Επιλέγοντας τη χαρά για κάτι φανερώνουμε την έμφυτη κλίση μας. Όσο για μένα, παιδί ακόμα στο χωριό του παππού μου Αγγελάκη Κοτίτσα, στη Δεσκάτη Γρεβενών (τώρα έγινε πόλη), όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, τίποτε δεν μου έδινε τόση χαρά όσο η θέα του ωραίου. Η χαρά μου ήταν ανάμικτη με θαυμασμό για όλα τα πράγματα του Θεού. Αγαπούσα τα ωραία πρόσωπα των ανθρώπων και ένιωθα χαρά να κοιτάζω τα λουλούδια, να μυρίζω το άρωμά τους, να βλέπω τα δέντρα μετά τη βροχή, να θαυμάζω τη θέα των βουνών και των ποταμών.
Από παιδιά επιλέγουμε τα πράγματα που μας αρέσουν. Λένε ότι τα θεμέλια του χαρακτήρα μπαίνουν στα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μας. Οι χαρακτήρες των ανθρώπων ξεχωρίζουν από την παιδική ηλικία. Άλλος είναι αισθητικός και επιλέγει τη χαρά που σου δίνει η θέα του ωραίου, άλλος είναι θεωρητικός και επιλέγει τη χαρά που σου δίνει το να γνωρίζεις ολοένα καινούρια πράγματα (η χαρά του ειδέναι) και άλλος είναι πρακτικός και επιλέγει τη χαρά που σου δίνει το να είσαι δραστήριος (η χαρά της δράσης).
Η επιλογή της αισθητικής χαράς ήταν για μένα το αντίδοτο στο πικρότατο αίσθημα του ξένου που ένιωθα από παιδί ίσως γιατί έμεινα ορφανός από πατέρα ή γιατί η οικογένειά μου κάθε δυο τρία χρόνια άλλαζε τόπο κατοικίας. Πρέπει να υποφέρεις πολύ για να νιώσεις το αίσθημα του να είσαι ξένος στην ίδια σου την πατρίδα, όπως νιώθουμε σχεδόν όλοι σήμερα, σαν να είμαστε ξενιτεμένοι στην πατρίδα μας, γιατί ο κόσμος όπως έγινε δεν μας εκφράζει πια.
Από τα πολλά ποιήματα του Νερούντα επέλεξα να μεταφράσω από τα Ισπανικά, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής το ποίημά του «Το πορτραίτο στην πέτρα», που μιλάει γι΄ αυτό το πικρό αίσθημα του ξένου. Το παραθέτω εδώ από το περιοδικό «Διαγώνιος», Θεσσαλονίκη 1974, για να το χαρείς, ευγενικέ αναγνώστη:
«Το πορτραίτο στην πέτρα Τον γνώρισα, ναι, έζησα χρόνια μαζί του/ με τη χρυσή και πέτρινη ύπαρξή του./ Ήταν ένας άνθρωπος κουρασμένος:/ Άφησε στην Παραγουάη τον πατέρα του και τη μάνα του,/ τα παιδιά του, τ' ανίψια του/ τους τελευταίους κουνιάδους του,/ την πόρτα του, τις κότες του,/ και μερικά βιβλία μισάνοιχτα./ Φώναξαν στην πόρτα/ όταν άνοιξε, τον έπιασε η αστυνομία/ και τον χτύπησαν τόσο πολύ/ που έφτυσε αίμα στη Γαλλία, στη Γερμανία,/ στην Ισπανία, στην Ιταλία, περιφερόμενος,/ κι έτσι πέθανε κι έπαψα να βλέπω το πρόσωπό του./ Έπαψα να ακούω τη βαθύτατη σιωπή του./ Ώσπου μια φορά, μια νύχτα με θύελλα,/ με χιόνι που ύφαινε/ το γνήσιο φόρεμα της Κορδιλιέρας,/ σ΄ ένα άλογο, εκεί μακριά,/ κοίταξα κι ήταν εκεί ο φίλος μου./ Το πρόσωπό του ήταν από πέτρα,/ Το προφίλ του αψηφούσε τον άγριο καιρό./ Στη μύτη του έσπαζε ο αέρας/ ένα μακρύ ουρλιαχτό κυνηγημένου ανθρώπου./ Εκεί ήρθε να σταθεί ένας εξόριστος:/ Ζει στην πατρίδα του, αλλαγμένος σε πέτρα».
Επιλέγοντας την αισθητική χαρά νιώθουμε ότι η χαρά από τη θέα του ωραίου επιβεβαιώνει μια σύνδεση ανάμεσα σε κάτι αόρατο, αλλά αληθινό - τα αισθήματά μας- με τον αξιοσημείωτο κόσμο γύρω μας. Είναι το πνεύμα του Θεού μέσα μας, η χάρη, που μας συνδέει με την αίσθηση ότι πίσω από τα ωραία πράγματα είναι η παρουσία του Δημιουργού.
Αυτό το νόημα εκφράζει ο στίχος του Δαβίδ «Δεν λάτρεψαν τη Δημιουργία αυτοί που έχουν τη χάρη του Θεού μέσα τους, αλλά τον Δημιουργό» (ουκ ελάτρευσαν την κτίση οι θεόφρονες, αλλά τον Κτίσαντα)».
Η αγάπη για το ωραίο μ’ έκανε να αγαπήσω τον ίδιο το Θεό. Μέσα από τους στίχους των ψαλμών του Δαβίδ, του Άσματος, του Εκκλησιαστή και ιδίως μέσα από τα λόγια του Ευαγγελίου είναι αδύνατο να μην νιώσεις το θείο έρωτα για το άπειρο κάλλος του προσώπου του γλυκύτατου Ιησού.
Η επιλογή της αισθητικής απόλαυσης, της χαράς από τη θέα του ωραίου, είναι αυθόρμητη, επειδή είναι έμφυτη. Σπέρματα της αγάπης του ωραίου υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο άνθρωπος γεννιέται προφήτης, καλλιτέχνης, ποιητής, εφευρέτης κ.ά. εξαρτάται ποια από όλα τα χαρίσματα αυτά θα καλλιεργήσει. Μια μεγάλη αλήθεια γι' αυτόν τον κόσμο, είναι τα λόγια του Κυρίου «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Που σημαίνει, ότι ο άνθρωπος έχει πνευματικές ανάγκες, και ότι χωρίς πνευματική τροφή και χωρίς ψυχική γαλήνη, δεν μπορεί να χαρεί ούτε τα υλικά αγαθά, όσο πολλά κι αν είναι αυτά κι όσο σπουδαία και μεγάλα. Δίχως πνευματική ηρεμία, με την καρδιά σφιγμένη απ' το εσώτατο, υπαρξιακό άγχος, ο άνθρωπος τίποτα δεν μπορεί να χαρεί. Οι ενοχές και οι θλίψεις υποσκάπτουν την υγεία του και τον οδηγούν πριν την ώρα του στο θάνατο.
Πολλοί δεν έχουν κάποιο όραμα ευρύτερο και υψηλότερο από τη μίζερη, συνηθισμένη, βαρετή καθημερινότητα. Δεν μπαίνουν στο νόημα της ποίησης και δεν καταλαβαίνουν τις εικόνες και τις μεταφορές της Σοφίας. Τα λόγια του Ευαγγελίου όμως είναι τόσο απλά, για να τα καταλαβαίνει και ο πιο απλός από όλους τους ανθρώπους «Ο Θεός με ξέρει», μου είπε κάποτε ο Θωμάς, κάποιος απλός λαχειοπώλης στη Λάρισα. Ο Γιώργος, ο ανάπηρος υπαίθριος στιλβωτής της Καλύμνου, με χαιρετούσε πάντα με την ίδια ευχή: «Χαίρετε κι αγαλλιάσθε, Μόσχο μου, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».
«Να ζεις για την ψυχή σου», γράφει στο Ημερολόγιό του ο Τολστόι: «Να ζεις για την ψυχή σου, και χωρίς να προσπαθείς χωρίς καν να καταλαβαίνεις ότι το κάνεις, θα συνεισφέρεις στη βελτίωση της κοινωνίας». (Τολστόι, Ημερολόγιο της Σοφίας», εκδ. Πρίντα).