Ο Άγιος Ελευθέριος, που έδρασε στα μέσα του Β’ μ.Χ. αιώνα, υπήρξε γενικότερα μαθητής και μιμητής Αποστολικών Πατέρων, σε κάποιους από τους οποίους μαθήτευσε πρωταρχικά η ευσεβέστατη μητέρα του Ανθία. Από τα διάφορα δε περιστατικά της ζωής του αγίου αυτού, που χαρακτηρίστηκε δίκαια ως σκεύος ιερότατον πνεύματος θείου, ως «μάρτυς της εν Χριστώ μυσταγωγός», ως όντως ελεύθερος από τα πάθη κ.ο.κ., ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα είναι για μας τα εξής:
α) Η καταγωγή, η καθοδήγηση από τον πάπα Ανίκητο και οι χειροτονίες του
Σύμφωνα με το όνομά του και τις μαρτυρίες των συναξαριστών, ο Ελευθέριος ήταν ελληνικής καταγωγής. Από τα μέρη της Ελλάδας όμως, όπου γεννήθηκε πριν από τα μέσα του β’ μ.Χ. αιώνα, η μητέρα του Ανθία, ύστερα από το θάνατο του συζύγου της Αμπουντάντιου, παρέλαβε κάποια στιγμή τον Ελευθέριο κατά τη νεανική ηλικία του, για να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Ρώμη για την περαιτέρω μόρφωσή του. Φθάνοντας δε εκεί, ο Ελευθέριος γνώρισε κατά ευτυχή συγκυρία και τον τότε πάπα Ανίκητο (156-166), που καταγόταν από τη Συρία και γνώριζε την ελληνική γλώσσα.
Για το λόγο δε αυτό, ύστερα από τη συμπλήρωση των σπουδών του, ο Ανίκητος χειροτόνησε τον Ελευθέριο διάκονο, για να τον έχει βοηθό του. Στη συνέχεια δε τον χειροτόνησε σε νεαρότατη ακόμη ηλικία ιερέα. Και τελικά τον κατέστησε επίσκοπο Ίλλυρικού στην ηλικία των είκοσι μόλις ετών, εξαιτίας των διωγμών της εποχής τους, αλλά και των μεγάλων αναγκών της Εκκλησίας.
β) Η επισκοπική δράση του
Σαν επίσκοπος, ο άγιος Ελευθέριος κήρυττε ακατάπαυστα και με ζήλο ιερό το ευαγγέλιο του Χριστού προς όλους, πασχίζοντας ιδιαίτερα για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στους ειδωλολάτρες. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται από τους υμνογράφους της Εκκλησίας εύλογα ω «κήρυξ της εν Χριστώ ελευθερίας» στους υποδουλωμένους στην αμαρτία ανθρώπους.
γ) Η ανάληψη του παπικού θρόνου το 174 μ.Χ. και η ιεραποστολή στην Αγγλία.
Εξαιτίας της μεγάλης φήμης όμως που απέκτησε ο άγιος ως επίσκοπος, μετά το θάνατο του Σωτήρα (174), κατέλαβε τον παπικό θρόνο της Ρώμης, φερόμενος στους επισκοπικούς καταλόγους ως Ελεύθερος (174-189). Από τον πάπα δε αυτόν, δηλαδή από τον άγιο, στάλθηκαν δύο ιεραπόστολοι, ο Φυγάτιος και ο Δαμιανός, στην Αγγλία στα χρόνια του ηγεμόνα της Λούκινου.
Για τον εκχριστιανισμό και άλλων λαών όμως εργάστηκε άοκνα ο άγιος, γιατί είχε παραλάβει από μικρός από τη μητέρα του, που είχε μαθητεύσει σε διαδόχους των Αποστόλων, το σύνθημα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. «Εις τον ένα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Αυτό δε ακριβώς ήταν σύνθημα και ιδανικό της ζωής και του ιδίου του αγίου, που προσπαθούσε να βαδίζει στα αιματόβρεκτα ίχνη των μαθητών του Χριστού, «προς τον Χριστόν επιστρέφων λαούς» κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας.
δ) Η σύλληψη, οι ανακρίσεις και οι ομολογίες του
Την άγια ζωή του Ελευθερίου όμως και γενικότερα όλων των Χριστιανών φθόνησε, κατά τους βιογράφους του αγίου, ο διάβολος, που ξεσήκωσε έναν διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Κατά το διωγμό αυτόν δηλαδή που έγινε από τον αυτοκράτορα Κόμμοδο (180-192) το 189, συνέλαβαν μεταξύ των πρώτων και τον άγιο, εξαιτίας της ιεραποστολικής δράσης του, οι άνθρωποι του αυτοκράτορα και τον βασάνισαν σκληρά, για να αρνηθεί την πίστη του, χωρίς όμως να καμφθεί η αγάπη του και η υπομονή του ούτε για μια στιγμή.
ε) Ο μαρτυρικός θάνατός του
Ύστερα δε από πολλά βασανιστήρια, που υπέμενε καρτερικά ο άγιος, διατάχθηκε τελικά η «διά ξίφους» θανάτωσή του. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία τιμά από τότε «την μακαρίαν του άθλησιν». Ύστερα από το μαρτυρικό θάνατο του όμως η μητέρα του Ανθία έτρεξε στο σκήνωμά του, που εναγκαλίστηκε και καταφιλούσε, μη θέλοντας με κανένα τρόπο να αποχωριστεί από αυτό. Για το λοόγο δε αυτό προστάχθηκε η κατά τον ίδιο τρόπο θανάτωση και της Ανθίας ως χριστιανής, με την οποία συγκαταλέχθηκε και αυτή στο χορό των αγίων Μαρτύρων.