Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ήταν στρατιώτες του Ρωμαϊκού στρατού, που είχαν όμως ενστερνισθεί βαθύτατα την πίστη του Χριστού και για τούτο υπέστησαν με ανδρεία το μαρτυρικό θάνατο στο διωγμό του Λικινίου το 320 μ.Χ. Από τα διάφορα δε περιστατικά του μαρτυρίου τους, για το οποίο έκαναν λόγο βασικά ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης, εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα και τα πιο κάτω:
α) Η συμμετοχή τους στη θεία λατρεία
Από όσα αναφέρονται από τον Μ. Βασίλειο και τον αδελφό του Γρηγόριο Νύσσης στους εγκωμιαστικούς στους άγιους λόγους τους γίνεται φανερή η ακράδαντη πίστη των Αγίων Τεσσαράκοντα, εξαιτίας της οποίας λάβαιναν μέρος όλοι μαζί στην κοινή λατρεία, κατά την οποία ενώνονταν μυστηριακά με τον Χριστό και μεταξύ τους ταυτόχρονα. Για τούτο σε μία κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία είχαν περικυκλωθεί από τους εχθρούς και δεν είχαν νερό, γονάτισαν όλοι μαζί και παρακάλεσαν το Θεό, σαν τον προφήτη Ηλία, να τους στείλει νερό από τον ουρανό και το θαύμα έγινε. Ενώ δηλαδή αυτοί ήταν ακόμη γονατισμένοι και ικέτευαν τον Κύριο, είδαν με τα μάτια τους κάποια σύννεφα, που μεταφέρονταν από ένα βίαιο άνεμο να έρχονται προς το μέρος τους, ενώ σε λίγο είδαν και τις αστραπές και άκουσαν τις βροντές που προμήνυσαν την ποθητή βροχή. Ενώ όμως στην περιοχή τη δικιά τους έβρεχε, στο στρατόπεδο των βαρβάρων εχθρών τους έπεφταν ασταμάτητα κεραυνοί, που τους ανάγκασαν να λύσουν παρευθύς την πολιορκία και να εξαφανισθούν προτροπάδην.
β) Η σύλληψη, οι ανακρίσεις και η ομολογία τους.
Τον καιρό όμως εκείνο εκδόθηκε το 320 το διάταγμα του Λικινίου για τον διωγμό των πιο ζηλωτών στην πίστη τους χριστιανών. Για τον λόγο αυτό ο έπαρχος της περιοχής που υπηρετούσαν Αγρικόλας, συνέλαβε μεταξύ των πρώτων και τους τεσσαράκοντα αυτούς στρατιώτες, που ήταν ζηλευτοί σε όλους όχι μονάχα για την ανδρεία, αλλά και για την πίστη τους στο Χριστό και την ευσέβεια. Ύστερα δε από τις πρώτες ανακρίσεις, έθεσε τους στρατιώτας εκείνους μπροστά σε ένα φαινομενικό δίλημμα, λέγοντας: Ή θα προσφέρετε θυσία στους Θεούς της ειδωλολατρίας ή στην αντίθετη περίπτωση θα καταδικασθείτε σε θάνατο. Όλοι μαζί όμως εκείνοι και στη συνέχεια ο καθένας τους ξεχωριστά ομολογούσαν και έλεγαν ότι «Χριστιανός ειμί».
Ύστερα από τις ομολογίες εκείνες βέβαια, ο έπαρχος Αγρικόλας μεταχειρίστηκε στην αρχή διάφορες κολακείες, ενώ ταυτόχρονα τους υποσχόταν χρήματα πολλά, τιμές μεγάλες και παράσημα αυτοκρατορικά. Σε όλα όμως εκείνα που τους έταζαν απάντησε εκ μέρους όλων ο Κάνδιδος, λέγοντας ότι, σαν στρατιώτες, είχαν κάνει το καθήκον τους για τον επίγειο βασιλιά. Σαν χριστιανοί όμως, βρήκαν τη λύτρωση και τη χαρά στην πίστη του Χριστού και ότι δεν την αντάλλασσαν για όλα του κόσμου τα αγαθά και τις δόξες.
Στη συνέχεια ο Αγρικόλας άλλαξε τακτική. Στις απειλές όμως εκείνες και στις ύβρεις που ακολούθησαν απάντησε τότε ο άγιος Δόμνος, λέγοντας ότι «Για μας ένα μονάχα είναι φοβερό, «το του Χριστού χωρισθήναι» και ένα μονάχα είναι αγαθό, «το μετά του Χριστού είναι». Όλα δε τα άλλα είναι σκιά και ονειρώδη φαντάσματα».
Τις αποκρίσεις δε αυτές διαδέχθηκαν τότε νέες ύβρεις του Αγρικόλα και μαστιγώσεις των ομολογητών, ενώ τελικά ρίχτηκαν όλοι στις φυλακές της Σεβάστειας, για να σκεφθούν δήθεν ωριμότερα και για να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό σωτήρα, του λατρευτού στους αιώνες.
γ) Η επίταση των προσευχών τους και η εμφάνιση του Χριστού.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους όμως οι σαράντα εκείνοι ομολογητές ευχαριστούσαν τον Κύριο, γιατί αξιώθηκαν να πάθουν για το όνομά του, ενώ ταυτόχρονα επέτειναν τις προσευχές και τις δεήσεις τους, ώστε να παραμείνουν όλοι μαζί πιστοί μέχρι το τέλος. Ύστερα μάλιστα από τις προσευχές τους, άρχισαν να ψάλλουν ύμνους ευχαριστίας, δοξολογώντας τον Θεό μέχρι το μεσονύκτιο. Την ώρα δε εκείνη κατά την οποία άρχισε ο καθένας τους να στηρίζει τους άλλους, ένα έκπαγλο φως πλημμύρισε τη φυλακή τους, ενώ ο ίδιος ο Κύριος εμφανίστηκε κάποια στιγμή μπροστά τους και τους ενθάρρυνε στην πίστη. Ο Κύριος εξαφανίσθηκε από τα μάτια τους, ενώ οι καρδιές τους χαλυβδώθηκαν στην πίστη και στην υπομονή, ώστε να παρουσιάζονται στο εξής «ώσπερ λέοντες, πύρ πνέοντες. Για τούτο έψαλλαν το υπόλοιπο μέρος της νύχτας ύμνους ευχαριστίας και δοξολογίας στο Χριστό, τον ζώντα εις τους αιώνας».
δ) Η ρίψη τους στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας
Ύστερα από τα πιο πάνω και τις σταθερές ομολογίες των αγίων, που ακολούθησαν για άλλη μια φορά, βγήκε η απόφαση του τυράννου «κρυμώ (δηλ. με παγετό) τους αθλητάς τιμωρήσασθαι». Για το σκοπό δε αυτό τους έριξαν τότε γυμνούς στην παγωμένη την εποχή εκείνη λίμνη της Σεβάστειας.
ε) Η προδοσία του ενός και η αντικατάσταση
Ενώ όμως οι 39 άγιοι ήταν στραμμένοι προς τον ουρανό, ο τεσσαρακοστός λιγοψύχισε και έστρεψε τα μάτια του προς τις όχθες της λίμνης, στις οποίες υπήρχε ένας λουτρώνας. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, δελεάσθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον αρχέκακο τόσο, ώστε να ξεχάσει τα πάντα και να κατευθυνθεί κάποια στιγμή προς το λουτρώνα εκείνο, αρνούμενος δυστυχώς την πίστη του. Την ίδια στιγμή όμως ο φύλακας του λουτρώνα Αγλάιος έβλεπε σε ένα θαυμαστό όραμα να απομακρύνεται από το κεφάλι του προδότη ο στέφανος της δικαιοσύνης, που κρατούσε ένας άγιος άγγελος. Βλέποντας δε στη συνέχεια του αρνητή εκείνο της πίστης να πέφτει στα θερμά νερά του λουτρώνα και να βρίσκει το θάνατο, ο φύλακας εκείνος κατάλαβε τη σωτηριώδη αξία της πίστης. Για τούτο ξεντύθηκε παρευθύς τα ενδύματά του και έσπευσε και αυτός προς τον όμιλλο εκείνο των αθλητών του Χριστού, φωνάζοντας: «Χριστιανός ειμί». Με τον τρόπο δε αυτό συμπληρώθηκε ο αριθμός τεσσαράκοντα των Μαρτύρων του Χριστού, σύμφωνα με την προσευχή και το τάμα τους. Τελικά δε τα σώματα των ημιθανών αγίων ρίχτηκαν στη φωτιά.
Εις αιώνιον αναψυχήν όμως μεταβαίνει και κάθε μιμητής της αγίας ζωής και της υπομονής των αγίων, που κακοπαθεί κατά τον απόστολο Παύλο, «ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού» (2 Τιμ. 2,3) και μαρτυρεί καθημερινά στο στίβο της αγάπης, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 24).