«Μη θελήσετε να ερευνήσετε τα έργα του καιρού αυτού, για να μη γίνετε σαν τα αφοδευτήρια, όπου ο καθένας πηγαίνει να αποβάλει όσα βρίσκονται στην κοιλιά του και υπάρχει μεγάλη δυσωδία, αλλά να γίνετε μάλλον θυσιαστήριο του Θεού αγνό, κάνοντας τον ιερέα που βρίσκεται μέσα, να βάζει πάντοτε θυμίαμα από το πρωί ως το βράδυ, ώστε να μη μείνει το θυσιαστήριο χωρίς θυμίαμα».*
Ο Αββάς Ησαΐας μιλώντας για τον ιερέα και για το θυμίαμα εννοεί τη Νοερά Προσευχή. Ο ιερέας είναι το Άγιον Πνεύμα και το θυμίαμα είναι η Νοερά Προσευχή. Το πνεύμα προσεύχεται για μας εντός μας με ανέκφραστο τρόπο. Ας κατευθυνθεί η προσευχή μου ως θυμίαμα στο Θεό, λέει ο στίχος του ψαλμού.
Το πνευματικό νόημα της μεταφοράς του αγίου είναι το Ασυνείδητο. Ο άγιος θέλει να σε βοηθήσει να καταλάβεις τι είναι το Ασυνείδητο, για να ξέρεις τον τρόπο που αντιδρά ο οργανισμός σου στα γεγονότα που απειλούν την επιβίωσή σου. Θα ξέρεις τι ρόλο παίζουν οι μιμητικές επιθυμίες (αυτές που δεν έχουν πρότυπο τον Ιησού), ότι για να τις ικανοποιήσεις χτυπάς τις πόρτες που πίσω τους υπάρχει μόνο ο θάνατος.
Ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν. Κανείς να μη χαθεί. Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, είπε. Εκείνος που ακολουθεί τον Ιησού έχει εγκαταλείψει τις μιμητικές επιθυμίες.
Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Εννοείται ότι μετέχουμε στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
Το δεύτερο βήμα είναι να πετάξεις την τηλεόραση και να μην παρακολουθείς τα ιστολόγια που μεταδίδουν κατά σύστημα το φόβο και τη σύγχυση του αρνητικού ασυνειδήτου. (Αρνητικό ασυνείδητο είναι ό,τι σκοτεινό υπάρχει μέσα μας π.χ. τα πάθη, τα οποία δεν ξέρουμε τι είναι και γιατί υπάρχουν. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται με αυτά, αλλά με το φως του Ιησού, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο).
Το παρακάτω παράδειγμα με το μυλωνά και το διάβολο δείχνει πως η κούραση και η αηδία φέρνει τον άνθρωπο σε τέτοια σύγχυση, που αντί να αποφύγει ό,τι προκαλεί την κούραση και την αηδία π.χ. την τηλεόραση, απορρίπτει την ίδια του τη ζωή και όλα αυτά για τα οποία αξίζει να ζει.
Ένας μυλωνάς έψηνε στη σούβλα ένα κοτόπουλο. Πήγε κι ο διάβολος κι έψηνε στη σούβλα ένα βάτραχο. Κάθε λίγο και λιγάκι ο διάβολος σήκωνε το βάτραχο και τον χτυπούσε στο κοτόπουλο λέγοντας, εσύ κοτόπουλο, εγώ βάτραχο, εσύ κοτόπουλο, εγώ βάτραχο. Ώσπου ο μυλωνάς σιχάθηκε και πέταξε το κοτόπουλο.
Τι νομίζεις θα μείνει στην ψυχή σου, αν ακούς όλη την ώρα να μιλάνε για βατράχους;
* (Αββά Ησαϊου, Λόγοι ΚΘ’, Σοφοκλής Γ. Δημητρακόπουλος, Έκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθήναι 2004)