Του Στυλιανού Σούρλα
δικηγόρου
πτυχιούχου Θεολογικής Σχολής
προέδρου του Συνδέσμου Σαρακατσαναίων Λάρισας
Ορόσημο στην ιστορία των Σαρακατσαναίων υπήρξε η άλωση της Πόλεως στις 29 Μαΐου του 1453, γεγονός το οποίο επηρέασε καθολικά την ψυχολογία τους. Όπως κάθε εθνικό σύμβολο έτσι και η Κωνσταντινούπολη με την Αγιά Σοφιά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τους Σαρακατσαναίους. Κάθε εθνικό γεγονός αποτελούσε και προσωπική υπόθεση του κάθε Σαρακατσάνου. Δύο ήταν τα μέρη των Σαρακατσαναίων, τα Άγραφα (ως η κοιτίδα τους αλλά και ως σύμβολο της Ανυποταξίας τους καθότι εκεί συγκεντρώνονταν όσοι δε δεχόντουσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα της σκλαβιάς) και η Κωνσταντινούπολη ως σύμβολο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Ειδικότερα ένα τραγούδι τους αναφέρει:
-Φόντας (όταν) θεμελιώνανε οι Αρχάγγελοι την Πόλη
-Αγγέλοι την εχτίζανε και αγγέλοι κουβαλάνε
-Απ΄τ΄ Άγιον Όρος το νερό κι απ΄την Αθήνα χώμα
-κι από τα Ιεροσόλυμα πέτρες και κεραμίδια
-Σαν χτίσαν κι αποχτίσανε και κάτσανε στην άκρη
-Θρονιάσανε την Δέσποινα Κυρά να διαφεντεύει
-Θαμένονταν ξαστέκονταν και πώς να την επούνε
-Πόλη Κωνσταντινούπολη του Κωνσταντίνου η Πόλη
Ήταν ιδιαίτερος ο δεσμός των Σαρακατσαναίων με την Πόλη της οποίας τραγούδησαν και το χαρμόσυνο μήνυμα της κτίσεώς της αλλά και την Άλωσή της. Στο θλιβερό άκουσμα της πτώσεως της Πόλης το οποίο μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα, έπεσε πένθος σε όλα τα τσελιγκάτα των Σαρακατσαναίων. Από κοινού όλοι πήραν την απόφαση να πενθήσουν το γεγονός αυτό. Για έναν ολόκληρο χρόνο βούλωσαν τα κουδούνια των προβάτων τους για να μην κτυπούν - όπως έκαναν όταν πέθαινε κάποιο νέο παλικάρι - ενώ έκτοτε αποφάσισαν να κρατούν μόνο μαύρα ή αλλιώς λάια αρνιά με αποτέλεσμα τα κοπάδια τους να είναι μαύρα συμμετέχοντας και με αυτόν τον τρόπο στο πένθος. Οι Σαρακατσάνες έβγαλαν τις ζωηρόχρωμες ποδιές τους και τις αντικατέστησαν με πένθιμες γεροντίστικες με μουντά χρώματα. Εξ ου και η ονομασία τους η οποία προήλθε από παραφθορά της λέξεως καρά (που σημαίνει μαύρος) και κατσάν που σημαίνει στα Τούρκικα κλέφτης, ανυπότακτος, απροσκύνητος. Ένα παρατσούκλι το οποίο τους αποδόθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι τους έβλεπαν να φεύγουν στα μαύρα. Στα έργα λαϊκής τους τέχνης όπως τα υφαντά έχουν τον Δικέφαλο Αετό και το «κλειδί» της Πόλης θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να έχουν ζωντανή τη θύμιση του μεγαλείου της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, ήτοι της Πόλεως, ακόμα και στην καθημερινότητά τους μεταλαμπαδεύοντας έτσι τον πόθο και στις νεότερες γενιές.
Δεν θέλησαν να συμβιβαστούν με την ιδέα της Πτώσεως της Πόλης. Ένα άλλο τραγούδι τους λέει χαρακτηριστικά:
-Πέρα ψηλά στον Έλυμπο, στον αϊ λιά στη ράχη
- κάθετ΄ αητός δικέφαλος, κάθεται στο προσήλιο
-κρατούσε και στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι.
-κι άλλος αητός που διάβαινε τον εκαλημερίζει
-Μπράτιμε μ΄τίνος είν΄αυτό το μαύρο το κεφάλι
-Και το τηράς παράλυπα και χύνεις μαύρα δάκρυα;
- Βλάμη μ΄τώρα που με ρώτησες θα σου το μαρτυρήσω
- Εχθές προψές που διάβαινα στης Πόλης τα μπουγάζια
-Είδα την Πόλη τούρκεψε Τούρκοι διαβαίνουν μέσα
- και τον δικό μας βασιλιά κομμένο το κεφάλι.
- κομμένο και το πέταξαν εκεί σε μια κολώνα
-Τούρκοι το τροϋρίζανε, και το περιγελούσαν...
- Ξάμωσα με τα νύχια μου ξάμωσα και το πήρα...
Πίστευαν ότι ο αγώνας δεν χάθηκε. Σταμάτησε στην Πόλη αλλά συνεχίστηκε στα Άγραφα. Τον συνέχισαν μάλιστα οι ίδιοι πιστεύοντας ότι είχαν ως μπροστάρη τους τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο τον οποίο έχουν ως σύμβολό τους ως τον τελευταίο Αυτοκράτορα. Όταν ήθελαν να παινέψουν κάποιον για κάποιο ανδραγάθημά του, λέγαν χαρακτηριστικά: «Γιεμ τούτος είν΄ αντριωμένος σαν τον Κωνσταντίνο τον παλιό τον Βασιλιά στην Πόλη». Φράσεις όπως: «και του Χρόνου στην Πόλη», «Στ’ Άγραφα γραμμένος και στην Πόλη ξακουσμένος» καταμαρτυρούν τον ασίγαστο πόθο τους για το ξαναπάρσιμο της Πόλεως το οποίο διατηρείται άσβεστο έως και σήμερα. Δεν έπαψαν να πιστεύουν στο «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα ‘ναι...» ενστερνιζόμενοι τις προφητείες των Αγίων της Πίστεως μας και κυρίως του Πατρός Κοσμά του Αιτωλού ο οποίος υπήρξε η απαρχή της ελπίδος για την επανάκτηση της Πόλεως...