίας R. Solow, μια οικονομία αναπτύσσεται με βάση τους ρυθμούς εισροών εργασίας (labor) και κεφαλαίων (capital), καθώς και με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας (Total Factor Productivity-TFP).
Αναφορικά με τον συντελεστή εργασίας, στη χώρα μας έχουμε από τα πιό χαμηλά ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ και στον ΟΟΣΑ. Το ποσοστό απασχόλησης το 2009 στην Ελλάδα ήταν 61,2% και στην ευρωζώνη 64,7%. Αυτή η εικόνα δεν είναι συγκυριακή αλλά σταθερή για περισσότερο από 15 χρόνια. Επίσης, έχουμε πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και γενικά υψηλό μη-μισθολογικό κόστος της εργασίας για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας (συνήθως νέους εργαζόμενους μέχρι τα 30) και τη δεύτερη πηγή εισοδήματος στην οικογένεια (συνήθως οι γυναίκες στις χώρες του ΟΟΣΑ - κατεξοχήν στις μεσογειακές κοινωνίες), πράγμα που ενεργεί ως φρένο στην αύξηση της απασχόλησης. Επομένως, ceteris paribus, εάν μειωθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης τουλάχιστον για τους νέους και τις γυναίκες μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση και από τα εισοδήματα που θα δημιουργηθούν θα αυξηθεί ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί, θα αυξηθούν οι φόροι κατανάλωσης, θα μειωθούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές για στήριξη ανέργων ή για κοινωνική φροντίδα και τελικά θα αυξηθούν και οι πόροι των ασφαλιστικών ταμείων (η αύξηση της απασχόλησης θα αντισταθμίσει πλήρως τη μείωση των εισφορών). Συμπέρασμα: Η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη περνά μέσα από την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας σε επίπεδα του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Πέραν της αλλαγής νοοτροπίας που είναι καθοριστική, δεν μπορεί να αναμένουμε θετική συμβολή από πλευράς του κεφαλαίου, εάν δεν δημιουργήσουμε «one-shop stop», εάν δεν απλοποιήσουμε τις διαδικασίες και περιορίσουμε τα εμπόδια εισόδου (αδειοδότηση) και εξόδου (πτωχευτικό δίκαιο) των επιχειρήσεων στην αγορά. Επιπλέον, δεν μπορεί να αυξάνουμε τη φορολογική επιβάρυνση, όταν όλοι οι ανταγωνιστές μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ακολουθούν την αντίθετη πορεία εντείνοντας το φορολογικό ανταγωνισμό.
Αναφορικά με την παραγωγικότητα, η Ελλάδα παρά τους υψηλότερους ρυθμούς ανόδου της παραγωγικότητας την τελευταία δεκαετία, εξακολουθεί να απέχει αρκετά από το μέσο όρο της ευρωζώνης και τον αντίστοιχο του ΟΟΣΑ. Σε αυτό συμβάλλουν μια σειρά από παράγοντες όπως, η μεγάλη παραοικονομία (περίπου 25% του ΑΕΠ), που μειώνει τον παρονομαστή, το σχετικά χαμηλό επίπεδο «ανθρωπίνου κεφαλαίου» (human capital) σε συνάρτηση με το σύστημα εκπαίδευσης, η χαμηλή δημόσια και ιδιωτική δαπάνη σε Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη (Ε&ΤΑ) και, ίσως κυρίως, οι στρεβλώσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων που δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη λειτουργία του ανταγωνισμού.
Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπανδρέου ενώ δεν πιστεύει σε αυτές τις πρωτοβουλίες, σύρεται από τους κηδεμόνες που η ίδια επέβαλε, σε υιοθέτηση ακραίων μέτρων, που διαρρηγνύουν την κοινωνική συνεχή και αυξάνουν την αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ιδιωτικής κατανάλωσης που προστίθεται στη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης, συμπαρασύροντας τη χώρα σε ένα τούνελ ύφεσης χωρίς ορατή διέξοδο. Χωρίς ελπίδα.