* Του κ. Καλτσά Νικόλαου, Αρχιτέκτονα Μηχανικού - Πολεοδόμου
«Χωρίς περίσκεψην, χωρίς λύπην
χωρίς αιδώ / μεγάλα και υψηλά
τριγύρω μου έκτισαν τείχη...
ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν
από τον κόσμο έξω».
-καβαφικοί στίχοι-
Πουθενά πια αλάνα, αχρησιμοποίητο οικόπεδο, χτίστηκαν τα πάντα, για πάντα ή σχεδόν για πάντα (η αποθέωση της αντιπαροχής, του εργολάβου). Κερδήθηκαν βέβαια μ’ αυτόν τον τρόπο περιουσίες, τετραγωνικά μέτρα αρκετά, αλλά τι να λέει χάθηκαν στο μεταξύ πιο σημαντικά όπως ο γείτονας, η αυλή, το ήσυχο μέρος, ο παιδότοπος, το μέτρο∙ γεμίσαμε πολυκατοικίες-θηρία, καταστρατηγήθηκαν ακόμα και οι ελάχιστοι υποχρεωτικά ακάλυπτοι χώροι. Μας αρέσει δε μας αρέσει αυτή είναι η πόλη που κληρονομήσαμε και τώρα να που τα βρίσκουμε μπροστά μας. Τι και αν τα τελευταία χρόνια ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο, αν αποκτήθηκαν ακίνητα, κινητά, αν γέμισε το ψυγείο αγαθά, τη ζωή πώς να ζήσεις χωρίς φυσικό περιβάλλον, φυλακισμένος ανάμεσα σε ντουβάρια και τσιμέντα; Η πόλη χτίστηκε όπως κακοχτίστηκε (μήπως δεν συνεχίζει να κακοχτίζεται) με οριακή πρόβλεψη για ελεύθερους χώρους. Στις κεντρικές πυκνοδομημένες περιοχές ο συνδυασμός έλλειμμα περιβάλλοντος και ανοιχτών χώρων, φως-φανάρι, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων ειδικά των μικρών παιδιών. Τα παιδιά μας, λοιπόν, θύματα της στενότητας του αστικού χώρου. Κάθε τους κίνηση, σκέψη για παιχνίδι, ζωτικό χώρο σκοντάφτει σε περιορισμούς, απαγορεύσεις. Ο ένας τα διώχνει από δω, ο άλλος τα σπρώχνει από κει, άντε μετά πώς να ενεργήσουν, να εκφραστούν; Πού να παίξουν, στο μπαλκόνι, στο καθιστικό, ν’ ανέβουν στην ταράτσα, να κατέβουν στο υπόγειο, στην είσοδο, στην πυλωτή (αν υπάρχει), στο πεζοδρόμιο, καταμεσής του δρόμου ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, πού τέλος πάντων; Ενδεικτικό της όλης κατάστασης είναι το άρθρο με τίτλο: «Σκέψεις ενός δεκάχρονου» (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 11/01/10) του Δ. Τσολάκη, σπουδαστή του 1ου ΙΕΚ Λάρισας. Τελειώνοντας αναφέρει: «Το κείμενο το έγραψα επηρεασμένος από μια παρέα μικρών παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο σε πεζοδρόμιο, δίπλα σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, έξω από ένα σχολείο της Λάρισας, επειδή πολύ απλά ήταν κλειστό και δεν μπορούσαν να παίξουν στην αυλή του, ούτε και κάπου αλλού...Έτσι θέλησα να μπω στην ψυχολογία αυτών των παιδιών των μπαλκονιών για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε όλοι μας πώς περίπου νιώθουν το παιχνίδι πλέον, που τόσο σημαντικό είναι για την παιδική ηλικία...». Και βέβαια στα παιδιά χάθηκε η αίσθηση του παιχνιδιού σε ανοιχτό χώρο. Και βέβαια τα παιδιά τελούν υπό έξωση. Και βέβαια τα παιδιά βιώνουν στο πετσί τους την εικόνα του περίκλειστου, την καταπίεση, τη μοναξιά, τον αποκλεισμό από τον δημόσιο χώρο - έξω κόσμο. Και βέβαια τα παιδιά μεγαλώνουν πριν την ώρα τους μπροστά στον υπολογιστή σε εικονικά – πλαστικά - ετοιματζίδικα παιχνίδια χωρίς παρέες, φίλους, δράση στον ελεύθερο χρόνο. Και βέβαια μετέπειτα τα παιδιά αντιδρούν όπως αντιδρούν ξύνοντας αυτοκίνητα, βάφοντας με σπρέι τοίχους, προκαλώντας φθορές σε δημόσια περιουσία...Και βέβαια τα παιδιά δεν αγαπούν όσο θα ’πρεπε την πόλη, τον περιβάλλοντα χώρο, γιατί να το κάνουν άλλωστε, όση αγάπη-φροντίδα παίρνουν, άλλη τόση επιστρέφουν.
Μπορεί η επίσημη πόλη να τα αγνοεί; Η πόλη ν’ αφυπνιστεί, να ευαισθητοποιηθεί. Για τη νέα γενιά να κινητοποιηθεί, να ξοδέψει φαιά ουσία, χρόνο και χρήμα εξοικονομώντας πόρους από ανούσιες γιορτούλες και πανηγύρεις. Να υπάρξουν προγράμματα δημιουργικής απασχόλησης, άθλησης, μέσα από τα σχολεία με τη συντρομή κατάλληλου προσωπικού σε συνεννόηση με τους αθλητικούς φορείς, αθλητικά Σωματεία, Διαμερισματικά Συμβούλια. Ν’ ανοίξουν οι σχολικές αυλές, να ενοικιαστούν –αξιοποιηθούν οικόπεδα κενά (αν υπάρχουν), κάποιοι παράδρομοι να κλείσουν στ’ αυτοκίνητα, όπου απαιτηθεί να γίνεται οργανωμένη μεταφορά – μετακίνηση παιδιών σε χώρους αθλητικούς εκτός κέντρου...
Ναι, να δοθεί, κατά προτεραιότητα, τόπος στην πιτσιρικάδα για παιχνίδι, άθληση που τόσο πολύ το έχουν ανάγκη. Ναι, η πόλη να δράσει και να πάψει να παρατηρεί με χέρια σταυρωμένα. Ναι, αν θέλουμε τους αυριανούς συμπολίτες υπεύθυνους, συμμετοχικούς που θα νοιάζονται και θα δίνονται για την πόλη τους.