Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπολογίζεται ότι είναι στην πραγματικότητα ο αριθμός των μεταναστών που ζουν και δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Αυτό το αριθμητικό στοιχείο και μόνο, είναι αρκετό ώστε επιτέλους να ενεργοποιήσει την πολιτεία και την κοινωνία, προκειμένου να διεξαχθεί μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση για τα κρίσιμα θέματα της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας.
Η νέα Κυβέρνηση τόλμησε να αναλάβει μια σημαντική πρωτοβουλία με σχέδιο νόμου που προβλέπει κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή παρακολούθησαν ελληνικό σχολείο, καθώς και δικαίωμα συμμετοχής στις τοπικές εκλογές σε μετανάστες με νόμιμη διαμονή.
Είναι τα πρώτα θαρραλέα βήματα για την ενσωμάτωση των πολιτών αυτών στην ελληνική κοινωνία και μάλλον παρέλκει οποιαδήποτε συζήτηση για το αν πραγματικά έπρεπε ή όχι αυτή η πρωτοβουλία να αναληφθεί, καθώς είναι βέβαιο ότι έρχεται με καθυστέρηση πολλών ετών, αφού οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν στην πράξη ήδη πολίτες της χώρας μας και θα πρέπει να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να μετέχουν ισότιμα στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της.
Το κυρίαρχο στοιχείο της πρωτοβουλίας που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ότι ήδη ξεκίνησε η συζήτηση για πολλές πτυχές του θέματος, εκ των οποίων πολλές απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και σοβαρότητα, όπως ο απαραίτητος χρόνος διαμονής στη χώρα για το δικαίωμα πολιτογράφησης, η εξαίρεση των πολιτών άλλων χωρών της Ε.Ε. από την υποχρέωση ελάχιστου χρόνου παραμονής, αλλά και η απαίτηση από τον ενδιαφερόμενο να αποδεικνύει τη δυνατότητά του να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ένα σαφές μειονέκτημα κατά το σχεδιασμό της μεταναστευτικής πολιτικής, που ήδη έχει εντοπιστεί από ειδικούς επιστήμονες, είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να συνδιαλλαγεί με τους δέκτες της πολιτικής αυτής – δηλαδή τους μετανάστες – διότι εκείνοι ακόμα και αν είναι νόμιμοι, στερούνται συνήθως των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Δεν μπορεί δηλαδή να αναπτυχθεί με τους μετανάστες ένας ουσιαστικός διάλογος, παρά μόνο σε περιορισμένο επίπεδο, μέσω μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και με τη βοήθεια μεμονωμένων ατόμων. Έτσι τα σχετικά μέτρα δεν δοκιμάζονται μέσα από διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης αλλά περνούν κατευθείαν στη φάση εφαρμογής τους, χωρίς να έχουν ελεγχθεί οι παράπλευρες ή ανεπιθύμητες επιπτώσεις τους. Οι μετανάστες αδυνατούν επίσης να εκφράσουν τα αιτήματα και τις προτεραιότητές τους προς την κοινωνία στην οποία ζουν και εργάζονται.
Όλα αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν την κυβέρνηση και να ανοίξει ουσιαστική διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους αλλά και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, παρέχοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις για διαφανείς διαδικασίες, αντικειμενικότητα στις αποφάσεις για την ιθαγένεια, καθώς και δυνατότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν την αιτιολόγηση των αποφάσεων.
Οι Έλληνες πολίτες, πρέπει να ενημερωθούν σωστά για το θέμα και να τοποθετηθούν όχι κάτω από την επήρεια επιφανειακών και υστερόβουλων προσεγγίσεων, αγκυλώσεων και επικίνδυνων απόψεων περί «εθνικής καθαρότητας», «κινδύνου εθνικής αλλοτρίωσης» ή «πολιτών –απειλή», αλλά με σύνεση να αναγνωρίσουμε ότι το σημερινό έλλειμμα δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων, αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα θα οδηγήσει μελλοντικά σε κοινωνικές εκρήξεις, που δύσκολα θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε ως κοινωνία.
Επιπλέον, πρέπει επιτέλους να παραδεχθούμε ότι το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία δεν ανήκει στη σφαίρα της θεωρητικής πολιτικής αλλά είναι ένα πραγματικό ζήτημα, μια υφιστάμενη κατάσταση. Πιο απλά είναι οι άνθρωποι δίπλα μας, οι συνεργάτες μας, οι συνέταιροί μας, οι υπάλληλοί μας, οι συμμαθητές μας, οι φίλοι μας, οι γείτονές μας...
Ακόμη κι όταν τα μπαλκόνια μας είναι απέναντι, αυτοί είναι πάντα οι «διπλανοί μας»...
* Η Ευαγγελία Λιακούλη είναι Δικηγόρος, επικεφαλής της «Συμφωνίας Ευθύνης»