Έκανα τον περίπατό μου σ΄ένα δρόμο της πόλης όταν δύο αδέσποτα σκυλιά τράβηξαν την προσοχή μου και μου έδωσαν ένα ηχηρό μήνυμα απ΄αυτά που μόνο η ζωή σε κάποιες αρχέγονες εκφράσεις της μπορεί να δώσει.
Ήταν και τα δύο μεγαλόσωμα, μάλλον ημίαιμα, ένα μαύρο και ένα ανοιχτόχρωμο με εξίσου απειλητικό σουλούπι και τα δύο, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Στάθηκα σε μια απόσταση ασφαλείας και τα κοιτούσα. Έμοιαζαν σαν να αναμετρούσαν τις δυνάμεις τους. Σιγά – σιγά, ήσυχα, χωρίς γρυλίσματα, γαβγίσματα και τέτοια, πλησίασαν το ένα στο άλλο σε απόσταση αναπνοής. Προσεχτικά, έχοντας το καθένα το 100% της προσοχής του στο άλλο, ακούμπησαν σχεδόν τις μύτες τους. Το ένα κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια το άλλο και δεν ανοιγόκλεισαν τα βλέφαρά τους ούτε για μια στιγμή. Τα σώματά τους είχαν την ένταση των μονομάχων ελάχιστα πριν από έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Ήταν περισσότερο από σαφές ότι εκεί μπροστά μου - αν και δεν μου έδωσαν την παραμικρή σημασία - θα εκτυλίσσονταν από στιγμή σε στιγμή μια αιματηρή αναμέτρηση. Όμως όχι.
Ανάλαφρα ο ανοιχτόχρωμος σκύλος, χωρίς περιττές κινήσεις, έτσι ήσυχα όπως είχε πλησιάσει και το ίδιο υπερήφανα, γύρισε και απομακρύνθηκε από την αρένα. Ο μαύρος συνέχισε να τον παρακολουθεί τελείως ακίνητος μέχρι που τον έχασε από το οπτικό του πεδίο. Και μόνο τότε γύρισε κι αυτός και απομακρύνθηκε προς κάποια κατεύθυνση με την ηρεμία και την αυτοπεποίθηση που προσδίδει σε κάποιον η επίγνωση της ξεκάθαρης δύναμης.
Α, ήταν ένα εξαιρετικό μάθημα! Δύο όντα απολύτως ισότιμα και ισοδύναμα. Χωρίς αμφιβολία δυνατά και αξιόμαχα και τα δύο, που ωστόσο αποφάσισαν σιωπηρά, θέλω να πω χωρίς να κάνουν χρήση της όποιας γλώσσας - εντός ή εκτός εισαγωγικών – με την οποία τους είχε προικίσει η φύση, αποφάσισαν, επαναλαμβάνω, και μάλιστα από κοινού να μην αναμετρηθούν. Βεβαίως ο ανοιχτόχρωμος σκύλος ήταν αυτός που υποχώρησε. Όχι όμως με την ουρά στα σκέλια, ως κατώτερος δηλαδή και φοβισμένος. Αλλά με τη γνώση, ή τη σοφία, αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για ένα ζώο, ότι σε μια αναμέτρηση μ΄έναν ισοδύναμό σου, μόνο ηττημένοι μπορεί να υπάρξουν. Και στην απίθανη περίπτωση της νίκης, αυτή θα είναι Πύρρεια, αφού ο νικητής θα φύγει με τόσα και τέτοια τραύματα που η νίκη του θα έχει χάσει το νόημά της.
Με τις γνώσεις αλλά και με τη βεβαιότητα που μου δίνει η απλή ανθρώπινη λογική, είμαι σίγουρος ότι ο ανοιχτόχρωμος σκύλος, αυτός που αποχώρησε δεν είχε κανενός είδους δεύτερες σκέψεις ή συναισθήματα για τον μαύρο, όπως συμβαίνει με το ανθρώπινο είδος. Δηλαδή δεν του την έχει «φυλαγμένη» ώστε όταν ξανασυναντηθούν να του την πέσει αγρίως. Για την ακρίβεια δεν θα του την πέσει ποτέ. Επειδή το DNA του είναι προγραμματισμένο να καταχωρίζει στη μνήμη των χρωματοσωμάτων του εκείνα τα χαρακτηριστικά του παρ΄ ολίγον αντιπάλου του, που οφείλει να του είναι αναγνωρίσιμα και άρα σεβαστά. Όχι καλύτερα ή χειρότερα από τα δικά του. Απλώς διαφορετικά και άρα τέτοια που να είναι γι΄αυτόν, ή όποια σύγκρουση μαζί του απαγορευτική.
Πιθανότατα να ξαναβρεθεί ο ένας στο δρόμο του άλλου και να συγκροτήσουν οι δυο τους μια ομάδα. Κι αν χρειαστεί να πολεμήσουν εναντίον άλλων σκύλων, που αυτόματα θα τους θεωρήσουν - ετούτοι οι δύο, οι ισότιμοι, οι ισοδύναμοι, οι φίλοι – ξένους, εχθρούς και πάντως κατώτερους των περιστάσεων για να διεκδικήσουν απ΄αυτούς, ακόμα κι αν χρειαστεί να συγκρουστούν, κάτι για το οποίο όχι μόνον αξίζει μια σύγκρουση, αλλά και να είναι σχεδόν βέβαιη η έκβασή της.
Σκέφθηκα ότι εμείς οι άνθρωποι δεν λειτουργούμε έτσι. Δυστυχώς παίρνουμε μέρος σε μάχες που είναι αδύνατον να νικήσουμε ή - το κυριότερο – που δεν έχει κανένα νόημα η νίκη. Και το κάνουμε αυτό συνεχώς. Γιατί θεωρούμε την όποια αποχώρηση ή άρνηση μιας αναμέτρησης ως υποχώρηση (από το υπό+χωρώ;) και άρα ως ένδειξη κατωτερότητας και αδυναμίας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι και η αιτία που έχουμε πάντα λυμένο το ζωνάρι μας για καβγά. Παίρνουμε μέρος ακόμα και σε μάχες χωρίς αντίπαλο, ονοματίζοντας απλώς εκείνους που κανονικά θα έπρεπε να έχουμε συμμάχους. Κι αν νικηθούμε τους χρίζουμε για πάντα εχθρούς, κρατώντας απέναντί τους μια μόνιμη στάση επιφυλακής, δηλαδή φόβου αντεπίθεσης – πιθανόν και σωστά αφού αποφασίσαμε ερήμην τους - αλλά ακόμα και αν βγούμε νικητές δεν ησυχάζουμε ποτέ και ούτε σεβόμαστε τον ηττημένο, όπως γίνονταν στις ευγενείς αντιπαραθέσεις των μαχητών του παρελθόντος.
Μας καταλαμβάνει μια συνεχής δίψα αίματος και θέλουμε να επαναλαμβάνουμε από καιρού εις καιρόν το εγχείρημα, είτε φοβούμενοι πιθανή αντεκδίκηση μέχρι πλήρους αφανισμού του αντιπάλου, είτε μέχρι της δικής μας τελικής πτώσης, ώστε μαζί με μας να πεθάνει επιτέλους κι εκείνος ο νευρωτικός φόβος που διακατέχει κάθε επιτιθέμενο.
Στο κοινωνικό επίπεδο της καθημερινότητας αυτή η νοοτροπία έχει πολλές φορές ολέθρια αποτελέσματα και συντηρεί μια διαρκή καχυποψία και εχθρότητα μεταξύ των συνανθρώπων μας, που φτάνει ως τα όρια της αντικοινωνικότητας ή και της σύγκρουσης για ασήμαντες αφορμές.
Να μπορούσαμε να κατανοήσουμε μια απλή και αυταπόδεικτη αλήθεια: ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς πάντα έτοιμος για καβγά. Το να μην επιτίθεσαι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι και αδύναμος. Να μπορούσαμε να διδαχθούμε από τα ζώα! Να είμαστε σαν τους σκύλους. Σώφρονες, υπερήφανοι, γενναιόφρονες! Θα εύρισκε η ζωή μας το πραγματικό της νόημα.