Είναι κοινό μυστικό πώς αν ρωτήσει κάποιος ένα παιδάκι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, απαντάει αμέσως: Θα γίνω Δασκάλα, θα γίνω Πιλότος κ.λ.π. Το αντίθετο συμβαίνει όταν φτάνει στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και θα πρέπει να αποφασίσει για το επάγγελμα που θέλει να ακολουθήσει. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εφήβων που ξέρουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Οι περισσότεροι ξέρουν τι δεν θέλουν, αλλά δεν ξέρουν τι θέλουν. Και διαρκώς ψάχνουν και ψάχνονται.
Υποτίθεται ότι στο σημείο αυτό έρχεται να βοηθήσει ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός. Μία προσπάθεια η οποία νομίζω ότι έχει επισφαλή και αμφίβολα αποτελέσματα. Είναι μία συνισταμένη τριών συνιστωσών. Η πρώτη συνιστώσα είναι η γνώση της αγοράς εργασίας. Η ενημέρωση των ενδιαφερομένων για τα επαγγέλματα της εποχής, για τις σπουδές που προϋποθέτει η άσκησή τους, οι προοπτικές, οι απαιτήσεις, οι δυσκολίες τους κ.λπ. Αυτό είναι εύκολο να γίνει και πολύ συχνά γίνεται. Η δεύτερη συνιστώσα είναι η εξακρίβωση των κλίσεων, των τάσεων, των διαθέσεων κ.λπ. του καθενός. Να γίνει, δηλαδή, το λεγόμενο ψυχογράφημα. Πράγμα πολύ δύσκολο. Η τρίτη και δυσκολότερη συνιστώσα είναι η αποδοχή από τον ενδιαφερόμενο του ψυχογραφήματος. Ιδιαίτερα όταν είναι αντίθετο με τις επιθυμίες, τις επιδιώξεις και της φιλοδοξίες του.
Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερα. Οι σημερινοί 17 ρηδες και 18ρηδες, που καλούνται να αποφασίσουν, είναι κατά κανόνα παιδιά καλομαθημένα και μοσχαναθρεμμένα. Μοναχοπαίδια συνήθως ή με ένα ακόμη αδελφάκι, διαποτισμένα με τη νοοτροπία του καταναλωτισμού και της καλοπέρασης, όταν ερωτώνται πώς σχεδιάζουν τη ζωή τους, το περνούν χαλαρά, αγκιστρωμένοι στη σχολή, στην αδιαφορία, στο δε βαριέσαι. Πολλές φορές μπορεί να απαντήσουν και προκλητικά: Δεν προγραμματίζω τη ζωή μου, τη ζω. Τα θέλω όλα, εύκολα και τώρα.
Επί δεκαετίες τώρα η φοιτητική ιδιότητα ήταν σύμβολο υπεροχής και προόδου, καμάρι για την οικογένεια. Όλοι ονειρεύονταν μεγάλες καριέρες και παχυλές αμοιβές. Όσοι δεν τα κατάφερναν στο εσωτερικό είχαν εναλλακτική λύση. Ταξίδευαν για σπουδές στο εξωτερικό. Από τα γειτονικά Βαλκάνια μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία. Και επέστρεφαν με πτυχία και βολεύονταν συνήθως στο Δημόσιο, με κάποιο πολιτικό σπρώξιμο. Έτσι καλλιεργήθηκε μια ιδεολογία και μια αισθητική. Μια ηθική στάση απέναντι στη ζωή. Κάτω από μια πλασματική ευημερία με δανεικά, με υποθηκευμένα ακίνητα και αυτοκίνητα, με υποθηκευμένες ζωές.
Όμως, αλίμονο. Όλα αυτά, που προκάλεσαν η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών με τη συνέργεια σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος, δεν ήταν κάτι παραπάνω από μία φούσκα. Μία φούσκα που ήταν επόμενο να σκάσει και τα θραύσματά της να χαθούν στη μαύρη τρύπα της χρεοκοπίας. Οι βολεμένοι κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές, στην ιδέα ότι θα χάσουν κάποια από τα προνόμιά τους αντιδρούν με θράσος χιλίων πιθήκων. Άλλος απειλεί να κάψει τρένα, άλλος εκβιάζει ότι θα χυθεί αίμα και άλλος ότι θα τα κάνει όλα λίμπα...
Και οι έφηβοι και οι μετέφηβοι, που καλούνται να σχεδιάσουν τη ζωή τους μένουν ενεοί και κεχηναίοι. Μένουν άναυδοι απέναντι στο απρόσμενο κενό. Και, σίγουρα αισθάνονται την ανάγκη να αναθεωρήσουν τα σχέδια της ζωής που βρήκαν όλα πλάνες, όπως θα ‘λεγε ο Καβάφης. Ωστόσο δεν αξίζει και να θρηνήσουν κιόλας. Σαν ώριμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι οφείλουν να κάνουν μια συμφωνία με τον εαυτό τους: Τι θέλουν, τι περιμένουν, τι ελπίζουν. Ό,τι επάγγελμα και να κάνουν, ωστόσο, ας το ασκήσουν με ζήλο και με μεράκι. Αντλώντας απ’ τη δουλειά τους ικανοποίηση, χαρά, αυτοεκτίμηση. Ας μην περιμένουν να χαρούν... ψοφώντας η κατσίκα του γείτονα...