Στο μέσο της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας προβάλλει για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό, γιατί αυτός γενικότερα, σαν ένα μυστηριώδες κλειδί, άνοιξε για το ανθρώπινο γένος τις πύλες του Παραδείσου, εφόσον, κατά το θεοκίνητο Παύλο, επάνω στο Σταυρό ο Χριστός «προσήλωσε το καθημών χειρόγραφον» (Κολ. 2,14). Τι κερδίζουν όμως, θα έλεγε κάποιος, οι Χριστιανοί ειδικότερα, προσκυνώντας το Σταυρό του Χριστού; Ανάμεσα στις πάμπολλες ωφέλειες σημειώνουμε και τις εξής:
α) Αντλούν δύναμη για τη συνέχιση του αγώνα
Ο Σταυρός του Χριστού είναι πηγή θείας Χάρης και δύναμης για τους πιστούς, που με ευλάβεια τον προσκυνούν, γιατί «ο τον Σταυρόν τιμών, κατά Νικήτα τον Παφλαγόνα, τον σταυρωθέντα τιμά». Και γιατί «εν τω Χριστώ, κατά τον Απ. Παύλο, πάντες ζωοποιηθήσονται» (1 Κορ. 11,22).
Κάθε κοπιαστικό έργο δηλαδή, κατά το συναξάρι της ημέρας, παρουσιάζει δυσκολίες, που εμφανίζονται ιδιαίτερα στο μέσον της πραγμάτωσής του. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία, σαν στοργική μητέρα, προβάλλει τον Τίμιο Σταυρό, για να ενισχύσει τα παιδιά της στο δρόμο της νηστείας και της προσευχής. Εξαιτίας δε της πίστης αυτής ο θυμόσοφος λαός λέγει χαρακτηριστικά ότι
«Όποιος κάνει το σταυρό του,
άρματα έχει στο πλευρό του».
β) Οι καρδιές των πιστών στερεώνονται στην πίστη
Με την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού κάθε πιστός δεν ενθυμείται απλώς τη Σταύρωση του Χριστού, με την οποία, κατά τον Απ. Παύλο, «αποκαταλλάχθηκεν τω Θεώ» (Εφ. 2,16), αλλά ταυτόχρονα στερεώνεται στην πίστη του, ώστε να συσταυρώνεται με τον Χριστό, όπως ο Απόστολος των Εθνών (Βλ. Γαλ. 2,19), που έγραφε χαρακτηριστικά ότι: «Οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. 5,24).
Η συσταύρωση βέβαια αυτή γίνεται κατά κύριο λόγο με την απομάκρυνση από κάθε αμαρτία και πάθος και την ταυτόχρονη ανάβαση στην κλίμακα των θεοποιών αρετών, που απαιτούν κόπο. Με τον κόπο όμως αυτό ο πιστός εισέρχεται, κατά τον προφητάνακτα «εις το αγιαστήριον του Θεού», αποκτώντας τη Χάρη του Θεού, ενώ ταυτόχρονα αγιάζεται. Αυτή δε ακριβώς είναι η πίστη της Εκκλησίας, που διατυπώνεται άριστα στην πιο κάτω ευχή:
«Σταυρός υψούται σήμερον
και κόσμος αγιάζεται».
Αυτό δε τον αγιασμό και τη γενικότερη εγκαρδίωση των πιστών ο Γ. Βερίτης τα εκφράζει ποιητικά γράφοντας:
- Κι είπε ο Χριστός στο πλάσμα του, «τι θες, παιδί τ’ ανθρώπου; Φως και χαρά; Γλυκούς καρπούς ευλογημένου κόπου; Έλα κοντά μου.
- Τι ποθείς; Ψυχής γλυκειά γαλήνη; Δύναμη θες; Ανάπαυση; Να γίνει παραδεισένια σου η ζωή, χερουβική υμνωδία; Έλα κοντά μου… στου ματωμένου μου Σταυρού τον ίσκιο από κάτω».
γ) Οι πιστοί οδηγούνται διά του Σταυρού και στην Ανάσταση
Τον Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα,
ψάλλεται στην Εκκλησία μας,
και την αγίαν Σου Ανάστασιν... δοξάζομεν».
Στην πραγματικότητα όμως κάθε Χριστιανός, που προσκυνεί το Σταυρό του Χριστού, δεν δοξάζει μονάχα την Ανάστασή Του, αλλά και συνανασταίνεται μαζί Του. «Καθό κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι, λέγει ο Απ. Πέτρος, χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Β’ . Πετρ. 4,13).
Η αποκάλυψη όμως της δόξης αυτής αρχίζει στην πραγματικότητα από τη ζωή αυτή σε όσους προσκυνούν με ευλάβεια τον Τίμιο Σταυρό, γιατί, κατά τον Απ. Παύλο, «καταλαμβάνονται» από τον Χριστό (Βλ. Φιλ. 3,12), παρηγορούνται και δοξάζονται. «Καθώς περισσεύει, λέγει χαρακτηριστικά, τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά του Χριστού περισσεύει και η παράκλησις ημών» (2 Κορ. 1,5). Και «είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. 8,17).
Για τους πιο πάνω λόγους οι Ορθόδοξοι Έλληνες τοποθέτησαν το Σταυρό και στην κορυφή της σημαίας, γιατί πίστευαν πάντοτε και πιστεύουν μαζί με τον Ι. Πολέμη ότι
«Ο Σταυρός, που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή,
είν’ ο φάρος που φωτίζει
μιάν ελπίδα μας κρυφή»
δηλαδή την ελπίδα της Ανάστασης.
δ) Διά του σταυρού οι πιστοί φυλάσσονται και σώζονται
Με τη δύναμη του Σταυρού τελικά οι πιστοί φυλάσσονται από τις επιθέσεις των σκοτεινών δυνάμεων και σώζονται. Για τούτο έλεγε ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος ότι «Εάν (ο πιστός) σφραγισθή, λύει του Αντιχρίστου πάσαν την δύναμιν». Και τούτο, γιατί και, κατά τον άγιον Κύριλλον Ιεροσολύμων, «Μέγα φυλακτήριον ο Σταυρός, σημείον πιστών και φόβος δαιμόνων» (Μ. 33,816).
«Προτού να στηθεί ο Σταυρός, λέγει στο σημείο αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος, δεν υπήρχε κλίμαξ, που να φέρει στον ουρανό. Ούτε ο Αβραάμ, ούτε ο Ιακώβ, ούτε ο Δαβίδ, ούτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να ανεβεί εκεί. Τώρα η κλίμαξ αυτή έχει στηθεί. Είναι ο Σταυρός».
Πώς όμως, θα έλεγε κανένας, θα γίνει η σωτηρία των πιστών διά του Σταυρού; Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου, οι πιστοί στη ζωή αυτή αίρουν τον σταυρόν τους και ακολουθούν το παράδειγμά Του (Βλ. Ματ. 16, 24). Όταν λοιπόν γίνει η Β’ Παρουσία Του, θα φανεί στον ουρανό αρχικά «το σημείον του υιού του ανθρώπου» (Ματ. 24, 30), δηλ. ο Σταυρός. Εκείνους δε που αίρουν τον σταυρό τους και θα είναι αθώοι, σαν πρόβατα, «στήσει εκ δεξιών Αυτού» (Ματ. 25,33). Η συσταύρωση επομένως των πιστών με τον Χριστό γίνεται αιτία της σωτηρίας τους, γιατί όπως στον Απ. Παύλο, που έλεγε «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,19), έτσι και σ’ αυτούς ζει ο Χριστός, που τους καθιστά πρόβατα της δικής του μάνδρας, δηλαδή της βασιλείας Του.
Όποιος επομένως θέλει να σταθεί την ώρα εκείνη στα δεξιά του Χριστού και να εισέλθη στη μάνδρα της βασιλείας Του, δεν πρέπει ποτέ να βρίζει τον Σταυρό του Χριστού, δηλαδή την ύψιστη εκδήλωση της θείας Αγάπης, αλλά να σφραγίζεται με άκρα ευλάβεια με το σημείο του Σταυρού, γιατί έτσι, κατά τον Αχιλλέα Παράσχο, σώζεται.
«Σώπα περήφανο πουλί,
λέει ο ποιητής στον αητό από τον Όλυμπο,
ειδωλολάτρου γέννα!
Τ’ αστροπελέκι δεν κρατεί
ο ψεύτικος θεός σου,
το φάντασμα που αγαπάς,…
αλλά στο ξύλο που χτυπάς
(δηλαδή στον Τίμιο Σταυρό)
γονάτισε και σώσου».
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα έλεγα ότι, κατά τη μαρτυρία του αββά Ιωάννου του Βοστρινού, οι δαίμονες τρία πράγματα φοβούνται στους Χριστιανούς περισσότερο, «Όπερ φορούν εις τον τράχηλον (δηλ. τον Σταυρόν, όπερ βαπτίζονται και όπερ τρώγουν (κατά τη Θ. Λειτουργία), δηλαδή τη Θεία Ευχαριστία». Για τούτο και μεις, σαν Χριστιανοί, το σημείο του Σταυρού πρέπει να κάνουμε με πίστη και άκρα ευλάβεια, τη Χάρη του Βαπτίσματος να αναζωπυρώνουμε με την εξομολόγηση και την απάθεια, και στο μυστήριο της Ζωής να προσερχόμαστε «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης», σαν τους Χριστιανούς των Κατακομβών, που εξέρχονταν στην επιφάνεια της γης, «ως λέοντες, πυρ πνέοντες».