«Υπάρχει φόβος να γίνουμε M.I.T (...) Διάβασα ότι το Μ.Ι.Τ. για να κάνει έρευνα δέχεται και χορηγίες ιδιωτικών εταιρειών (...) Ξεπουλιέται η γνώση στο όνομα της ανταγωνιστικότητας... Να αντισταθούμε, μη γίνουμε κι’ εμείς σαν κι’ αυτούς....». Όσο κι’ αν φαίνεται απίστευτο (σε μένα, τουλάχιστον, και σε αρκετούς άλλους συναδέλφους φαίνεται ως απίστευτο...) η παραπάνω τοποθέτηση ακούστηκε στη διάρκεια συζήτησης συλλόγου τινός καθηγητών του νομού μας, που είχε ως θέμα την αποδοχή ή μη του θεσμού της «αυτοαξιολόγησης του σχολείου» που θέλει να εφαρμόσει το υπ. Παιδείας από τη νέα σχολική χρονιά.
Ακούγοντας τη παραπάνω άποψη, ότι ...«υπάρχει ο φόβος να γίνουμε M.I.T.» (πίσω από την οποία – ας μη κρυβόμαστε - ευρίσκεται υποκρυπτόμενος ο φόβος της αξιολόγησης), ομολογώ ότι αισθάνθηκα αμηχανία, καθώς πίστευα και θέλω να συνεχίσω να πιστεύω ότι, ως μια ανοικτή κοινωνία που μας εκφράζει (κατά πλειοψηφίαν, έστω) ο δυτικός πολιτισμός και οι δημοκρατικές του αξίες, τέτοιες σοβιετικού τύπου αντιλήψεις θα έπρεπε να τις θεωρούμε όχι, απλώς, παρωχημένες, αλλά οπισθοδρομικές και τα μάλα αντιδραστικές. Και προσωπικά, δεν το κρύβω, ότι βλέπω με θαυμασμό το «Μ.Ι.Τ.» (πρόκειται για το περίφημο Massachusetts Institute of Technology, (http://web.mit.edu) ένα από τα κορυφαία μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά τεχνολογικά πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ και του πλανήτη...) και θα ευχόμουν και τα δικά μας πανεπιστήμια να είχαν φθάσει στο δικό του επίπεδο αναφορικώς με τη συμβολή του στην προαγωγή της επιστήμης και της διασύνδεσής της με τη παραγωγή. (Θυμίζω δε εν προκειμένω, απλώς, ότι εμείς, ως χώρα, όχι αυτοκίνητα, ή ποδήλατα, αλλά ...ούτε πατίνια (!) δεν παράγουμε – κι’ αυτά τα εισάγουμε). Αλλ’ ας αφήσουμε το «M.I.T.» στην ησυχία του κι’ ας επανέλθουμε εις τα ημέτερα, σε σχέση με το θέμα της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Πληροφορούμενος, προϊόντος του χρόνου, ότι πολλά – ίσως τα περισσότερα – αποτελέσματα συνεδριάσεων σε συλλόγους διδασκόντων του νομού μας για την «αυτοαξιολόγηση» ήταν αρνητικά, συνειδητοποίησα ότι, τω όντι, υπήρξε προφητικός (προ 5ετίας, περίπου) o λόγος του Θεόδωρου Πάγκαλου (νυν αντιπροέδρου της κυβέρνησης) ότι «είμαστε η τελευταία κομμουνιστική χώρα της Ευρώπης»...
Δεν το λέγω αφοριστικά, την άποψη μου εκφράζω. Οι αγαπητοί συνάδελφοι που υποστηρίζουν το σοβιετικό μοντέλο του κρατικού πατερναλισμού στην εκπαίδευση (και δυστυχώς υποστηρικτές αυτής άποψης βρίσκει κανείς ακόμη και σε παρατάξεις σοσιαλδημοκρατικού και φιλελεύθερου προσανατολισμού, όπως της ΠΑΣΚ και της ΔΑΚΕ, οι οποίες στα προγράμματά τους τάσσονται – και πολύ ορθά! - υπέρ της αξιολόγησης!), όλοι αυτοί, ενδεχομένως να δυσφορήσουν και διαφωνήσουν με αυτές τις σκέψεις μου, αλλ’ ας ησυχάσουν: κι’ εγώ διαφωνώ μαζί τους (ελπίζω να μου αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα).
Εξ άλλου, τις απόψεις μου για το θέμα της αξιόλογησης τις έχω καταθέσει σε χρόνο ανύποπτο, όταν το θέμα δεν ήταν στο δημόσιο διάλογο και όταν στην εξουσία ήταν άλλη κυβέρνηση. Γράφαμε στο υπό τον τίτλο «Αλλαγές στη Παιδεία, τώρα!» άρθρο μας στη κυριακάτικη «Ε» της 11ης Ιανουαρίου 2009 (σελ. 10): «Να ενεργοποιηθεί ο θεσμός της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, με εγγυήσεις αντικειμενικής εφαρμογής που θα συμφωνηθούν μέσα από ένα καλόπιστο διάλογο του υπουργείου με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Τα τριάντα, σχεδόν, χρόνια χωρίς αξιολόγηση έχουν δημιουργήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλά μειονεκτήματα, απότοκα της ισοπέδωσης. Εχουν αρχίσει να συνταξιοδοτούνται εκπαιδευτικοί οι οποίοι αξιολόγησαν χιλιάδες παιδιά, αλλά αυτοί δεν αξιολογήθηκαν ποτέ (!), από κανέναν. Φθάνει πια...».
Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
Μένουμε σταθεροί σ’ αυτές τις θέσεις, θεωρώντας ότι απηχούν τη συνείδηση της σιωπηλής πλειοψηφίας των μαχίμων συναδέλφων καθηγητών, οι οποίοι, ασφαλώς, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από την «αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας» (η οποία θ’ αφορά συνολικά το σχολείο και τις εκπαιδευτικές δράσεις του), ούτε από την (ατομική) αξιολόγηση.
Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι ως συνειδητοί λειτουργοί και συνεπείς επαγγελματίες εκτελούν με υπευθυνότητα τα καθήκοντά τους, όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, αλλ’, αντιθέτως, «πιστοποιώντας» την ποιότητα του έργου και της προσφοράς τους μέσα απ’ τη διαδικασία της αξιολόγησης, μπορούν από άλλη βάση, με ισχυρότερα και πειστικότερα επιχειρήματα να διεκδικήσουν την μισθολογική τους αναβάθμιση (να υπενθυμίσω ότι ο μισθός μας υπολείπεται τον του κλητήρος της Εφορίας;..), αλλά και σε επίπεδο γοήτρου να ανακτήσουν το χαμένο – εξαιτίας της ισοπέδωσης – κύρος τους στη κοινωνία.
Για εκείνους που δεν επιθυμούν (για τους όποιους λόγους) την ανάληψη διδακτικών καθηκόντων, την τάξη, συνεπώς, ούτε την αξιολόγηση διδακτικού έργου, να δοθεί (όπως γράψαμε, επίσης, στο ίδιο άρθρο) το δικαίωμα της μετάταξης σε διοικητικές θέσεις: «Να δοθούν κίνητρα για εθελοντικές μετατάξεις στους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να μεταταγούν σε υπηρεσίες που δεν έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και να τοποθετηθούν σε αμιγώς διοικητικές θέσεις εντός του υπ. Παιδείας, ή σε άλλα υπουργεία».
ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ
Και χαιρόμαστε ιδιαίτερα για το γεγονός ότι στον προσφάτως ψηφισθέντα νόμο 3848 του υπ. Παιδείας περιελήφθη τέτοια (πανομοιοτύπως διατυπωθείσα!) διάταξη (άρθρο 31, παρ. 5), περιλαμβάνουσα για τους μετατασσομένους αυτής της κατηγορίας το κίνητρο της διατήρησης του μισθολογικού τους καθεστώτος (να μπορούν δηλ. να μετατάσσονται χωρίς να χάνουν τα καθηγητικά επιδόματα - περί τα 250 - 300 ευρώ μηνιαίως - όπως συνέβαινε μέχρι τώρα για όσους εκπαιδευτικούς μετατάσσονταν σε διοικητικές θέσεις). Πιστεύω ότι η άρνηση στο θεσμό της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών αποτελεί μέγα σφάλμα που μας εκθέτει και μας προσβάλλει στα μάτια της κοινωνίας, εάν δε λάβουμε υπόψη μας ότι διανύουμε μια εποχή κατά την οποία το μεγάλο ζητούμενο στην παρεχόμενη εκπαίδευση είναι η ποιότητα, τότε η άρνηση αυτή στην αξιολόγηση συνιστά, κατά τη γνώμη μου, πράξη άκρας υποκρισίας.
30 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ «ΑΥΤΟΜΑΤΟ»...
Δεν υποστηρίζω ότι το σύστημα της αξιολόγησης που προτείνει η κυβέρνηση είναι το τέλειο. Έχω και εγώ τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες μου εαν και κατά πόσο θα είναι αντικειμενικό στην εφαρμογή του. Αν δεν μας αρέσει το σύστημα που προτείνει η σημερινή υπουργός Παιδείας κ. Αννα Διαμαντοπούλου ας αντιπροτείνουμε ένα καλύτερο, ποιοτικότερο, αντικειμενικότερο, ένα άλλο, εναλλακτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πιστεύω ότι η άρνηση δεν μπορεί να είναι πρόταση, πολλώ δε μάλλον αντιπρόταση. Στη σημερινή συγκυρία η άρνηση στην αξιολόγηση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόταση παραμονής στην ακινησία του πάτου. Μετά από τριάντα, όμως, και πλέον χρόνια απουσίας κάθε ελέγχου στο σύστημα παροχής εκπαιδευτικού έργου επείγει ένα «νοικοκύρεμα».
Τριάντα χρόνια στον «αυτόματο πιλότο» είναι πολλά. Τις συνέπειες της κρίσης (της τρέχουσας οικονομικής, για την οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε και η συστηματική - ενίοτε και εκ των ένδον - απαξίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος) ήδη (και πολλαπλώς) τις «πληρώνουμε»...
* O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr) και καθηγητής Β’/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Αρμενίου).