Το Αγροτικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στις πρωτόγονες κοινωνίες. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε μετά την εθνική ανεξαρτησία και στη Θεσσαλία μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα το 1881. Έκτοτε παραμένει ως ένα χρόνιο και ακανθώδες πρόβλημα για τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις.
Ο Χ. Τρικούπης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που βρέθηκε αντιμέτωπος με το Αγροτικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Ο οραματιστής πολιτικός ήταν αντίθετος με τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και τη διανομή τους στους ακτήμονες αγρότες. Ο πολιτικός του αντίπαλος Θ. Δηλιγιάννης έμεινε μόνο στις καλές του προθέσεις. Ο Ε. Βενιζέλος υποσχέθηκε πολλά, αλλά έκανε λίγα. Αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών που καλλιέργησε στους αγρότες με τις προεκλογικές του εξαγγελίες. Την οριστική λύση στο πρόβλημα των απαλλοτριώσεων έδωσε ο Ν. Πλαστήρας με το Διάταγμα «περί ολοσχερούς απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών», που εξέδωσε η κυβέρνησή του στις 15 Μαρτίου του 1923.
Με το Διάταγμα αυτό η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα άνοιξε το δρόμο για τις μαζικές απαλλοτριώσεις, που έγιναν τα επόμενα χρόνια. Πράγματι, την περίοδο του μεσοπολέμου (1923-1940) χιλιάδες οικογένειες Θεσσαλών αγροτών, γηγενών και προσφύγων, απέκτησαν γεωργικό κλήρο και έγιναν ιδιοκτήτες γεωργικής γης.
Τα πρώτα χρόνια μετά τις απαλλοτριώσεις τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα για τους αγρότες. Η ανυπαρξία καλλιεργητικής εμπειρίας, η έλλειψη εγγειοβελτιωτικών έργων, η προσκόλληση στις παραδοσιακές καλλιέργειες, η απουσία γεωργικών λιπασμάτων, οι θεομηνίες και η αδυναμία του κράτους να στηρίξει τους γεωργούς στα πρώτα τους βήματα δεν έφεραν την αναμενόμενη ανάπτυξη στην ελληνική γεωργία. Μετά το μεσοπόλεμο ήρθε η δεκαετία του ’40, που επισώρευσε πολλά δεινά στη χώρα και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην αγροτική οικονομία. Έτσι, φτάσαμε στη δεκαετία του ’50, που αποτέλεσε την αφετηρία επαναστατικών αλλαγών στη θεσσαλική γεωργία. Ο θεσσαλικός κάμπος άρχισε να μεταμορφώνεται σταδιακά σε απέραντο εργοτάξιο και οι γεωργοί σε μικρούς γεωργοεπιχειρηματίες.
Ωστόσο, η ζωή των γεωργών δεν βελτιώθηκε ανάλογα με την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Αιτία, η δυσανάλογη αύξηση του κόστους καλλιέργειας σε σχέση με την αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, με άμεση συνέπεια την καθήλωση του οικονομικού και βιοτικού επιπέδου των αγροτών σε χαμηλά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ήταν η καλύτερη περίοδος για τους Θεσσαλούς αγρότες. Με τη δύση όμως του 20ού αιώνα και την ανατολή του 21ου η αγροτιά μπήκε σε περιπέτειες. Οι επιδοτήσεις άρχισαν να μειώνονται, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων να παίρνουν την κατιούσα, τα αγροτικά προϊόντα να μένουν απούλητα, τα χρέη στις τράπεζες να μεγαλώνουν και οι αγρότες να οδηγούνται μοιραία σε απόγνωση και σε απελπισία.
Η δραματική αυτή κατάσταση των αγροτών αντιμετωπίζεται με ακατανόητη ανευθυνότητα τα τελευταία χρόνια. Οι ελληνικές κυβερνήσεις πελαγοδρομούν ανάμεσα στις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ατολμία τους να πάρουν δραστικά μέτρα. Ο αγροτικός πληθυσμός αντιμετωπίζει έντονα το φάσμα του κινδύνου της εξαφάνισής του. Το παρόν του είναι δραματικό και το μέλλον του αβέβαιο. Οι αγρότες δεν ξέρουν τι να κάνουν. Πνίγονται καθημερινά στο άγχος, στην αβεβαιότητα και στα χρέη. Και το κράτος ολιγωρεί. Η Κάρλα παραμένει ακόμα χωρίς νερό, ο Αχελώος έχει γίνει το γεφύρι της Άρτας και η νέα κυβέρνηση ψάχνεται ακόμα. Το ποτήρι της αγανάκτησης των αγροτών έχει πλέον ξεχειλίσει. Η λύση στο αγροτικό πρόβλημα πρέπει να δοθεί σύντομα. Γιατί δεν αφορά μόνο στην επιβίωση του αγροτικού κλάδου αλλά και την τύχη της εθνικής μας οικονομίας.