Ο χρόνος, έστω κι αν είναι σχετικός, συνεχίζει, παρά την οικονομική κρίση, να θεωρείται πολύτιμος από κάθε άποψη. Γι’ αυτό και για να είμαστε σε θέση να προγραμματίζουμε σωστά και να εκμεταλλευόμαστε κάθε δευτερόλεπτο, επιθυμούμε να έχουμε, συνεχώς, την αίσθησή του.
Την αίσθηση αυτή είμαστε σε θέση, σήμερα, να την ικανοποιούμε με περισσή ευκολία καταφεύγοντας είτε στους δείκτες ενός ρολογιού χειρός, τσέπης ή τοίχου, είτε στην οθόνη του κινητού μας, του υπολογιστή μας, της τηλεόρασης ή της ηλεκτρικής κουζίνας, είτε ζητώντας διά του τηλεφώνου μας πληροφορίες από ειδική γι’ αυτό το σκοπό υπηρεσία. Έτσι, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή μπορούμε να προσδιορίζουμε με ακρίβεια το διαθέσιμο χρόνο μας.
Αυτή η ευκολία προσδιορισμού της ώρας δεν υπήρχε ανέκαθεν. Άλλωστε και οι ρυθμοί ζωής παλιότερα ήταν πολύ πιο αργοί σε σχέση με το σήμερα και οι πολλοί δεν νοιάζονταν ιδιαίτερα για το χρόνο. Παρόλα αυτά υπήρχαν πολλοί άλλοι, εμπειρικοί κατά βάση, τρόποι προσδιορισμού της ώρας, αφού, πριν τη δεκαετία του ’60 και παλιότερα, ελάχιστοι, ακόμη, διέθεταν ρολόγια τσέπης ή τοίχου.
Πρώτος και καλύτερος ήταν αυτός με το λάλημα του κόκκορα το πρωί, σημάδι ότι άρχιζε να ξημερώνει. Το χτύπημα της καμπάνας, επίσης, λίγο αργότερα το πρωί ή αργά το μεσημέρι θύμιζε στους μαθητές, ότι ήλθε η ώρα να πάνε στο σχολείο για μάθημα, ενώ το απόγευμα, την ώρα του εσπερινού, θύμιζε στους μεροκαματιάρηδες και στους αγρότες, ότι η μέρα πλησιάζει να τελειώσει, οπότε έπρεπε να ετοιμάζονται για επιστροφή στο σπίτι.
Άλλος τρόπος προσδιορισμού της ώρας ήταν η παρατήρηση της θέσης του ήλιου στον ορίζοντα, καθώς και το μέτρημα της σκιάς του εαυτού μας χρησιμοποιώντας ως μέτρο τον αριθμό πατημασιών των ποδιών μας απ’ το σημείο που στεκόμασταν ως εκεί, που αυτή τελείωνε.
Αλλά και η στιγμή άφιξης του λεωφορείου του ΚΤΕΛ σ’ ένα χωριό και το πέρασμα του τρένου, τα δρομολόγια των οποίων ήταν σταθερά και προγραμματισμένα, βοηθούσαν με τον τρόπο τους. Στην περιοχή Πυργετού π.χ. το «οτομοτρίς», κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, περνούσε πάντα απ’ τον κάμπο γύρω στις 3 το μεσημέρι, οπότε καταλάβαιναν οι αγρότες της περιοχής απ’ το θόρυβο και το σφύριγμά του, τι ώρα περίπου ήταν και έπαιρναν κουράγιο και δύναμη.
Η αφεντιά μου απόκτησε το πρώτο της ρολόι χειρός το 1963, σε ηλικία 13 ετών, λίγο μετά την έκδοση των σχολικών αποτελεσμάτων. Η ποιότητα και η αξία του, με τα σημερινά δεδομένα, κάθε άλλο παρά σημαντική ήταν. Αυτή είχε να κάνει μόνο με το ότι το απέκτησα σε μια περίοδο σαν αυτή, που περιέγραψα προηγουμένως, οπότε κατάργησα όλους τους άλλους τρόπους προσδιορισμού της ώρας, και με το ότι αποτέλεσε επιβράβευση των προσπαθειών μου στο σχολείο και, κυρίως, δώρο της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, η οποία, γυναίκα ούσα, τότε για πρώτη φορά κατάφερε να πιάσει κάποια χρήματα στα χέρια της, καρπό της πρώτης ευτελούς αγροτικής σύνταξής της και του μόχθου μιας ολόκληρης ζωής.
Δεν έχει σημασία, αν μετά από λίγο καιρό άρχισε να θαμπώνει το τζάμι του απ’ τον ιδρώτα του χεριού μου, να ξεφλουδίζεται το επίχρισμά του, να χάνει τη λάμψη του και σε σύντομο χρονικό διάστημα να σταματούν οι δείκτες του. Σημασία έχει ότι ένιωσα, τότε, μια τέτοια χαρά και ικανοποίηση μέσα στην ανέχειά μας, που άσπρισαν τα μαλλιά μου και δεν λέω να την ξεχάσω.
Τέτοιας ποιότητας ικανοποιήσεις, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ένιωσαν τα παιδιά μας, μήπως, όμως, έστω κι αν το απεύχομαι, αναγκασθούν σύντομα να τις νιώσουν τα εγγόνια μας λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, που μαστίζει τη χώρα μας; Ο χρόνος θα δείξει.