«Η διάσπαση συνήθως είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, της οποίας μόνο η τελευταία πράξη αποκαλύπτεται στο κοινό», έλεγε ο μέγας Ιταλός μαρξιστής διανοούμενος Αντόνιο Γκράμσι, ιδεολογικός μέντορας του, εμφανισθέντος πολλά χρόνια μετά, ευρωκομμουνιστικού κινήματος, που ευαγγελιζόταν το σοσιαλισμό με ελευθερία, δημοκρατία και με ανθρώπινο πρόσωπο.
Του κινήματος, που εκφράστηκε, κυρίως, στην Ιταλία με τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, όταν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έφτασε προ των πυλών της εξουσίας, αλλά και στην Ελλάδα με το πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού (το οποίο προήλθε, το 1968, από τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ).
Από τότε μπήκε πολύ νερό στο αυλάκι.
Επακολούθησαν και άλλες διασπάσεις της Αριστεράς, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, η πάλαι ποτέ ευρωκομμουνιστική Αριστερά έχασε τη λάμψη και τη γοητεία της, προφανώς ενσωματώθηκε στο σύστημα (το οποίο ήθελε και επεδίωκε να ανατρέψει) η δε (υποτιθέμενη) συλλογικότητα την οποία πάντοτε προέβαλε έχει προ πολλού «πάει περίπατο» και τη θέση της την έχουν πάρει το «εγώ» και οι προσωπικές στρατηγικές και οι, εκκινούντες ακόμη και από ψυχιατρικές αφετηρίες, εγωισμοί.
Γιατί τα λέω όλα αυτά και γιατί θυμήθηκα τον Αντόνιο Γκράμσι;
Μα η απάντηση είναι απλή.
Και έχει να κάνει με τα συμβαίνοντα στο χώρο της εγχώριας (πλην ΚΚΕ) Αριστεράς.
ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ
Ο ΣΥΝ, το κόμμα που αποτέλεσε τη συνέχεια του πάλαι ποτέ ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕ εσωτερικού (των πρώτων χρόνων της μεταπολιτεύσεως) διασπάστηκε την παρελθούσα Κυριακή, όταν αποχώρησε από τους κόλπους του η «Ανανεωτική Πτέρυγα» (με τον Φώτη Κουβέλη επικεφαλής).
Αναμένεται δε ότι θα υπάρξει και άλλη μια διάσπαση και αυτή θα αφορά στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου βασική συνιστώσα είναι ο ΣΥΝ, υπό τον Αλέξη Τσίπρα.
Όλα αυτά που συμβαίνουν στο χώρο αυτό (και προκαλούν οργή και θλίψη) σχετίζονται ευθέως με το ανωτέρω ρηθέν από τον Αντόνιο Γκράμσι, στο όνομα του οποίου, πολλοί από το χώρο αυτό, «πίνουν νερό στο όνομά του».
Πράγματι, τόσο ως προσωπικότητες, όσο κυρίως ως πολιτικές πρακτικές και στρατηγικές, αλλά και με χάσμα (ακόμη και γενεών) μεταξύ τους, στελέχη, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, ο Αλέκος Αλαβάνος, ο Φώτης Κουβέλης και πολλοί άλλοι, δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν, όσο κι αν προέβαλαν, για να δικαιολογήσουν τη συνύπαρξή τους αυτή, την ανάγκη συνθέσεως στο χώρο αυτό ώστε, όπως έλεγαν, να περάσει στην κοινωνία η εναλλακτική πρόταση της ανανεωτικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς, ουσιαστικά όμως, απέδειξαν πως αυτό που τους ένοιαζε ήταν η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και επιβίωση.
Δηλαδή οι καρέκλες.
Δηλαδή το «εγώ» και όχι η «συλλογικότητα».
Ο Αλέκος Αλαβάνος πρωτοστάτησε στο (υποτίθεται) ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ (στη σύνθεση δηλαδή συστημικών και αντισυστημικών ομάδων, ετερόκλητων ιδεολογικά και πολιτικά, ακόμη και ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό) αλλά το εγχείρημα δεν προχώρησε.
Ανέδειξε ως διάδοχό του τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά στη συνέχεια έκρινε σκόπιμο πως έπρεπε να προχωρήσει στην «παιδοκτονία», ο δε διάδοχος προχώρησε κι αυτός, με τη σειρά του, στην «πατροκτονία».
Ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε (και έτσι επιμένει να λέει) ότι πιστεύει στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεχθείς έσωθεν πιέσεις από το κόμμα του, από τους «Ανανεωτικούς» του Φώτη Κουβέλη, «πήγαινε κι ερχόταν».
Ο Αλέκος Αλαβάνος αποφάσισε, εσχάτως, «να στήσει ένα άλλο μαγαζί» – «Μέτωπο», το λέει και οραματίζεται ένα «νέο ΕΑΜ» – στο οποίο να μπορεί να στεγάσει ακόμη και τους αντιεξουσιαστές εκείνους, οι οποίοι καταδίκασαν το φονικό στη Marfin στις 5 του περασμένου Μαΐου.
Τι δουλειά έχουμε με όλους αυτούς, ρωτούσαν συνεχώς οι «Ανανεωτές» του ΣΥΝ;
Τι δουλειά έχουμε εμείς, με τους αντιευρωπαϊστές της ΚΟΕ (συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ), ξαναρωτούσαν;
Ήταν προφανές πως αυτού του είδους τα (υποτίθεται) ενωτικά εγχειρήματα ήταν θνησιγενή, γιατί, εκτός των άλλων, δεν υπήρχε (ως απεδείχθη εκ των πραγμάτων) καμιά κοινή προγραμματική βάση, καμιά κοινή πολιτική συνισταμένη, παρά μόνο γενικόλογες διακηρύξεις.
Και όλοι τους έμεναν στις θέσεις τους. Στις απόψεις τους.
Η κάθε τάση, είτε εντός του ΣΥΡΙΖΑ, είτε εντός του ΣΥΝ, ακόμη και όταν υπήρχαν κοινές αποφάσεις, έλεγε προς τα έξω, το δικό της το χαβά, τη δική της θέση, τη δική της γραμμή και μάλιστα την παρουσίαζε ως συλλογική.
Αποτέλεσμα;
Σύγχυση, μπάχαλο και κυρίως αναξιοπιστία.
ΕΡΗΜΗΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Τι σημαίνει αυτό με τη σειρά του;
Ότι η κοινωνία ήταν απούσα.
Γιατί κανείς τους δεν άκουσε τη φωνή της κοινωνίας, γιατί όλοι τους, ηγέτες, ηγετίσκοι και γκρουπούσκουλα, αποδεικνύεται ότι δεν είχαν καμία ουσιαστική αναφορά στην ευρύτερη κοινωνία, παρά μόνο σε λιγοστές ομάδες και πρόσωπα της επιρροής τους, πάντοτε δε ομιλούσαν για λογαριασμό (υποτίθεται) της κοινωνίας, πλην, όμως, ερήμην της.
Και η κοινωνία δείχνει πως δεν της αρέσουν όλα αυτά τα κόλπα.
Και δεν τα επιβραβεύει.
Όπως δεν επιβραβεύει και το άλλο μεγάλο (ηγεμονικό) τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ, το οποίο, σε πείσμα των καιρών, παραμένει πιστό στους δικούς του ξεπερασμένους «αγίους», παραμένει περιχαρακωμένο πεισματικά στις θέσεις του και προσπαθεί να βγει μπροστάρης στους (αναδυόμενους) λαϊκούς αγώνες, πλην, όμως, παραμένει στη μοναξιά του, δίχως συμμάχους, δίχως την πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία ακούει τον αόριστο (και ενίοτε μεταφυσικό) λόγο του Περισσού, ένα λόγο μη ρεαλιστικό, που αφορά σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν υπάρχει, αλλά και το οποίο, όταν υπήρξε, απέτυχε.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Όταν στο 6ο Συνέδριο του ΣΥΝ, την περασμένη εβδομάδα, οι «Ανανεωτές» του Φώτη Κουβέλη ανακοίνωσαν ότι θα αποχωρήσουν και δεν θα μετάσχουν στις διαδικασίες για τα νέα όργανα του κόμματος – δηλαδή ουσιαστικά είπαν πως «αφού δεν μας παίζετε», αφού δεν αποδέχεστε την θέση μας να αποχωρήσει ο ΣΥΝ από το ΣΥΡΙΖΑ, τότε και εμείς «θα πάμε να παίξουμε αλλού», ίσως με άλλους – ο Αλέξης Τσίπρας αντέδρασε με αρχηγικό και αλαζονικό τρόπο, ένας τρόπος ο οποίος, όμως, θα ήταν σκόπιμος, ίσως και χρήσιμος, αν βρισκόταν σε θέση ισχύος, αν δεν τους είχε ανάγκη.
Ο Α. Τσίπρας, επειδή ακριβώς είναι ο αρχηγός, θα επικριθεί από την Ιστορία ότι απέτυχε να χειριστεί τον πολιτικό του μέντορα Αλέκο Αλαβάνο, ότι δεν μπόρεσε να χειριστεί το «Αριστερό Ρεύμα», ότι απέτυχε να χειριστεί τους «Ανανεωτικούς» και σε τελική ανάλυση τις εσωκοµµατικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να υπάρξει αποσύνθεση και όχι ανασύνθεση.
Βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΝ (υποτίθεται πως) έκανε «ένα βήμα πίσω», λέγοντας πως θα ξεκαθαρίσει το τοπίο στις σχέσεις του ΣΥΝ με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ουσιαστικά απάντησε στους «Ανανεωτικούς» σαν να τους έλεγε «ώρα καλή στη πρύμνη σας και αέρας στα πανιά σας».
«Από Δευτέρα θα πάρουμε την υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ στα χέρια μας, απομονώνοντας σχέδια ρήξεων και διασπάσεων», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά το ερώτημα (και ζητούμενο) είναι πώς θα το πετύχει, αφού δεν κατάφερε να κρατήσει ενωμένο το δικό του «μαγαζί», το οποίο (υποτίθεται) όφειλε να ελέγχει.
Από πλευράς τους, οι «Ανανεωτικοί» φάνηκε σαν να είχαν προαποφασίσει την αποχώρησή τους, ενδεχομένως δε να αποδειχθεί το στρατηγικό τους αδιέξοδο, ένα αδιέξοδο που, άλλωστε, είναι το ίδιο για σύμπασα την Αριστερά, εν Ελλάδι και αλλαχού, καθώς πουθενά δεν μπορεί να κερδίσει από την αποδεδειγμένη κατάρρευση του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ένα ενδεχόμενο φλερτ των «Ανανεωτικών» με το ΠΑΣΟΚ (κάτι που, άλλωστε, προϋπήρχε) στις σημερινές συνθήκες θα τους οδηγήσει σε απαξίωση.
Οι «Ανανεωτικοί» λένε πως θέλουν να καλύψουν έναν ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο, καθώς η δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί ένα σημαντικό πολιτικό κενό.
Ορισμένοι αναλυτές (με αρκετή δόση κυνισμού) ισχυρίζονται πως η αποχώρηση των «Ανανεωτικών» έχει σχέση με την οικονομική κρίση και την επαπειλούμενη κατάρρευση της χώρας και του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή, λένε οι ίδιοι αναλυτές, οι «Ανανεωτικοί» έφυγαν γιατί διαβλέπουν ξαναμοίρασμα πολιτικών ρόλων στην εγχώρια πολιτική σκακιέρα και θέλουν να είναι παρόντες - και δη αυτόνομοι, άνευ εξαρτήσεων από τον ΣΥΝ.
Οι ίδιοι αναλυτές επισημαίνουν (στο πλαίσιο των συντελούμενων διεργασιών και ανατροπών στο πολιτικό σκηνικό) τη στάση του ΛΑΟΣ (στο πλευρό του ΠΑΣΟΚ...) όπως και της Ντόρας Μπακογιάννη και την αποχώρηση των τριών βουλευτών από το κυβερνητικό κόμμα (Δημαράς – Σακοράφα – Οικονόμου) καθώς και το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα κόμματα σπαράσσονται εξαιτίας της εμπλοκής στελεχών του σε σκανδαλώδεις υποθέσεις.
Ωστόσο, επειδή μιλάμε για την Αριστερά, διαπιστώνουμε πως όλα αυτά συμβαίνουν σε μια ιστορική περίοδο, η οποία απαιτεί νέες συλλογικότητες και συνενώσεις, ιδιαίτερα όλων των αριστερών δυνάμεων (παρά τις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες στις σχέσεις του ΚΚΕ με τις άλλες αριστερές δυνάμεις) έναντι του κινδύνου να βουλιάξει το σύμπαν, εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως και της νέας φτώχιας που επέρχεται.
Κι όμως η Αριστερά, σε όλες της τις εκφάνσεις, εμμένει στη λογική του «εγώ», στη λογική της επιβολής της «δικής μου αλήθειας», ως της μόνης και μοναδικής, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξιοπιστία της.
Κι όλα αυτά ενώ το πλοίο βουλιάζει.
Οι δε εκπρόσωποι της Αριστεράς, απλώς ανεβαίνουν πατώματα στο πλοίο που βουλιάζει, ελπίζοντας ότι θα φτάσουν στο κατάστρωμα.
Από εκεί, όμως, θα αντικρίσουν τα «ωραία ερείπια», όπως θα έλεγε ο Ελύτης και τα χαλάσματα.