Πέρασαν, λοιπόν, 100 ημέρες από την ανάληψη της κυβερνητικής διαχειρίσεως από το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Α. Παπανδρέου, 100 ημέρες αναμονής, προσδοκιών, σημαντικών εξαγγελιών, αλλά και πολλών λαθών.
Η κοινωνία φαίνεται (με βάση τις δημοσκοπήσεις) ότι προς το παρόν, συνεχίζει να ανέχεται τη νέα κυβέρνηση (η οποία αυτάρεσκα αποτιμά θετικά το μέχρι στιγμής παραχθέν έργο της, παραδεχόμενη, ωστόσο, λάθη και αστοχίες) παρά τη σκληρή οικονομική της πολιτική, αφού προφανώς διαπιστώνει πως η κατάσταση βρίσκεται σε αδιέξοδο εξαιτίας της προηγούμενης κυβερνητικής διαχειρίσεως από τη ΝΔ και συνεπώς το κόμμα αυτό δεν αποτελεί, αυτή τη στιγμή, εναλλακτική επιλογή.
Ωστόσο, 100 ημέρες μετά την ανάληψη της κυβερνητικής διαχειρίσεως, αποδεικνύεται πως το ΠΑΣΟΚ δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο διεξόδου από την κρίση (και δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι το γεγονός ότι δεν ήξερε τι θα παρελάμβανε καταρχήν στον οικονομικό τομέα) με αποτέλεσμα να καταγραφούν ερασιτεχνισμοί, αστοχίες και παλινωδίες.
Κυρίως, όμως, καταδείχθηκε πως στους κόλπους της κυβερνήσεως δεν υπάρχει ενιαία γραμμή σε μείζονα ζητήματα κι αυτό σημαίνει έλλειψη κεντρικού συντονισμού και αναδεικνύει, εν πολλοίς, μια υποβόσκουσα σύγκρουση μεταξύ των εκπροσώπων του νέου ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Α. Παπανδρέου και αυτών που εκπροσωπούν το παλαιό ΠΑΣΟΚ, σύγκρουση αυτών που επιμένουν σε σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα και εκείνων που επιμένουν πως πρέπει, πάση θυσία, να τηρηθούν τα όσα «φιλολαϊκά» είχε το Κίνημα υποσχεθεί προεκλογικά.
ΣΚΛΗΡΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Η νέα κυβέρνηση, στις 100 πρώτες μέρες του βίου της, επέλεξε (και ορθώς) να ανοίξει όλα τα μέτωπα: στην οικονομία (καθώς μάλιστα «δεν υπάρχει ούτε σάλιο» - τα ταμεία είναι άδεια και η χώρα υπερχρεωμένη) στο ασφαλιστικό, στα θέματα της διαφάνειας, της ανατροπής στη διοικητική δομή της χώρας (σχέδιο «Καλλικράτης») των μεταναστών και του εκλογικού νόμου.
Έχει καταστεί σαφές πως ο Γιώργος Α. Παπανδρέου το εννοεί όταν λέει πως επιδιώκει «να τα αλλάξει όλα» στη χώρα κι αυτό δεν είναι λαθεμένο, αν φυσικά θέλουμε να βγούμε από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα διεθνώς και την αναξιοπιστία του κράτους έναντι τρίτων, αλλά κυρίως έναντι των πολιτών και της κοινωνίας, πλην, όμως, η οικονομική και κοινωνική πολιτική την οποία προωθεί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά πολιτική τριετούς σκληρής λιτότητας, η οποία πλήττει βάναυσα τα συμφέροντα των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Μια πολιτική η οποία ουσιαστικά υπαγορεύεται από τις επιταγές των Βρυξελλών και των μεγάλων τραπεζικών και επιχειρηματικών ομίλων (διεθνών και εγχωρίων) μια πολιτική η οποία, για πολλοστή φορά, ρίχνει τα βάρη στους εργαζομένους, που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.
Η κυβέρνηση παρουσίασε το Πρόγραμμα Σταθερότητας της οικονομίας, το οποίο, ήδη, περνά από το μικροσκόπιο της Ε.Ε., ένα πρόγραμμα, όμως, το οποίο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα προσδοκώμενα από την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής έσοδα.
Όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία 35 χρόνια, κήρυτταν τον πόλεμο στη φοροδιαφυγή, αλλά δεν είχαν αποτελέσματα διαρκείας και, ως εκ τούτου, μόνο με το μέτρο αυτό ώστε να μειωθούν τα ελλείμματα, ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει πως αυτή τη φορά θα πετύχει και η χώρα δεν θα οδηγηθεί, εξαιτίας των υπερβολικών της χρεών, σε «αργό θάνατο», όπως προβλέπουν, κινδυνολογώντας, κάποιοι διεθνείς οίκοι αξιολογήσεως των οικονομιών.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑ
Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη πως δεν είναι δυνατόν οι διάφοροι χρηματοοικονομικοί οίκοι να προσδιορίζουν τις πολιτικές των χωρών.
Όμως, αυτό συμβαίνει στην πράξη.
Η δε ελληνική κοινωνία συνεχώς τρομοκρατείται (πραγματικά και επικοινωνιακά) για το «τι μας περιμένει», ώστε να καμφθεί οποιαδήποτε αντίδραση ή αντίσταση στα όσα τεκταίνονται εις βάρος των εργαζομένων.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, με τις πιέσεις που δέχονται από τους διεθνούς αυτούς οίκους, από το ΔΝΤ, από την Ε.Ε. και την ΕΚΤ, έχουν μεταβληθεί σε πειραματόζωα, στα οποία εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας και περιστολής ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με το πρόσχημα ότι αυτό αποτελεί εθνική επιταγή και εθνική ανάγκη, πολιτικές οι οποίες, αναλόγως των εξελίξεων στην οικονομική κρίση, θα εφαρμοστούν και αλλού.
Εν προκειμένω, είναι αξιοσημείωτη η πρώτη αντίδραση των Ελλήνων Βιομηχάνων στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που παρουσίασε η κυβέρνηση προ τριημέρου, με τον πρόεδρο του ΣΕΒ να τονίζει πως «οι διεθνείς αγορές, όπως κι οι Βρυξέλλες, οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί μια ολοκληρωμένη και πιο ποιοτική σε σύγκριση με το παρελθόν προσπάθεια αντιμετώπισης του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και των διαρθρωτικών αναγκών της οικονομίας».
Παρά ταύτα, η πρώτη ανάγνωση του Προγράμματος δεν φαίνεται να ικανοποίησε τους δανειστές μας, ο δε υπουργός των Οικονομικών ανακοίνωσε πως υπάρχει και «δεύτερο σχέδιο», στην περίπτωση που πέσει έξω το βασικό σενάριο του προγράμματος αυτού και ότι αυτό το plan B επιφυλάσσει νέα μέτρα, αυξήσεις φόρων και μεγαλύτερες περικοπές δαπανών.
Συναφώς πρέπει να επισημανθούν (στην κατεύθυνση ασκήσεως πιέσεων και τρομοκρατίας προς την Ελλάδα και κυρίως προς τους εργαζομένους στη χώρα, που πάντοτε πληρώνουν το μάρμαρο) δυο δηλώσεις, μία του κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ της ΕΚΤ και μία της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, δηλώσεις από τις οποίες, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, προκύπτει η προσπάθεια ασκήσεως μεγαλύτερης πιέσεως προς την Ελλάδα ώστε να συμμορφωθεί στις έξωθεν επιταγές για ακόμη σκληρότερες πολιτικές.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χαρακτήρισε «αδιανόητο» το ενδεχόμενο αποχωρήσεως της Ελλάδος από τη ζώνη του ευρώ, τονίζοντας, ταυτόχρονα την ανάγκη υιοθετήσεως από την κυβέρνηση Παπανδρέου όλων των μέτρων που απαιτούνται για την υπέρβαση της δημοσιονομικής κρίσεως.
Η δε Γερμανίδα Καγκελάριος (που φυσικά λησμονεί τις υπέρογκες γερμανικές αποζημιώσεις που οφείλει το Βερολίνο στην Αθήνα) διατύπωσε την άποψη ότι το ολοένα αυξανόμενο έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού απειλεί να πλήξει το ευρώ.
«Το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να μας εκθέσει σε μεγάλες, μεγάλες πιέσεις», είπε η Μέρκελ και πρόσθεσε:
«Ποιος θα πει στο ελληνικό Κοινοβούλιο «παρακαλώ προχωρήστε και ψηφίστε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος»; Δεν ξέρω αν θα ενθουσιάζονταν αν τους έδινε τις σχετικές οδηγίες η Γερμανία. Οι Γερμανοί βουλευτές, πάντως, δεν θα ήταν ευτυχείς αν η Ελλάδα τους έλεγε τι να πράξουν».
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΚΡΗΞΕΙΣ
Συναφώς θα πρέπει να προστεθούν δυο σημαντικές δηλώσεις του υπουργού Εργασίας Ανδρέα Λοβέρδου:
«Δεν υπάρχει ούτε σάλιο στα ταμεία» (για τις επιδοτήσεις των ανέργων) και ότι η ανεργία βρίσκεται, ήδη, στο 12% και αν, όπως είπε, προστεθούν και όσοι απασχολούνται μερικώς, δηλαδή δύο ώρες την ημέρα ή δύο ημέρες τον μήνα, το ποσοστό όσων αναζητούν δουλειά ξεπερνά το 18%.
Επανέλαβε δε πρόσφατες επισημάνσεις του ότι εντός του 2010 το ποσοστό της ανεργίας μπορεί να προσεγγίσει «ισπανικά επίπεδα», να αγγίξει, δηλαδή, το 20%-21% του ενεργού πληθυσμού.
Οι δραματικές αυτές εκτιμήσεις του Ανδρέα Λοβέρδου δεν συμβαδίζουν με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας, στο οποίο η ανεργία εκτιμάται ότι από το 9% που διαμορφώθηκε το 2009 θα ανέλθει σε 9,9% εφέτος και κατά τα επόμενα δύο χρόνια σε 10,5%, προτού αρχίσει η ελαφρά αποκλιμάκωσή της το 2013, με μικρή υποχώρηση στο 10,3%.
Πάντως, με βάση το σοβαρό ενδεχόμενο να υπάρξουν κοινωνικές εκρήξεις, δεν είναι τυχαίο ότι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, αλλά και ορισμένοι υποτίθεται ανήκοντες στην Αριστερά, προωθούν συναινετικά και συνεργατικά σενάρια, επικαλούμενοι το εθνικό συμφέρον.
Ήδη σε ήπιους τόνους, με την επίκληση του εθνικού συμφέροντος, ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς σχολίασε το Πρόγραμμα Σταθερότητας και επέκρινε μεν την κυβέρνηση για καθυστέρηση να προσγειωθεί στην πραγματικότητα (δίχως να αναφέρει ότι η προηγουμένη κυβέρνηση, δηλαδή η ΝΔ, φέρει σημαντικότατο μερίδιο ευθύνης γιατί κληροδότησε αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα) αλλά σημείωσε «στα θετικά την καταγραφή ορισμένων μέτρων- έστω και ατελών» για τη μείωση του ελλείμματος.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, ποδηλάτης ο ίδιος, όχι από τους καλύτερους, μας προσγείωσε όταν, ανήμερα των 100 πρώτων ημερών της κυβερνήσεώς του τόνισε ότι «πάμε για ορθοπεταλιές», όπως λέει και το γνωστό τραγούδι, αν θέλουμε να ορθοποδήσουμε.
Ωστόσο, όλα αυτά τα οποία προωθούνται, εν μέσω ανασφάλειας για το αύριο και άκρατης κινδυνολογίας, προφανώς θα προκαλέσουν αύξηση της ανεργίας και φυσικά κοινωνικές εκρήξεις, ενώ κάποιοι δεν θέλουν να αντιληφθούν πως σε λίγο δεν θα υπάρχει εναλλακτική λύση για την περιστολή των χρεών.
Δηλαδή, οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν άλλα περιθώρια να συνεισφέρουν, γιατί απλώς οι τσέπες τους θα είναι άδειες.
Και ότι, επιτέλους, θα πρέπει να συνεισφέρουν οι έχοντες και κατέχοντες, οι οποίοι μονίμως κερδίζουν, δίχως ανταπόδοση, όπως για παράδειγμα οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις.