Χαράς Ευαγγέλια. Ξανάρθαν οι εκπτώσεις. Οι γυναίκες βρίσκονται σε συναγερμό. Σε κινητοποίηση και αναστάτωση. Εναγώνια τις περίμεναν από καιρό. Έμποροι και γυναίκες, μετρούσαν τις μέρες, που οι τιμές θα κατρακυλούσαν ελκυστικές. Παγίδες της γυναικείας φιλαρέσκειας.
Σαν τις ιώσεις της εποχής. Έτσι και οι εκπτώσεις. Ανεβάζουν στα ύψη τον πυρετό της αναμονής. Πολύμηνοι σχεδιασμοί και όνειρα και στρατηγικές, εδώ και τώρα. Όχι επί χάρτου. Επί εδάφους που λένε οι στρατιωτικοί. Η κάθοδος των μυρίων. Ορατή διά γυμνού οφθαλμού καθώς οι ερίτιμες κυρίες ξυχύνονται στους δρόμους της «Ερμού», της «Κούμα» και άλλων εμπορικών οδών της πόλης μας.
Χαμός εδώ. Ψιλοχαμός εκεί. Στριμωξίδι στους πεζόδρομους. Μάτια αχόρταγα, κολλημένα στις καταστόλιστες βιτρίνες. Οι παγίδες των εμπόρων μαγνητίζουν μάτια και ψυχή της γυναίκας. Κοιτάζουν επισταμένως. Τι να πάρουν; Εκείνο ή τούτο; Αχ, αυτό για τον βραδινό περίπατο είναι μούρλια. Ω! εκείνο για τις επίσημες επισκέψεις... Ούτε τα παιδάκια μπροστά στις βιτρίνες των παιχνιδιών δεν κάνουν έτσι.
Το κακό γίνεται όταν οι γυναίκες πάνε για εκπτώσεις δυο-δυο. Η μία σιγοντάρει την άλλη. Η μία δυναμώνει τ’ ορμητικό αίσθημα της πρώτης. Το πρώτο στάδιο εξόρμησης περιορίζεται στην κατόπτευση. Οι ιέρειες των εκπτώσεων, παρατηρούν, συγκρίνουν τιμές, φερμάρουν. Στο δεύτερο, ρωτάνε, υπολογίζουν τα ευρώ. Το κομπιουτεράκι παίρνει φωτιά. Πλησιάζουν στο στόχο. Αγγίζουν την πραμάτεια μ’ ένα αίσθημα ηδονής. Οι ευλαβέστερες, προχωρούν στο βάθος, αλλά διστάζουν να κενώνουν τα βαλάντιά τους, στον κουρβανά του εμπόρου. Μερικές πιο θαρραλέες και τολμηρές, προχωρούν στο δοκιμαστήριο. Προβάρουν. Καμαρώνουν το καλλίγραμμο σωματάκι τους ενδεδυμένο με το επίμαχο μοντελάκι. Παίρνουν αυτάρεσκες στροφές. Αυτοθωπεύονται. Αυτοθαυμάζονται. Μέσα τους λένε: «Είναι μούρλια». Στον έμπορο λένε: «Θα περάσω αύριο». Δεν έδεσε ακόμα το κερασάκι.
Είναι όμως κι άλλες, που τις πιάνει παραζάλη. Ένα ταράκουλο, που λέμε. Οι αντιστάσεις τους μειώνονται. Τα χρώματα, η ποιότητα, το ντιζάιν που λένε, τα θεσπέσια μοντελάκια, οι προτροπές του έμπορα: «Κυρία μου σας πέφτει υπέροχα. Για σας είναι ραμμένο...». Όλα τούτα στροβιλίζουν βασανιστικά, οι αντιστάσεις κάμπτονται.
Η παράδοση, άνευ όρων. Ο προγραμματισμός και η σωφροσύνη χάνονται. Και τότε αγοράζουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Σακούλια λοιπόν και σακούλες, αστραφτερές και λουσάτες, που κρύβουν μέσα τους, μια ανείπωτη χαρά. Το από πολλού επιδιωκόμενο και ονειρεμένο, γίνεται απόκτημα εις χείρας. Την ώρα τούτη, μη θελήσεις ν’ αντισταθείς στη γυναίκα. Πήρε την απόφασή της. ένας ίλιγγος την κατέχει, γλυκός, καταλυτικός.
Αντίθετα οι έμποροι διαπιστώνουν, πως ο τζίρος, δεν είναι ανάλογος του παρατηρούμενου γυναικείου αμόκ. Χαρακτηριστικά ο πολύς Άγγελος Βλάχος, έγραφε σχετικά με τις εκπτώσεις το 1893. Και τότε υπήρχαν εκπτώσεις αφού υπήρχαν οι γυναίκες. Έγραφε λοιπόν: «Αι κυρίαι των Αθηνών μετεβαίνουσιν εις τα εμπορικά, κυρίως διά να διασκεδάσωσι και όχι διά νε κενώσουν τα βαλάντιά τους. Τα δυστυχή αυτά βαλάντια, τα ρικνά και χρόνια ατροφικά πάσχοντα βαλάντια, προδίδουσι τας γυναίκας, ως ευρισκόμενα εν πλήρει αδυναμία ίνα ικανοποιήσωσι τας φιλαρέσκους ροπάς των». Αυτά γίνονταν λίγο πριν ο Τρικούπης αναφωνήσει το, «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Οι εκπτώσεις λοιπόν, μέγα δέλεαρ. Παγιδεύουν τη γυναικεία φιλαρέσκεια, αλλά και την απληστία. Γιατί καθώς υποστηρίζει φίλος μου – και δεν έχει άδικο – οι γυναίκες κάθε τόσο κουβαλάνε από τις εκπτώσεις κι άλλα ρούχα ενώ οι γκαρνταρόμπες υποφέρουν από ασφυξία και το αδιαχώρητο. Τι στην ευχή τα κάνουν;
Σε μας μένει να ρωτήσουμε. Οι εκπτώσεις έχουν απελευθερωτικό ή εκμεταλλευτικό χαρακτήρα; Η γυναίκα ζει το ονειρόδραμα της αποθέωσης ή είναι το αντικείμενο της εκμετάλλευσης, μιας καλοστημένης παγίδας;
Ό,τι κι αν είναι αυτές τις μέρες, μην κοντράρετε τη γυναίκα σας. Όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολες και άγριες μέρες, περνάνε τα δύστυχα πορτοφόλια μας. Αλλά και πώς να γίνει; Να στερήσεις τη γυναίκα από την ανείπωτη χαρά των εκπτώσεων; Αμαρτία δεν είναι;