Το ποτάμι που καλούμαστε όλοι να περάσουμε είναι και πλατύ και βαθύ. Προς τη μια πλευρά του κυριαρχούν τα λασπόνερα, ο βούρκος και η αναστάτωση και επί πλέον οι λύκοι και τα τσακάλια, που αναζητούν ευκαιρίες για να σε κατασπαράξουν. Προς την άλλη πλευρά του απλώνεται η γη της επαγγελίας και επικρατεί η γαλήνη και η ευταξία. Προς αυτή την πλευρά, χωρίς δισταγμούς και αντιρρήσεις, πρέπει όλοι να μετοικήσουμε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε σαν λαός και έθνος. Το πέρασμα όμως από τη μια όχθη στην άλλη είναι μια δύσκολη διαδικασία και απαιτεί τη σθεναρή θέληση και σύμπνοια όλων. Όσοι περάσουν πρώτοι πρέπει να κρατήσουν το σχοινί και να διευκολύνουν και τους άλλους να περάσουν στην αντίπερα όχθη χωρίς να κινδυνεύσουν από πνιγμό. Αυτό απαιτεί η ανθρώπινη, η κοινωνική αλληλεγγύη. Θα τα καταφέρουμε άραγε; Δύσκολο, αλλά εφικτό. Αρκεί να αποβάλουμε τον παλαιό μας εαυτό, την απαράδεκτη νοοτροπία μας και τις αξιοκατάκριτες συνήθειές μας. Δεν πάει άλλο. Αν δεν τα καταφέρουμε και αυτή τη φορά, θα αποδειχθούμε ανάξιοι των προγόνων μας και του πολιτισμού μας. Από την κυριαρχία της αγωνίας και του φόβου πρέπει να περάσουμε στην κυριαρχία της δημιουργίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και γαλήνης και στην επικράτηση της ευνομίας και της ισοπολιτείας.
Το πρόβλημά μας μπορεί να είναι οικονομικά οξύτατο, αλλά δεν είναι το κυρίαρχο. Το κυρίαρχο πρόβλημά μας είναι το πολιτικό. Σ’ αυτό έχει τις ρίζες του το οικονομικό πρόβλημα και από αυτό πηγάζουν όλες οι κακοδαιμονίες στον τόπο μας. Μπορεί ασφαλώς ο καθένας μας να έχει τις απόψεις του σχετικά με τον ποιο δρόμο θα πάρουμε για να φθάσουμε σε μια μορφή τελειότερης και δικαιότερης πολιτείας, αλλά δεν μπορεί κατά την πορεία του προς υλοποίηση του στόχου του να τα παίρνει όλα σβάρνα. Το οικονομικό μας χάλι δεν δικαιολογεί τις ακραίες πράξεις βίας, που απειλεί τα μέγιστα την κοινωνική συνοχή. Εξάλλου οξύτατα οικονομικά προβλήματα έχουν πολλές άλλες χώρες και μάλιστα και αυτή η Μεγάλη Βρετανία, που μέχρι προχθές εκμεταλλεύονταν τον μισό πλανήτη. Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά ψύχραιμη και συλλογική αντιμετώπιση του οικονομικού μας προβλήματος μέσα σ’ ένα ήπιο πολιτικό κλίμα, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει. Και αυτό δυσκολεύει αφάνταστα την επίλυση του οικονομικού προβλήματος. Είναι καιρός να παύσουμε να ακολουθούμε στη χώρα μας τον δρόμο που χάραξε το μαύρο και το άσπρο. Δεν είναι δυνατόν ότι ο ένας βλέπει ως άσπρο, ο άλλος να το θεωρεί μαύρο. Πρέπει επιτέλους ο ένας να έλθει πιο κοντά στον άλλο για να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη υπευθυνότητα τα κοινά μας προβλήματα.
Πώς να μην διακατέχει φόβος και αγωνία τον ελληνικό λαό, όταν όλοι μας ζούμε σ’ ένα περιβάλλον πλήρους ανασφάλειας, αφού οργιάζουν κάθε μέρα οι δολοφονίες, οι ληστείες, οι διαρρήξεις, οι κλοπές, τα σπασίματα βιτρινών, οι εμπρησμοί, οι λεηλασίες και οι καταστροφές; Πώς να επιτύχουμε τη σύμπνοια και την κοινωνική γαλήνη, όταν σερβίρονται συνθήματα αντίστασης και απείθειας κατά της κρατικής εξουσίας, ανατροπής της συνταγματικής τάξης και τόσα άλλα διαλυτικά της ήρεμης κοινωνικής ζωής; Η κοινωνική αδικία, φαινόμενο αποκρουστικό σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλα τα καθεστώτα, δεν εξαλείφεται με ακραίες πράξεις βίας. Χρειάζονται άλλου είδους αγώνες. Έχουμε καταντήσει πρώτο θέμα αρνητικής συζήτησης σ’ όλους τους λαούς της γης επί τόσους μήνες τώρα και μυαλό δεν βάζουμε. Και αν επρόκειτο για ευνοϊκά σχόλια και εξύμνηση των αρετών μας, δεν θα είχαμε ασφαλώς αντίρρηση. Δυστυχώς μας ελεεινολογούν, μας λοιδωρούν και μας θεωρούν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ποιους; Ασφαλώς εμάς τους Έλληνες! Και όλα αυτά για να μην στενοχωρήσουμε μερικές εκατοντάδες κουκουλοφόρους και αναρχικούς, που συχνά – πυκνά καταστρέφουν τα πάντα, ταλαιπωρούν τους φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες και δυσφημούν τη χώρα μας.
Πώς λοιπόν να βγούμε από το σκοτεινό οικονομικό τούνελ; Με ποιο κουράγιο να εργασθείς, να οργανώσεις, να επιχειρήσεις, να σχεδιάσεις, όταν διακατέχεσαι από διαρκή αγωνία και δικαιολογημένο φόβο για το μέλλον της πατρίδας; Ποιος ξένος επενδυτής θα τολμήσει να έλθει στη χώρα μας, όταν βλέπει όλα αυτά; Ποιος τουρίστας θα επισκεφθεί τη χώρα μας, όταν κάνουμε καταλήψεις πλοίων, αρχαιολογικών χώρων, αεροδρομίων και ξενοδοχείων; Ποιος έχει όρεξη να βλέπει δημόσια κτίρια, αλλά και ιδιωτικά, αγάλματα και ηρώα τυλιγμένα με βλακώδη συνθήματα από μπογιές και άλλα ρυπαρά υλικά; Μέχρι πότε οι ελάχιστοι θα ταλαιπωρούν τους πολλούς; Να λοιπόν γιατί το πρόβλημά μας είναι κατοχήν πολιτικό. Εάν δεν δοθούν απαντήσεις στις διάφορες πτυχές του προβλήματος τούτου, δεν πρόκειται η ελληνική κοινωνία να απαλλαγεί από τον φόβο και την αγωνία, που εμποδίζουν και δυσκολεύουν την επίλυση του οικονομικού προβλήματος. Η οικονομία είναι και ψυχολογία, όπως δέχονται οι πάντες. Και η ψυχολογία του ελληνικού λαού είναι αυτή τη στιγμή στο σημείο ΜΗΔΕΝ. Επιτέλους όχι άλλες ακραίες κοινωνικές αναστατώσεις.
* Ο δρ. Ι. Παπαδημόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής της ΝΔ