Ο Λουκιανός γεννήθηκε το 119-130 μ.Χ. στα Σαμόσατα της Συρίας από φτωχούς γονείς που τον προόριζαν να γίνει λιθοξόος. Αυτός όμως ήθελε να γίνει φιλόσοφος και συγγραφέας. Αγαπούσε τα γράμματα και παρά την οικονομική δυσπραγία της οικογένειας σπούδασε ρητορική, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα -ήταν πολύ Έλληνας για να ζήσει μακριά απ΄ την Ελλάδα- και εγκατέλειψε τη ρητορική και τις δίκες για να αφοσιωθεί στη φιλοσοφία και στο γράψιμο. Ο διάλογος του Ερμή και του Χάροντα είναι ένας απ΄ τους νεκρικούς διαλόγους του.
Η εποχή που έζησε ο Λουκιανός, η Ελληνιστική εποχή- φαίνεται ότι δεν διαφέρει ως προς τη νοοτροπία με τη δική μας εποχή, στην οποία όλες οι αξίες ευτελίζονται για να αντικατασταθούν από το χρήμα. Ο κόσμος και τότε, όπως και τώρα στηρίζει όλες τις ελπίδες του και τις προσδοκίες του στην ανάπτυξη της οικονομίας. Το χρήμα λοιπόν είναι το κύριο θέμα του διαλόγου μεταξύ του θεού Ερμή και του Χάροντα. Οι θεοί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας είχαν όλα τα χαρίσματα και τα ελαττώματα των ανθρώπων και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό.
Η υπόθεση του διαλόγου είναι κάποια διαφορά στα ναύλα ανάμεσα στον ψυχοπομπό Ερμή, το θεό που οδηγούσε τις ψυχές στον Άδη και του Χάροντα, που ήταν ο παραλήπτης των ψυχών.
Οι περιγραφές των ψυχών που παρεμπιμπτόντως όπως θα δούμε γίνονται στον παρόντα διάλογο δεν πρέπει να μας παραξενεύουν, γιατί οι θεοί σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία έβλεπαν τις ψυχές, που ήταν όμοιες με τα σώματά τους. Κανείς από τους θνητούς δεν μπορούσε να δει τις ψυχές εκτός από τον τυφλό μάντη Τειρεσία. Μόνο αυτός μπορούσε να βλέπει τις ψυχές. Οι θεοί του έδωσαν αυτό το μοναδικό χάρισμα σαν αντιστάθμισμα που τον τύφλωσαν επειδή είδε τη θεά Αθηνά γυμνή.
Ο Τειρεσίας αποζημιώθηκε για τη φυσική του τύφλωση γιατί μπορούσε να βλέπει έκτοτε τα πνευματικά, τα μη βλεπόμενα από αυτούς που είχαν τη φυσική τους όραση. Ίσως με αυτό θέλει να πει η αρχαία μυθολογία πως όποιος βλέπει πολύ τα υλικά χάνει τα πνευματικά. Πρέπει δηλαδή να μην προσκολλιέσαι στα υλικά για να βλέπεις τα πνευματικά. Τώρα όμως κανείς δεν κάνει πίσω στις υλικές απολαύσεις και στην καλοπέραση ούτε και οι πιο πνευματικοί από τους ανθρώπους της εποχής μας.
Αναρωτιέμαι ποιο είναι το ενδιαφέρον της ιστορίας του Λουκιανού. Για ποιο λόγο ασχολήθηκε με τη διαφορά ανάμεσα σε δυο θεούς για τα ναύλα εκ της μεταφοράς των νεκρών από αυτή τη ζωή στον Άδη; Για μένα το ενδιαφέρον της ιστορίας αυτής του Λουκιανού, πιστεύω ότι αυτό ισχύει και για τον ίδιο, είναι η κατάντια του ανθρώπου ο οποίος δεν αλλάζει ποτέ ούτε με το θάνατο. «Ο λύκος την τρίχα αλλάζει» λέει η παροιμία εννοείται όσο ζει. Κατά πως διηγείται όμως ο Λουκιανός στο διάλογό του δεν αλλάζει ούτε μετά το θάνατο. Η ψυχή παίρνει μαζί της την κακία της και στον άλλο κόσμο. Αυτό θέλει να πει η παροιμία «μόνο μια κακία μένει».
Οι άνθρωποι της εποχής του μας λέει ο Λουκιανός ακόμα κι όταν έφταναν σε κάποιο ανώτερο επίπεδο δεν ελευθερωνόταν από τα πάθη τους και τις κακίες τους ιδίως από το χειρότερο από όλα τα πάθη, την προσκόλληση στο χρήμα. Ο Λουκιανός ήταν μαθητής του Σωκράτη που έλεγε πως επιστήμη χωρίς αρετή είναι κακουργία.
Να πάρουμε όμως τώρα μια γεύση από το διάλογο του Λουκιανού Ερμής και Χάροντας: Ο Χάροντας δεν έχει να πληρώσει το χρέος που του ζητεί ο Ερμής και προβάλλει τη δικαιολογία ότι αυτήν την εποχή υπάρχει μεγάλη αναδουλειά, οικονομική ύφεση όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ερμής: «Λοιπόν σαν πότε λες να μου τα δώσεις». Χάροντας:- «Ερμή μου, τώρα είναι αδύνατο. Μόλις όμως μου στείλεις καμπόσους μαζεμένους, καμιά επιδημία ή πόλεμος, τότε θα μπορέσω να έχω κάποιο κέρδος, κάνοντας καμιά κομπίνα στα ναύλα εξαιτίας της κοσμοσυρροής».
Ο Ερμής συμφωνεί με τον Χάροντα ότι αυτό είναι το κακό με την ειρήνη και θυμάται άλλες εποχές που ο Χάροντας ξοφλούσε τα χρέη του γιατί υπήρχε μεγάλη κίνηση. «Θυμήσου» λέει στο Χάροντα «σε ποια κατάσταση έφταναν οι παλαιοί εδώ πέρα, όλοι τους παλικάρια, βουτηγμένοι στο αίμα κι οι περισσότεροι τραυματίες. Μα τώρα πια έρχονται ή γιατί πέθανε κανείς φαρμακωμένος απ’ το παιδί του ή από τη γυναίκα του, ή κανένας με πρησμένη κοιλιά και τα σκέλη του απ’ την καλοπέραση, όλοι τους κατακίτρινοι και κακομοίρηδες, τελείως αλλιώτικοι από κείνους. Κι όπως δείχνει το πράγμα, οι πιο πολλοί τους έρχονται επειδή ο ένας είχε βάλει στο μάτι τα χρήματα του αλλουνού».
Πείτε μου, ευγενικέ αναγνώστη, σε τι διαφέρει η δική μας εποχή από την Ελληνιστική εποχή του Λουκιανού, αν κρίνουμε από αυτούς που έχουν βάλει στο μάτι τα χρήματα του ελληνικού λαού;
(Λουκιανού Διάλογοι, Εταιρικοί, Ενάλιοι, Θεών και Νεκρικοί, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Αικατερίνης Τσοτάκου-Καρβέλη, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1995).