«Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων» παρατήρησε ο R. Benchley «αυτοί που σταθερά διαχωρίζουν τους ανθρώπους του κόσμου σε δυο κατηγορίες, και αυτοί που δεν το κάνουν». Οι μισοί από αυτούς που διαχωρίζουν θα συμφωνούσαν μαζί του και με τους ομότεχνούς του αφοριστές. Και από αυτούς οι μισοί θα ήθελαν αφορισμούς απλούς, μονοσήμαντους. Και γιατί όχι;
Ο διαχωρισμός είναι αυτοφυής στη λογική μας. Αλλά και συμφυής με τον παραλογισμό του εμπαθούς ή φανατικού. (Νάτος! Ο... αναπόφευκτος διαχωρισμός). Οι «έτσι» και οι «αλλιώς» είναι μια συνηθισμένη, καθημερινή κρίση: ο ικανός, ο αμαρτωλός, ο ελεύθερος, ο βλαξ, ο ταλαντούχος, ο άτυχος, κ.λπ. συνοδεύονται από τα αντίθετά τους. Αλλιώς δεν γίνεται. Ούτε όμως η αόριστη γενίκευση, ούτε η μονότροπη κρίση έχουν ανθρώπινη βάση. Κάπως έτσι καταργείται η διάζευξη του τίτλου και επιτρέπεται η σύζευξη του αφορισμού με την παροιμία.
Ο αφορισμός είναι μια προσωπική παρατήρηση, διασταλμένη σαν παγκόσμια αλήθεια. Ενώ μια παροιμία είναι μια ανώνυμη, ανθρώπινη ιστορία, συμπιεσμένη στο μέγεθος ενός... σπόρου. Το «Αυτούς που αγαπούν οι θεοί πεθαίνουν νέοι» συνεπάγεται μεγαλύτερη τραγωδία του Ευριπίδη: γέρους ανθρώπους να θρηνούν δίπλα στους τάφους των παιδιών τους. Ο ίδιος σπόρος, της αγάπης, μπορεί να βγάλει παραβλάσταρο σε πρωινάδικη, κουτσομπολίστικη... ανάλυση: «Η αγάπη είναι τυφλή», κι όποιον πάρει ο διάολος...
«Μια παροιμία» είχε πει ο Θερβάντες, «είναι μια μικρή πρόταση, βασισμένη σε μακρά εμπειρία». Και για να το αποδείξει είχε τον Σάντσο του και τους «παϊζάνος» να σκορπούν σκωπτικά αυτές τις προτάσεις σαν «πεσέτες»: «Δεν υπάρχει, σ’ όλο τον κόσμο, σάλτσα σαν την πείνα». Όπως και την παραστατική νουθεσία: «Ποτέ μη ψάχνεις για τα πουλιά αυτής της χρονιάς στις φωλιές της προηγούμενης». Δίκαια αγαπήθηκε από αυτούς, τους πολλούς, που έχουν ανάγκη να ονειρευτούν... Ιδίως τους αιθεροβάμονες.
Σ’ αντίθεση μ’ αυτά, τα κάπως «μεσογειακά» και λαϊκά, βρέθηκε ο αγγλικός φορμαλισμός. Με την ιδιαίτερη αμφισημία του, αυτή που έθρεψε και το ιδιότυπο αγγλικό χιούμορ. Το λαϊκό, το φολκλόρ απορρίπτεται: «Η παροιμία είναι κάτι μουχλιασμένο» λέει ο Άμλετ περιφρονητικά. Και όχι μόνο αυτό: «Οι άνδρες είναι στον Απρίλιο όταν ερωτεύονται και στον Δεκέμβρη όταν παντρεύονται», «Η μόδα αχρηστεύει πιο πολλά ρούχα από ό,τι ο άνθρωπος». Πιο κοντά στο θέμα: «Μπάλωσε τη θλίψη με παροιμίες» συνέστησε.
Περιδιαβαίνοντας τον κόσμο (μας) τον τόσο μικρό και προσιτό πια, φτάνουμε και στον επονομαζόμενο (ακόμα...) νέο. Ο Benjamin Franklin προτιμούσε «Μια σταγόνα αιτίας, παρά μια πλημμύρα λέξεων». [Ναι, υπάρχει «εμφύλια» διαμάχη, από παλιά που συνεχίζεται, ανάμεσα σε ευφυείς συντομογράφους... Χαρά Θεού!]. Άφησε πολύτιμα εμπειρικά μονογράμματα. Δυο από τα εύστοχα μονογράμματά του: «Τρεις μπορούν να κρατήσουν ένα μυστικό, αν δυο απ’ αυτούς είναι νεκροί» και «Το μεταχειρισμένο κλειδί είναι πάντα γυαλιστερό».
Στον αντίποδα, η βαθιά γνώση της κοινής παράδοσης οδήγησε τον Τολστόι σε μια εγκυκλοπαίδεια σοφίας. Η ρωσική κουβέντα συνοδεύεται από την καθαρότητα και τη δύναμη της... βότκας: «Όπου περνάει η βελόνα, ακολουθεί και η κλωστή» παρατηρεί και... διαπιστώνει: «Ο διάολος χύνει μέλι στις γυναίκες των άλλων». Ομολογεί με έγνοια αυτογνωσίας: «Οι Ρώσοι έχουν τρεις δυνατές αρχές: «Ίσως, κάπως και... “δε βαριέσαι”». Ακόμα και οι Κοζάκοι, εκτελεστές των πογκρόμ και των σφαγών, αρωμάτιζαν τις παρατηρήσεις τους στο ίδιο στυφό αλάτι: «Οι πλούσιοι θα έπρεπε να τρώνε λεφτά, αλλά - ευτυχώς - οι φτωχοί τους προμηθεύουν την τροφή». Συναγωνίζεται το Γερμανοεβραϊκό: «Αν οι πλούσιοι μπορούσαν να μισθώσουν άλλους για να πεθάνουν αντί γι’ αυτούς, οι φτωχοί θα μπορούσαν να κάνουν μια όμορφη ζωή».
Καμιά κουλτούρα δεν στερείται παροιμιών, μερικές όμως είναι φτωχές σε αφορισμούς. Η παροιμία είναι η σοφία που έρχεται από παλιά, κληρονομιά του προφορικού λόγου, εμπλουτισμένη ή διασκευασμένη, από τον πατέρα στον γιο, από τη μητέρα στην κόρη, από στόμα σε στόμα. Αυτό ευνοεί το άπλωμά της, ενώ έτσι γίνεται αποδεκτή και η γενίκευσή της.
Σε αντίθεση, ο αφορισμός, σφιχτός και επιγραμματικός λόγος, πηγάζει από προσωπική παρατήρηση και δεν σκοπεύει πάντα σε γενίκευση. Συχνά μάλιστα, η ανάγνωσή του επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Ανάλογα με το πλάσμα γλωσσικής επικοινωνίας που συνδέει τον αναγνώστη με τον συντάκτη της πρότασης. Αυτή η σχέση επιβαρύνεται και από την απαίτηση να αποκαλυφθεί το υπονοούμενο του αφορισμού.
Ο μαιτρ του είδους, ο Λα Ροσφουκώ, για να ξαναγυρίσουμε στον πολύ καλλιεργημένο ευρωπαϊκό αξιωματικό λόγο, προτείνει εκλεκτικά, ελιτίστικα, αριστοκρατικά θα έλεγα. Με μια προϋπόθεση προσέγγισης: την παραδοχή, από την αρχή, ότι ο συγγραφέας είναι πιο σοφός από τον αναγνώστη...Αυτή η υπεροχή αντισταθμίζεται από την ευγένειά του: «Έχουμε όλοι δύναμη αρκετή για να ενθαρρύνουμε τους άλλους στη δυστυχία τους». Και εσωστρεφής η ματιά του: «Στη ζήλεια υπάρχει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό μας, παρά αγάπη». Επίκαιρος όμως και ...σύγχρονος: «Το να καταφεύγει διαρκώς κανείς στη δολιότητα είναι σημάδι μικρού μυαλού, και συμβαίνει, πάντοτε σχεδόν, εκείνος που τη χρησιμοποιεί για να καλυφθεί από τη μια μεριά, ν’ αποκαλύπτεται από την άλλη». Και αληθινός: «Ο πιο σίγουρος τρόπος για να μας την φέρουν είναι να πιστεύουμε πως είμαστε πιο πονηροί από τους άλλους».
Ευχή για ευάερο Σαββατοκύριακο!
xatzis@hotmail.com