Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
...Κι εκεί που περιμέναμε το Grexit, που συζητούσαμε για Graccident
και που ανακαλύψαμε το Grimbo, τι μας προέκυψε; Το Βαρουφ-exit!
Και όχι δε το έκαναν οι «ξένοι»-παρότι τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια-αλλά ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας.
Ο οποίος βεβαίως δεν έκανε μία οικεία βουλήσει επιλογή. Εξωθήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση και από την ίδια τη ροή των γεγονότων με αποκορύφωμα το Γιούρογκρουπ της Ρίγα, όπου ο Γιάνης Βαρουφάκης βρέθηκε πλήρως και προφανώς απομονωμένος από τους λοιπούς ομολόγους του της Ευρωζώνης, οι οποίοι πλέον δεν κρατάνε ούτε τα «προσχήματα» που η γλώσσα της πολιτικής και της διπλωματίας απαιτεί (τον αποκάλεσαν «ερασιτέχνη» και «τζογαδόρο»), δείχνοντας έτσι και τον βαθμό της ενόχλησής τους από τον τρόπο που διαχειρίζεται τα πράγματα ο Βαρουφάκης, το τελευταίο τρίμηνο, οπότε και ανέλαβε «διαπραγματευτής» εκ μέρους της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Είναι προφανές ότι η «δημιουργική ασάφεια» την οποία υιοθέτησε ως «σημαία» στη διαπραγμάτευση αλλά και η «θεωρία των παιγνίων» της οποίας είναι ένθερμος οπαδός εντέλει κατέληξαν για τον ίδιο ένα «χαμένο παίγνιο» και κατ' επέκταση και για τη χώρα, που είναι και το κυριότερο.
Η αντικατάσταση Βαρουφάκη στη διαπραγμάτευση προφανώς αποτελεί «υποχώρηση» του Τσίπρα έναντι των δανειστών.
Μία κίνηση «εξευμενισμού», με αλλαγή προσώπων προκειμένου να δοθεί (πιθανώς, γιατί η ουσία των διαφωνιών βρίσκεται αλλού) μία νέα ώθηση στις βαλτωμένες «διαπραγματεύσεις», οι οποίες έχουν φέρει την χώρα στο χείλος του γκρεμού, στο οποίο ισορροπεί επικίνδυνα εδώ και καιρό πλέον. Τώρα αν ο νέος διαπραγματευτής, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, θα τα καταφέρει καλύτερα, αυτό μένει να φανεί στην πράξη. Καθώς, όπως έγραψαν και τα ξένα μέσα, «ένας Μαρξιστής αναλαμβάνει να σώσει την Ελλάδα». Άλλωστε για να είμαστε και πραγματιστές στη διάρκεια των τριών μηνών που πέρασαν με όσα συνέβησαν ή δεν συνέβησαν επί Βαρουφάκη, η κατάσταση έχει πλέον μορφοποιηθεί και η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει αντιληφθεί στην πράξη και όχι στη θεωρία-όπως συνέβαινε όταν ανέλαβε-ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο διαφορετικά και πολύ πιο δύσκολα από ό,τι τα υπολόγιζε προεκλογικά, όταν έκανε ασκήσεις επί χάρτου. Και επιπλέον η όποια διαπραγμάτευση μπορεί να έχει κάποιον που «φαίνεται» ή κάνει επιτόπιους χειρισμούς αλλά οι συνολικές θέσεις αποτελούν προϊόν της πολιτικής που η κυβέρνηση θέλει να χαράξει, δεν είναι «προσωπική» υπόθεση. Και επιπλέον, όπως έχουμε διαπιστώσει, από τις κατά καιρούς διαρροές, οι δανειστές «εκτιμούν» πολύ περισσότερο από αυτούς που φαίνονται, κάποιους συνεργάτες των υπουργών που δεν... φαίνονται τόσο, οι οποίοι φαίνεται όμως να είναι πιο τεχνοκράτες και πιο κοντά στην πραγματικότητα που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται διά των αριθμών και όχι διά των θεωριών, με τις οποίες κατά κόρον τους... μπούκωσε ο Βαρουφάκης. Και αυτοί οι «αφανείς» εξακολουθούν να λαμβάνουν μέρος στη συνεχιζόμενη υπό τον Τσακαλώτο διαπραγμάτευση.
Από κει και πέρα Δευτέρα βράδυ, ακούσαμε από τα πλέον επίσημα χείλη, αυτό που άλλα επίσημα χείλη προ ημερών διέψευδαν.
Ότι δηλαδή, εφόσον η εξέλιξη ή το αποτέλεσμα τέλος πάντων αυτής της διαπραγμάτευσης δεν είναι το επιθυμητό θα πάμε σε δημοψήφισμα.
Το είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξή του προς τον Νίκο Χατζηνικολάου. Και ήρθε στη συνέχεια υπονοούμενων που είχαν αφήσει κυβερνητικά στελέχη την περασμένη εβδομάδα για δημοψήφισμα με τον Βαρουφάκη να βγαίνει εν συνεχεία και να διαψεύδει ότι πάμε για δημοψήφισμα, ενώ ο ίδιος προ μηνός είχε θέσει το ζήτημα του δημοψηφίσματος. Μια ακόμη ένδειξη της «σύγχυσης» που επικρατεί μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών. Ο Αλ. Τσίπρας λοιπόν, ήρθε και επιβεβαίωσε αυτό που άλλα κυβερνητικά στελέχη, όλο και περισσότερα, άφηναν να εννοηθεί όλο το προηγούμενο διάστημα δημιουργώντας «κλίμα». Ότι δηλαδή είναι ορατό το ενδεχόμενο να πάμε σε δημοψήφισμα. Όπως άλλωστε είχε επισημάνει και προ ημερών κατά πάσα πιθανότητα, για να μην πούμε κατά πάσα βεβαιότητα, το περίφημο «plan B» της κυβέρνησης ήταν από την αρχή ακριβώς αυτό: να τραβήξουν στα άκρα την οποία «πραγμάτευση» με προμετωπίδα τη λαϊκή εντολή που έλαβαν στις πρόσφατες εθνικές εκλογές και εφόσον δεν τους βγει το παιχνίδι, να πάνε σε δημοψήφισμα ή εκλογές.
Τι σημαίνει το δημοψήφισμα;
Ότι καλούνται οι πολίτες να αναλάβουν την ευθύνη για το μέλλον της χώρας και το δικό τους επίσης, «απαλλάσσοντας» την Κυβέρνηση από την πολιτική ευθύνη, είτε λήψης νέων επώδυνων μέτρων, είτε αποχώρησης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την ευρωζώνη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα.
Βέβαια άκουσα και το εξής καταπληκτικό από ένα κυβερνητικό στέλεχος: ότι σε περίπτωση που γίνει δημοψήφισμα θα έχει δυο ερωτήματα: «θέλετε να μείνει η χώρα στην ευρωζώνη;» θα είναι το ένα και το άλλο « θέλετε να ληφθούν νέα επώδυνα μέτρα;». Και, όπως σχολίαζε ο ίδιος δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος διότι: οι πολίτες θα απαντήσουν ότι θέλουν να μείνουν στο ευρώ (άλλωστε σε όλες τις δημοσκοπήσεις αυτό φαίνεται κατά ισχυρή πλειοψηφία) και ότι δεν θέλουν νέα επώδυνα μέτρα. Πάρα πολύ ωραία! Θα πάρει δηλαδή αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα η Κυβέρνηση και θα πει στους εταίρους «να η νέα μου λαϊκή εντολή». Και τι θα την κάνουν οι εταίροι; Έμπλαστρο; Ή θα... κατουρηθούν από τον φόβο τους και θα κάνουν πίσω στις απαιτήσεις τους; Στον ίδιο παρανομαστή θα βρεθούμε πάλι.
Πάντως να προσεχθεί ο Αλ. Τσίπρας απέκλεισε το ενδεχόμενο εκλογών.
Και βέβαια θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε τις αμφιβολίες μας για το ενδεχόμενο εκλογών ή όχι διότι στην πολιτική ο πιο σίγουρος τρόπος να ξέρεις ότι θα γίνει κάτι είναι να το διαψεύδουν οι πολιτικοί. Όμως, ναι μεν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται κατά πολύ της Νέας Δημοκρατίας, αλλά με την ψαλίδα να έχει ελαφρώς κλείσει, και χωρίς αυτοδυναμία. Οπότε, πραγματικά δεν θα είχε λόγο να πάει σε εκλογές ο Αλ. Τσίπρας. Θα κερδίσει τις εκλογές είναι σαφές αλλά θα πέσει και πάλι στην ανάγκη κυβερνητικού εταίρου. Στην ουσία του πράγματος λοιπόν δεν θα αλλάξει κάτι. Άρα, γιατί να πάει;