Από τον Νίκο Νάκο
«Όλα τα ’χαμε οι Απόκριες μας έλειπαν», ανέφερε ο τίτλος μια σύνθεσης γελοιογραφιών του ΚΥΡ σε αθηναϊκή εφημερίδα. Και πραγματικά τι μας χρειάζονται πλέον οι Απόκριες και οι μασκαράδες όταν τους έχουμε όλους τους μήνες του χρόνου; Βέβαια, θα πει κανείς ότι αυτοί οι μασκαράδες δεν φορούν μάσκες ή μάλλον δεν φαίνονται οι μάσκες τους. Μασκαράδες χωρίς μάσκα! Είναι οι πιο γνήσιοι. Δεν προμηθεύονται αυτοί τα σύνεργα της μασκαροσύνης και τα προσωπεία τους από την αγορά. Η μασκαροσύνη αναβλύζει από μέσα τους.
Κοινό γνώρισμα αυτών των μασκαράδων χωρίς μάσκα και των άλλων που μασκοφορούν, είναι ότι και οι δυο τους καταβάλλουν προσπάθεια να μην ακουστεί το «σας γνωρίσαμε» από τα πλήθη. Για τον μασκαρά με μάσκα είναι μικρό το κακό. Το πολύ, σε περίπτωση αναγνώρισης να γίνει το «νούμερο» της συντροφιάς. Ο άλλος όμως όταν αποκαλυφθεί δεν τη γλιτώνει τόσο εύκολα, αν και ένας τέτοιος μασκαράς βρίσκει πάντα και τον τρόπο να ξεγλιστράει... Μακάριοι όσοι, διαθέτοντας το τάλαντο του μασκαρά, δεν έχουν ανάγκη την αποκριάτικη αμφίεση, αλλά όπως και να εμφανιστούν, και ένδυμα καθημερινό όταν φορούν και με ένδυμα επίσημο όταν κυκλοφορούν, πάντα μασκαράδες είναι. Τι σημασία έχει πια η Αποκριά όταν έχεις μάθει να ξεγελάς με τις χαμαιλεόντειες αλλαγές ρόλων. Μοιάζει ξεπερασμένο και υπερβολικά παλιομοδίτικο, όπως και κάθε τι αποκριάτικο πια. Και θα ήταν περίεργο να συμβαίνει κάτι διαφορετικό στην εποχή που ο καθένας αντί να είναι, φαίνεται. Γι’ αυτό και το γκροτέσκο της Αποκριάς δεν είναι γκροτέσκο πια, όταν το συναντούμε πλέον στην καθημερινή πρακτική.
Η μεταμφίεση είναι μια ολική σύμβαση. Κανείς δεν περιμένει τις Απόκριες για να τη ζήσει. Καθώς μας μεταφέρει στο παιχνίδι της αναπαράστασης της ύπαρξής μας, της αναγκαίας εμφάνειάς της, αλλά και της απάτης και της αυταπάτης.
Με τη μεταμφίεση, όπως και την αμφίεση, ο άνθρωπος σώζει τον ενδότερο εαυτό του. Τον σώζει και συνάμα μαθαίνει να τον παριστάνει, γιατί με την αμφίεση ενδυόμαστε ένα ρόλο, το ρόλο του φύλου, του επαγγέλματος, της τάξης μας, το ρόλο της άσκησης μιας εξουσίας, της κυριαρχίας ή της υποταγής. Ο ρόλος μας γίνεται σχεδόν ένα με τον εαυτό μας, είναι ο εαυτός μας όπως παίζεται στη σκηνή της κοινωνικής ζωής. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που με το ένδυμα παριστάνουμε αυτό που είμαστε σε σχέση προς τους άλλους, το παριστάνουμε και σε σχέση προς τον εαυτό μας. Η αμφίεσή μας γίνεται μια μορφή αυτοαναγνώρισης.
Τα κατά συνθήκη ψεύδη ή οι κοινωνικές συμβάσεις, αν θέλετε, έχουν ανάγκη την προσωπίδα της αμφίεσης ή της μεταμφίεσης. Έτσι και οι δύο δεν μας φανερώνουν με την παρεμβολή τους μόνον την απόσταση από τον εαυτό μας κι από τους άλλους, αλλά και τη σύνδεσή μας μαζί τους. Είναι το ύφος που μας εκφράζει, καθώς συναντάμε τους άλλους και τον εαυτό μας. Παίζοντας με την αμφίεσή μας, αλλάζοντάς την μπορούμε να σώζουμε ή να προδίδουμε τον εαυτό μας όπως ο «Βασιλεύς Δημήτριος» του Καβάφη, που στην καίρια στιγμή
«με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε
κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράσταση τελειώνει
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται».
Δυστυχώς πολλοί από μας ταυτιζόμαστε με το προσωπείο μας, με την αμφίεσή μας, κινδυνεύουμε να χάσουμε τον εαυτό μας, γιατί το εξωτερικό ένδυμα, η μεταμφίεση που επιλέγουμε, προβάλλει προς τα έξω το σχήμα της που μας καθιστά υποχείριό του.
Η μάσκα, το προσωπείο, επικάθεται έτσι πάνω στο πρόσωπο και το συντρίβει. Μας αναγκάζει να υποκριθούμε, εμφανίζοντας τον εαυτό μας ως έναν άλλο, ως αυτόν που δεν είμαστε. Μετέχουμε έτσι στο παιχνίδι της μασκαράτας, της απάτης και της αυταπάτης. Η κλοπή τότε και η αθέμιτη συναλλαγή μπορεί να εμφανίζεται ως κοινωνική υπηρεσία ή ακόμα και ως φιλανθρωπία. Η υπεροψία της εξουσίας ως ηγεμονικό χάρισμα, η πανουργία ως σοφία, η αυθαιρεσία τους ενός ως λαϊκή βούληση και ο καιροσκοπικός κυνισμός ως ανιδιοτελής ιδεολογία.
Πίσω από το μεταμφιεσμένο προσωπείο της φιλίας και του σεβασμού κρύβεται το δαιμονικό πάθος του μίσους και της καταστροφής (Ιάγος - Σαίξπηρ).
Η μάσκα, η μεταμφίεση είναι όμως και μια φυγή μπροστά στον ίδιο τον εαυτό μας, που αλλάζει μορφές, σε μια κίνηση αυτοεξαπάτησης. Είναι το προσωπείο της συνείδησης του καλού πατέρα, που κρύβει από το ίδιο το πάθος της αγάπης του, την πιο μεγάλη καταπίεση των παιδιών του. Το προσωπείο του δημοκράτη που συγκαλύπτει τον διαφθορέα του λαού. Το προσωπείο της αγιότητας, που επιχειρεί να καταστήσει αδιόρατο τον ύψιστο εγωιστικό πειρασμό.
Πολλοί ανάμεσά μας είναι εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι αυτό της αναπαράστασης, της αμφίεσης και της μεταμφίεσης. Κάποια στιγμή κι ο καθένας μας γίνεται ένας Πρωτέας, που μεταμορφώνεται διαρκώς, αποφεύγοντας την κρυμμένη αλήθεια των προθέσεών του.
Δεν μας έλειψε, λοιπόν, η Αποκριά με την παρωχημένη υπερβολή της γιατί – κι αυτό φαίνεται όλο και πιο έντονα – συμμετέχουμε άθελά μας σ’ ένα μεγάλο καθημερινό καρναβάλι με χιλιάδες προσωπιδοφόρους και αμέτρητες διαφορετικές ερμηνείες του κόσμου μας. «Ο καθένας μας είναι τόσοι πολλοί», όπως θα ‘λεγε κι ο Πιραντέλλο.