Αρχές του καινούργιου χρόνου και οι καταναλωτές ακολουθούντες τις οδηγίες του υπουργείου και των ειδικών επιδίδονται επιμόνως στο κυνήγι της συγκέντρωσης αποδείξεων, από οποιαδήποτε αγορά προϊόντος ή εργασίας.
Αυταπόδεικτη μαρτυρία περί αποτελεί μια γυναίκα η οποία στη λαϊκή αγορά της περασμένης Τετάρτης ζητούσε πεισματικά από τον μανάβη να της δώσει απόδειξη για τα ψώνια που πήρε. Διαφορετικά τον απειλούσε ότι θα τ' αφήσει παρά τις εξηγήσεις του ότι το μέτρο αυτό δεν άρχισε ακόμα να ισχύει γι’ αυτούς.
Τελικά το επεισόδιο έληξε με την παρέμβαση και διαβεβαίωση των υπόλοιπων πελατών.
Παρά ταύτα όμως ορισμένοι επαγγελματίες και επιχειρηματίες εξακολουθούν να παίζουν το ίδιο τροπάριο. Δεν δίνουν αποδείξεις στους πελάτες τους. Και οι καταναλωτές τι κάνουν; Ως συνήθως: Κάποιοι επιμένουν στην έκδοση αυτών εισπράττοντας στην καλύτερη περίπτωση ένα συγγνώμη την ξέχασα... Ορισμένοι καθίστανται θύματα του διλήμματος: Ή δεν παίρνεις απόδειξη και πληρώνεις λιγότερα ή παίρνεις και πληρώνεις περισσότερα. Ακόμα και στη δεύτερη περίπτωση σύμφωνα με τη γνώμη φοροτεχνικών ωφελημένοι στο σύνολο των αποδείξεων βγαίνουν και πάλι οι καταναλωτές και σίγουρα κερδισμένοι τα ταμεία του κράτους.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία καταναλωτών που χαρακτηριστικά επιμένουν στη μιζέρια τους. Αφού όλα τα περιμένουν έτοιμα εξ ουρανού. Από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Μένοντας έτσι καθηλωμένοι στην απραξία και στην αποποίηση οποιασδήποτε ατομικής ευθύνης. Κατ' αυτόν τον τρόπο μένουν ανέγγιχτοι από την αυτοκριτική εκείνη που θα τους οπλίσει με την παρρησία να πράξουν το αυτονόητο. Να κάνουν πράξη το νόμιμο δικαίωμά τους. Να ζητούν απόδειξη για οποιαδήποτε εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα τους αφορά. Αυτή που θα εφοδιάσει το κράτος με τα αναγκαία έσοδα για τη βελτίωση των οικονομικών του και την άσκηση μιας δικαιότερης κοινωνικής πολιτικής.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι κανένας νόμος όσο δίκαιος και αυστηρός και αν είναι δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς αν δεν συμμετέχουμε κι εμείς ενεργά στην εφαρμογή του. Αν δεν μάθουμε ότι η σιωπή δεν είναι πάντοτε χρυσός. Ότι αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί συναίνεση σε παράνομες και ανήθικες πράξεις. Σε πράξεις που στρέφοντται κατά του κράτους και των πολιτών του. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι στιγμάτιζαν τη σιωπή αυτή. Και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λέγοντας ότι: «Το σιωπάν δοκεί συναινείν». Δηλαδή το να σιωπά κανείς βλέποντας τέτοιες αρνητικές καταστάσεις αποτελεί συναίνεση. Αποτελεί αποδοχή.
Αυτό ακριβώς το έγκλημα της σιωπής διαπράττεται με τη φοροδιαφυγή. Κατά τα άλλα την αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης αυτής την αποδίδουμε εξ ολοκλήρου στο κράτος. Λάθος. Γιατί αναλογικά συμμετέχουμε κι εμείς με τη σιωπή μας. Με την αδράνειά μας. Με τη μη άσκηση του δικαιώματός μας. Την απαίτηση παροχής της νόμιμης απόδειξης. Και αυτή η πρακτική θα πρέπει να μας χαρακτηρίζει όλους. Επαγγελματίες και μη. Γιατί σε τελική ανάλυση όλοι καταναλωτές είμαστε.
Μια τέτοια συμπεριφορά απαιτεί κοινωνική συνείδηση. Βαθιά προσήλωση στην αξία του κοινωνικού συμφέροντος. Φορολογική Παιδεία σαν κι αυτή που χαρακτηρίζει τον Σκανδιναβό πολίτη. Αυτόν που νοιάζεται πρώτα για το κοινωνικό συμφέρον και ύστερα για το ατομικό. Που δηλώνει συνειδητά κι αβίαστα όλα τα εισοδήματά του. Νιώθοντας μάλιστα γι' αυτό μεγάλη ευχαρίστηση. Γιατί έτσι πιστεύει ότι συνεισφέρει στην κοινωνική και εθνική αποστολή της Πατρίδας του.
Αυτή ακριβώς η Παιδεία κάνει το κράτος καλύτερο. Λιγότερο φτωχό. Με περισσότερα χρήματα για την παραγωγή κοινωνικού έργου. Γιατί εισπράττει. Γιατί δεν έχει υστέρηση εσόδων, αφού κανένας δεν φοροδιαφεύγει. Έτσι το σύστημα λειτουργεί κανονικά και αξιόπιστα. Χωρίς σοβαρά προβλήματα. Και κυρίως χωρίς την κοινωνική δυσαρέσκεια που πηγάζει από τη λήψη επιπρόσθετων και άδικων φορολογικών μέτρων για την κάλυψη των διαφυγόντων εσόδων.
Όμως συνείδηση και μάλιστα φορολογική δεν μπορεί να υπάρξει αν και το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Αν δεν πρωτοπορεί σε ζητήματα ήθους και δικαίου. Αν πραγματικά οι νόμοι και τα φορολογικά συστήματα δεν είναι δίκαια. Για να καταξιώνονται στη συνείδηση του πολίτη. Για να μπορούν να γίνονται πράξη. Αυτό νομίζω πρέπει να είναι και το ζητούμενο της Πολιτείας.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και τον μηδενισμό της σπατάλης μπορούν να αποτελέσουν τους ανασχετικούς παράγοντες κατάρρευσης της εθνικής μας οικονομίας. Ακόμα αυτοί είναι δυνατόν να μετατραπούν σε διαρκή και πλούσια ρεύματα τροφοδότησης αυτής, με αποτέλεσμα την ανάταξή της και την αξιοπιστία της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά.
Αυτά, βεβαίως, για να γίνουν απαιτούν εκτός του νόμου και τη συνδρομή τού πολίτη. Για το δικό του συμφέρον. Για τη δική του προκοπή η οποία θα προέλθει μέσα από την ευημερία του κράτους. Γι’ αυτό, λοιπόν, χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Αλλαγή σκέψης και ιδεών. Για να σταματήσει επιτέλους η εγκληματική μάστιγα της φοροδιαφυγής και φοροκλοπής. Αυτή που αποδυναμώνει την οικονομία της χώρας και την εκθέτει διεθνώς. Που την καθιστά ζήτουλα και αντικείμενο εκμετάλλευσης των πάσης φύσεως δανειστών της.
Ας αγωνισθούμε λοιπόν όλοι μαζί προς την κατεύθυνση της συντριβής των επάρατων αυτών κοινωνικών φαινομένων. Για να νικήσει η κοινωνία και το δίκαιο την απληστία και παρανομία των ποικιλώνυμων συμφερόντων. Για να μην ξαναγίνουμε συνεργοί με τη σιωπή μας στην εγκληματική πρακτική της φοροδιαφυγής, η οποία αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες της οικονομικής μας καταστροφής.