* Του Κώστα Δεληγιάννη, γεωπόνου, μέλους των «Θεσσαλών Πολιτών του Κόσμου»
Το 2010 τελειώνει και μαζί του το έτος βιοποικιλότητας. Η οικονομική κρίση,το μνημόνιο και οι εκλογές δεν άφησαν και πολλά περιθώρια να ασχοληθούμε με το θέμα αυτό. Η βασική αιτία όμως που δεν ασχοληθήκαμε μαζί της είναι το περιορισμένο ενδιαφέρον μας. Η κυριαρχία του καταναλωτικού προτύπου (συστατικού της εξελισσόμενης κρίσης) και η προβολή θεμάτων που προωθεί κατά κύριο λόγο η αγορά με την εύνοια των περισσότερων ΜΜΕ, δεν διαμορφώνουν συνθήκες καλλιέργειας ενδιαφερόντων που αφορούν όχι μόνον στην ποιότητα ζωής αλλά κυριολεκτικά την ίδια τη ζωή. Γιατί η βιοποικιλότητα είναι ή άλλη έκφραση της ίδιας της ζωής στον πλανήτη και ο άνθρωπος αποτελεί συστατικό της. Η μέχρι τώρα -ουσιαστικά- περιφρόνηση προς τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς της φύσης που μας δημιούργησαν μαζί με τα οικοσυστήματα που μας συντηρούν, οδήγησε σε μια παράφρονη διαχείριση του πλανήτη αλλά και κάθε γωνιάς του τόπου που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε. Οικονομία και φύση αλληλοτροφοδοτούνται με αδιέξοδες εξελίξεις. Όμως τη φύση δεν μπορούμε να την κοροϊδέψουμε –αναπνέουμε, τρεφόμαστε, υπάρχουμε, με τις δικές της προδιαγραφές-και οι ανοχές της πλέον εξαντλούνται. Το μοντέλο ανάπτυξης που επιλέξαμε είναι αδιέξοδο. Ωστόσο, οι διάσπαρτες ακόμη απόψεις και επεξεργασίες για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης δεν αφορούν μόνον σε κάποιους ειδικούς και ορισμένους ευαίσθητους πολιτικούς. Ούτε αδιαφορούμε μπροστά στο γεγονός ότι επιχειρείται αλλοίωση του περιεχομένου και των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης στην κατεύθυνση υποστήριξης του «συμβατικού» αδιέξοδου μοντέλου ανάπτυξης. Αντίθετα, αφορούν σε όλους τους ανθρώπους, γιατί η αποκατάσταση και η προστασία των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με όλες τις ανθρώπινες δράσεις και μπορεί να αποτελέσει αναπόσπαστο συστατικό αντιμετώπισης σειράς προβλημάτων αλλά και ανάδειξης των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής με την παρέμβαση των τοπικών κοινωνιών. Είναι ζήτημα πρωταρχικής ευθύνης για κάθε τοπική κοινωνία-το οφείλουμε στις επόμενες γενεές - να αναζητήσει τη σχέση ανάμεσα στις ανθρώπινες δράσεις και τα οικοσυστήματα της περιοχής της και να διεκδικήσει τις αναγκαίες διαδικασίες που θα εδραιώσουν σταδιακά ένα άλλο βιώσιμο-αειφορικό μοντέλο ανάπτυξης. Οι καινούργιοι Δήμοι, ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις ανάδειξης και προώθησης σειράς θεμάτων που ευνοεί ο «Καλλικράτης», οφείλουν στο πλαίσιο ενός συνολικού διαχειριστικού πλαισίου να προχωρήσουν στην αναγνώριση όλων των δεδομένων που προσδιορίζουν τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά του χώρου τους (δάση-καλλιεργούμενες επιφάνειες-βοσκότοποι-νερά, ακτές –άγονες περιοχές-αστικά κέντρα και οικισμοί-περιοχές μεταποίησης). Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί και το επιστημονικό δυναμικό με τους φορείς του στα όρια του κάθε Δήμου και να αξιολογηθεί οτιδήποτε συνδέεται με αυτό (πλαίσιο για τον χωροταξικό σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη, ΣΧΟΑΑΠ, κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση η βιοποικιλότητα δεν πρέπει να αφορά στη συνείδηση μας μόνον-σαν παράδειγμα- την μοναδική χλωρίδα και πανίδα του Κισσάβου και του Κόζιακα, αλλά του συνόλου των οικοσυστημάτων στα όρια των λεκανών απορροής του κάθε Δήμου.
«Οι Θεσσαλοί πολίτες του κόσμου» στοχεύοντας στην ανάδειξη του περιεχομένου της βιώσιμης ανάπτυξης και της σχέσης της με τις τοπικές κοινωνίες όπως οριοθετούνται με τη λειτουργία των νέων Δήμων, αποφάσισαν στο πρόγραμμα δράσης για την προσεχή περίοδο να εντάξουν σειρά ενεργειών ανάμεσα στις οποίες και συνέδριο με τίτλο «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Βιώσιμη Ανάπτυξη». Ευελπιστούμε ότι με την υποστήριξη και των νέων αυτοδιοικητικών αρχών, η Θεσσαλία συνολικά αλλά και κάθε Δήμος χωριστά, μπορεί να αποτελέσει χώρο ουσιαστικής ζύμωσης για ένα άλλο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης σε όφελος των πολιτών αλλά και του περιβάλλοντός της.