Μια κινεζική παροιμία λέει: Αν θέλεις να δουλέψεις για ένα χρόνο σπείρε σιτάρι, αν θέλεις να δουλέψεις για δέκα χρόνια φύτεψε ένα δέντρο και αν θέλεις να δουλέψεις για τριάντα χρόνια εκπαίδευε ανθρώπους. Στη σημερινή εποχή της γνώσης, της εξειδίκευσης, της επιδεξιότητας και των καινοτομιών, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί από την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, η παραγωγή του οποίου, ασφαλώς, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αξιόπιστου, τουτέστιν αποτελεσματικού, συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το διαθέτουμε ως χώρα; Aς μη κοροϊδευόμαστε, η κατάσταση είναι πολύ δραματική, οι πολιτικές ευθύνες είναι διαχρονικές και οι συνέπειες αυτής της κρίσης κάτι παραπάνω από ορατές, καθώς, όπως όλοι οι άνθρωποι της οικονομίας αναγνωρίζουν,
για τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η συστηματική απαξίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Κατά τη γνώμη μου, για το σημερινό χάλι στην εκπαίδευση μερίδιο ευθύνης δεν φέρουν μόνο τα μεγάλα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ), αλλά και αυτά της Αριστεράς (ΚΚΕ – ΣΥΝ), καθώς κάποιες επιμέρους προσπάθειες που επιχειρήθηκαν κατά το παρελθόν (π.χ. για την εφαρμογή της αξιολόγησης στα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς, με τους νόμους του κ. Πέτρου Ευθυμίου και της κ. Μαριέτας Γιαννάκου) δεν τελεσφόρησαν διότι υπονομεύθηκαν εξαρχής απ’ την Αριστερά. Φυσικά, τεράστιες είναι και οι ευθύνες του συνδικαλιστικού κινήματος (ΟΛΜΕ), το οποίο στις πλείστες των περιπτώσεων λειτούργησε ανασχετικά σε προσπάθειες ακόμη και στοιχειώδους εκλογίκευσης του συστήματος, εναντιούμενο – εν έτει 2000 – ακόμη και στη κατάργηση της (κορεσμένης) επετηρίδας για τον διορισμό των εκπαιδευτικών. Φυσικά, σήμερα ουδείς διανοείται να εισηγηθεί την κατάργηση του ΑΣΕΠ (μέσω διαγωνισμού, εκ του οποίου διορίζονται οι - κατά τεκμήριον – ικανότεροι ασχέτως, φυσικά, πολιτικών φρονημάτων) και να προτείνει την επαναφορά της επετηρίδας, πλην ενίων «παλαιοημερολογιτών» της Αριστεράς.
Το 2010 ξεκινά για την εκπαίδευση με πολλές προσδοκίες. Στο τιμόνι του υπ. Παιδείας ευρίσκεται μια παλιά …συνάδελφος, η Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία στις αρχές της 10ετίας του ’80, μετά την αποφοίτησή της από το Πολυτεχνείο (ΑΠΘ) εργάσθηκε κάποια χρόνια (’83 – ’85) ως αναπληρώτρια καθηγήτρια (του κλάδου ΠΕ 12.01, πολιτικών μηχανικών) σε Τεχνικά Λύκεια της Θεσσαλονίκης αφήνοντας μάλιστα στη μνήμη Θεσσαλών συναδέλφων που είχαν συνυπηρετήσει μαζί της τις καλύτερες των εντυπώσεων για την άριστη επιστημονική της κατάρτιση και την επαγγελματική της συνέπεια. Η νέα υπουργός Παιδείας, λοιπόν, που ξέρει (και) από μέσα την εκπαίδευση (και, άρα, περιμένουμε απ’ αυτήν περισσότερα έργα και λιγότερα λόγια…) εξήγγειλε ότι περί τα τέλη Ιανουαρίου παραδίδεται για δημόσια διαβούλευση και το Μάρτιο κατατίθεται στη Βουλή το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο, την ένταξη όλων των προσλήψεων (μονίμων και αναπληρωτών) σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ (προσμετρουμένης και της όποιας προϋπηρεσίας για να μην αδικούνται αναπληρωτές και ωρομίσθιοι), τον εξορθολογισμό του συστήματος μεταθέσεων και αποσπάσεων, την εφαρμογή (επιτέλους!) της αξιολόγησης, την αξιοκρατική επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, κλπ. Επίσης, η κ. Διαμαντοπούλου μίλησε και για πολλά άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, όπως, π.χ. για την αναβάθμιση της πολύπαθης τεχνικής εκπαίδευσης (με την ίδρυση του «Τεχνολογικού Λυκείου»), την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στην ψηφιακή κοσμογονία, για τη διδακτική χρήση της τεχνολογίας σ’ οριζόντιο επίπεδο, τουτέστιν για τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων, κ.α.
Έχω την εντύπωση ότι, στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, μπορούμε να ξεκινήσουμε συμφωνώντας σε ορισμένα απλά, βασικά ζητήματα άμεσης προτεραιότητας, τα οποία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει ανάγκη για να ορθοποδήσει λειτουργικά και να ωφεληθεί ποιοτικά, αλλά και η κοινωνία στην πλειονότητά της τα αποδέχεται. Κάποια, λοιπόν, πολύ σημαντικά θέματα, στα οποία όλοι (ή εν πάση περιπτώσει οι περισσότεροι, δημοκρατία έχουμε...) μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι - ενδεικτικώς - τα εξής:
* Επιμόρφωση: Για την αναβάθμιση των ακαδημαϊκών προσόντων των καθηγητών να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την ίδρυση σχολών ετήσιας ή διετούς επιμόρφωσης, κατά τα πρότυπα της μετεκπαίδευσης των δασκάλων και νηπιαγωγών στα (λειτουργούντα στις έδρες αντίστοιχων πανεπιστημιακών σχολών) λεγόμενα «Διδασκαλεία».Εννοείται ότι η επιμόρφωση αυτή θα πρέπει να κινείται σε δύο άξονες, ήτοι στον επιστημονικό (κατά ειδικότητα), αλλά και, ευρύτερα, στον παιδαγωγικό, γιατί και οι επιστήμες εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και οι παιδαγωγικές μέθοδοι διαρκώς βελτιώνονται. Και πρέπει οι εκπαιδευτικοί να είμαστε μέσα στις εξελίξεις (και στις επιστημονικές και τις παιδαγωγικές), ώστε και τη σύγχρονη επιστημονική γνώση να προσφέρουμε τους μαθητές μας, αλλά και «να τους μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουν» (όπως προτρέπει η σύγχρονη παιδαγωγική). Aξίζει εν προκειμένω να θυμηθούμε την αξεπέραστη, περί της αξίας της παιδαγωγικής επιστήμης, ρήση του αγίου (και μεγάλου παιδαγωγού) Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων. Τι, γάρ, ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διάνοιαν;» (Ομιλία ΝΘ’ εις ΜτΘ, PG 58, 584)
* Αξιολόγηση: Να ενεργοποιηθεί ο θεσμός της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, με εγγυήσεις αντικειμενικής εφαρμογής που θα συμφωνηθούν μέσα από ένα καλόπιστο διάλογο του υπουργείου με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Τα τριάντα, σχεδόν, χρόνια χωρίς αξιολόγηση έχουν δημιουργήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλά μειονεκτήματα, απότοκα της ισοπέδωσης. Εχουν αρχίσει να συνταξιοδοτούνται εκπαιδευτικοί οι οποίοι αξιολόγησαν χιλιάδες παιδιά, αλλά αυτοί δεν αξιολογήθηκαν ποτέ (!), από κανέναν. Φθάνει πια. Να δοθούν κίνητρα για εθελοντικές μετατάξεις στους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να μεταταγούν σε υπηρεσίες που δεν έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και να τοποθετηθούν σε αμιγώς διοικητικές θέσεις εντός του υπ. Παιδείας, ή σε άλλα υπουργεία.
* Μισθολόγιο: Στο αίτημα της ΟΛΜΕ για εκπαιδευτικό μισθολόγιο με εισαγωγικό μηνιαίο μισθό στα 1.400 ευρώ, ακούμε από τη σημερινή κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ), ως απάντηση, ό,τι ακούγαμε και από την προηγούμενη (ΝΔ), και συγκεκριμένα το επιχείρημα ότι το αίτημα, λόγω της «οικονομικής κρίσης» είναι «εξωπραγματικό», «ανέφικτο», κλπ. Την ίδια ώρα, πάντως, για αποφοίτους, όχι πανεπιστημιακής («ΠΕ»), αλλά δευτεροβάθμιας («ΔΕ» - απόφοιτοι Λυκείου) και υποχρεωτικής («ΥΕ», απόφοιτοι Γυμνασίου και Δημοτικού) εκπαίδευσης, σε άλλες υπηρεσίες – «ρετιρέ» του στενού (π.χ. εφοριακοί, τελωνειακοί, κ.λ.π.) και ευρύτερου δημόσιου (ΟΤΕ, ΔΕΗ , ΕΡΤ, λοιπές «ΔΕΚΟ», Τράπεζες,κ.λ.π.) τομέα, συνεχίζει νά’ ναι «εφικτή» και «ρεαλιστική» η καταβολή μηνιαίων αποδοχών στα 3.000 ευρώ και βάλε – παρά την «οικονομική κρίση» και τα τοιαύτα.... Είναι ντροπή ένας γυμνασιάρχης να έχει αποδοχές μικρότερες από ένα κλητήρα του υπ. Οικονομικών. Σήμερα ένας λυκειάρχης με 30 χρόνια υπηρεσίας και ευρισκόμενος στο 3ο Μ.Κ. έχει αποδοχές (μισθός + επιδόματα) γύρω στα 1.850 ευρώ, ενώ ένας κλητήρας της Εφορίας, με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, κοντά στα 2.700 – 2.800 ευρώ.
Φυσικά, χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα και συνθετότερα πράγματα για να μπεί στους ρυθμούς του 21ου αιώνα το εκπαιδευτικό μας σύστημα και ν’ αναβαθμισθεί τόσο η ποιότητα του σχολείου, όσο και ο επαγγελματικός και κοινωνικός ρόλος του καθηγητή, αλλά ας ξεκινήσουμε απ’ τ’ απλά που είναι κι’ επείγοντα - κι’ έχει ο Θεός. Αν τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ) συναινέσουν στην εφαρμογή των αναγκαίων και κοινής παραδοχής πολιτικών εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τότε μπορούμε να αισιοδοξήσουμε ότι το 2010 θά’ ναι για την εκπαίδευση μια καλύτερη χρονιά.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος - θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr) και καθηγητής Β’/βάθμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Αρμενίου).