Πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού με τέτοια δύναμη, σαν να ’θελε μόνο να κάνουν το γνωστό μεγάλο πάταγο που για κείνον ήταν η έκφραση όλης της αγανάκτησής του...
Ευτυχώς που η Κατερίνα ήταν στην καθιερωμένη έξοδό της το απόγευμα της Παρασκευής «στην αγορά, μόνο για να ρίξει μια ματιά», γιατί θα του ‘ψελνε πάλι τον εξάψαλμο, πως δεν σέβεται τίποτε στο σπίτι, πως καταστρέφει τα πράγματα, τι θα έβλεπε ένας άνθρωπος αν ερχόταν ξαφνικά να τους επισκεφθεί και άλλα τέτοια.
Βεβαίως κανένας άνθρωπος δεν ερχόταν ποτέ στο σπίτι ξαφνικά να τους επισκεφθεί και κανένας ποτέ δεν είδε τα περιβόητα κλειδιά του, αταίριαστα και άτακτα πάνω στο τραπέζι. Μόνο η γυναίκα του τα έβλεπε σαν ανελέητο εισβολέα πάνω στη λουστραρισμένη επιφάνεια και κάθε φορά έβρισκε την ευκαιρία να ξεκινήσει καβγά.
Ή μήπως τελικά, σκέφτηκε, εκείνος την προκαλούσε σ’ αυτό, αφού αν και γνώριζε πόσο την ενοχλούσε, πεισματικά συνέχιζε να κάνει το ίδιο; Ο Κώστας διαπίστωνε ότι τελευταία τα πράγματα δεν ήταν ιδιαίτερα καλά μεταξύ τους, πολλή γκρίνια μέσα στο σπίτι, τα παιδιά στον δικό τους κόσμο και εκείνοι απομακρυσμένοι όσο ποτέ άλλοτε, με περίτρανη απόδειξη ότι ο καναπές του σαλονιού ήταν πια μόνιμο κρεβάτι του, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό.
Πολύ άγχος, πολλά μέσα στο κεφάλι του, ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή του αδύναμος να διαχειριστεί την κατάσταση και πολύ κουρασμένος για τα πάντα.
Τα οικονομικά του πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο, στη δουλειά του εδώ και δυο χρόνια περίμενε με αγωνία αυτή τη ρημάδα την προαγωγή που θα σήμαινε αναγνώριση της υπέρμετρης προσπάθειάς του, καταξίωση μεταξύ των συναδέλφων του και τετρακόσια ευρώ επιπλέον στο μισθό του, ενώ οι τράπεζες άνοιξαν ομαδικό πυρ εναντίον του το τελευταίο εξάμηνο, απειλώντας με κατάσχεση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου που διέθετε, του σπιτιού του, εξαιτίας οφειλών από δάνεια και κάρτες.
Σήμερα ήταν το αποκορύφωμα της αθλιότερης εβδομάδας στη δουλειά. Ανακοινώθηκε από τον διευθυντή του καταστήματος ότι την προαγωγή στη θέση του τμηματάρχη πήρε ένας συνάδελφός του, ο οποίος είχε πέντε χρόνια λιγότερο στην εταιρία, ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στο υψηλότερο bonus, αλλά το μόνο «πλεονέκτημά» του είναι ότι η γυναίκα του ήταν συμμαθήτρια με τη γυναίκα του διευθυντή ...
«Έλεος!» μονολογούσε ο Κώστας. «Είναι δυνατόν να επιβιώνουν πάντα οι ιντριγκαδόροι, οι γλύφτες, οι άνθρωποι της προσκολλήσεως και του συστήματος; Μα είναι δυνατόν να κάνουν τμηματάρχη ασφαλειών ζωής έναν... έναν που το επώνυμό του είναι Γύπας; Δεν αντέχω άλλο... Δεν αντέχω...».
Ξάπλωσε στον καναπέ και ένιωθε τα μηνίγγια του να χτυπάνε σαν τρελό ταμπούρλο.
Το τελευταίο που του χρειαζόταν τώρα ήταν να μιλήσει στο τηλέφωνο, που όμως συνέχιζε να χτυπάει επίμονα και να του τρυπάει το μυαλό.
Με μια απότομη κίνηση σήκωσε το ακουστικό και με άγρια φωνή αναζήτησε να μάθει ποιος επέμεινε τόση ώρα να του μιλήσει.
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η μητέρα του, η κυρία Σοφία, μια γελαστή και υπέροχη παχουλή ηλικιωμένη γυναίκα, κλασική Κωνσταντινουπολίτισσα, που όλα τα ήξερε, αλλά όλα της ήταν άγνωστα, που όλα τα καταλάβαινε, αλλά τίποτε δεν ρωτούσε.
Με ήρεμη και σταθερή φωνή του μίλησε, τον ρώτησε τι κάνει, έλαβε τις στερεότυπες απαντήσεις του και συνέχισε απτόητη λέγοντάς του ότι ετοιμάζει το σπίτι στο χωριό για να πάνε όλοι μαζί την εβδομάδα του Πάσχα, ενώ τον παρακάλεσε να πάει στο νοσοκομείο να δει τον πρώτο ξάδερφό του το Σωτήρη, που αύριο έμπαινε πάλι στο χειρουργείο και ποτέ δεν τον είχε επισκεφθεί, παρά το γεγονός ότι μεγάλωσαν στην ίδια αυλή σαν αδέρφια ...
Δεν ήξερε πραγματικά, ποιο απ’ τα δυο, τα κλειδιά που είχε πετάξει στο τραπέζι ή το ακουστικό που επέστρεψε στη βάση του, έκαναν τον μεγαλύτερο θόρυβο..
Ξάπλωσε και πάλι μόνο για ένα λεπτό. Σηκώθηκε και ένιωθε σαν να τον πνίγει το σπίτι. Έπρεπε να βγει έξω, να πάρει αέρα.
Περπατούσε σκεφτικός, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα δικά του, αλλά τίποτε γύρω του δεν συνηγορούσε στην ηρεμία του. Ξενοίκιαστα μαγαζιά, άδειες βιτρίνες, απομεινάρια μιας χαμένης ελπίδας και σαν την κορδέλα του πένθους, φαρδιά –πλατιά, τα νέα ενοικιαστήρια –«ζητείται ελπίς».
«Τι άλλο χειρότερο να μου συμβεί σήμερα;» αναρωτήθηκε και αποφάσισε με τόλμη να πάει να δει τον Σωτήρη, που πράγματι το ’χε βάρος μέσα του, πως τόσο καιρό που μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, ταλαιπωρημένος από μια σπάνια αρρώστια των αγγείων που τον κατέτρωγε, απέφευγε να τον συναντήσει
Όροφος δεύτερος, χειρουργική κλινική, δωμάτιο 302, τετράκλινο.
Έξω απ’ το δωμάτιο η γυναίκα του η Ελένη, αδύνατη σαν λείψανο, με κόκκινα απ’ το κλάμα μάτια, μόλις τον είδε τον αγκάλιασε και ξέσπασε σε αναφιλητά. Μέσα σε ένα λεπτό του τα είπε όλα. Πως η αρρώστια ήταν φοβερή, πως κινδύνευε από γάγγραινα και κάθε φορά που έμπαιναν στο νοσοκομείο του έκοβαν και ένα κομμάτι, πρώτα τα δάκτυλα, μετά μέχρι τον αστράγαλο, τώρα μέχρι το μηρό... πως εκείνος όμως ήταν τόσο υπομονετικός και τόσο γενναίος...
Έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάει, μέχρι που εκείνη τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο, την ίδια ώρα που ένας διαπεραστικός πόνος του ξέσκιζε το στήθος.
Ανάμεσα στα άσπρα νοσοκομειακά σεντόνια, ο Σωτηράκης, ο μόνιμος αντίπαλός του στις ορθοπεταλιές, ο σγουρομάλλης καλοσυνάτος έφηβος, ο άριστος φοιτητής του πολυτεχνείου, ο καλός σύζυγος και μπαμπάς, με ένα τεράστιο χαμόγελο τον καλωσόρισε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε με θέρμη..
«Κάθισε δίπλα μου. Σε περίμενα....» του είπε.
* * *
Με τα βήματά του σταθερά, το κορμί πιο ορθό και τη σκέψη του καθαρή ο Κώστας προχωρούσε στο δρόμο, μαζί και στη ζωή. Αναρωτιόταν ποιος αλήθεια οδήγησε τα βήματά του σήμερα στον ξάδερφό του και πώς δεν μπορούσε τόσο καιρό να δει αυτά που σήμερα είδε μέσα από τα μάτια ενός άλλου!
Δύο ολόκληρες ώρες συζήτησε με το Σωτήρη για τη ζωή, τις προσδοκίες και τη ματαίωση. Εκείνος του εξήγησε πώς απέκτησε μέσα από την περιπέτειά του, μια διαφορετική θέαση για τα πράγματα, λέγοντάς του χαρακτηριστικά ότι μέσα από το δρόμο αυτό έγινε καλύτερος, πλουσιότερος και πιο βαθύς.
Του είπε ακόμη ότι για το μόνο που λυπόταν φέτος ήταν ότι θα έχανε τη Μεγάλη Εβδομάδα και ειδικά τον Επιτάφιο, που ήταν μια μεγάλη στιγμή, ενώ στο ερώτημα του ξαφνιασμένου Κώστα, πώς εκείνος, που ποτέ δεν ήταν κοντά στη θρησκεία έκανε τέτοιες σκέψεις, του απάντησε αφοπλιστικά ότι έτσι βιώνει τον «Επιτάφιο» του αγαπημένου του Ρίτσου.
Άνοιξε το συρταράκι έβγαλε το βιβλίο και διάβασε στον Κώστα το συγκλονιστικό μοιρολόγι της μάνας πάνω απ’ το νεκρό γιο της, για να καταλήξει με τους στίχους του αγώνα της ζωής, της ελπίδας, της προοπτικής:
«Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυά μου τον ήλιο αντικρίζω».
Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός του, στάθηκε στο κατώφλι, άνοιξε το μικρό κρεμαστό ντουλαπάκι και κρέμασε τα κλειδιά του. Αγκάλιασε την Κατερίνα και της χάρισε τις ανεμώνες, ίδιες μ’αυτές που της είχε χαρίσει τότε, όταν η ζωή έδειχνε τόσο όμορφη ...
* Ευαγγελία Λιακούλη είναι δικηγόρος –
επικεφαλής «Συμφωνίας Ευθύνης»