Το 1970 το Δημόσιο χρέος ήταν στο 20% του ΑΕΠ (300 εκατ. ευρώ), το 1981 στο 29,5% (2 δισ. ευρώ), το 1989 στο 68% (28 δισ. ευρώ), το 1990 στο 75% (30 δισ. ευρώ), το 1993 στο 104% (70 δισ. ευρώ), το 1996 στο 110% (100 δισ. ευρώ), το 2004 στο 108% (185 δισ. ευρώ) και το 2009 στο 126% (298 δισ. ευρώ).
Εκτιμάται δε ότι σύμφωνα, με τον τρέχοντα προϋπολογισμό, το Δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο τέλος του 2010 στα 340 δισ. ευρώ και στο 144% του ΑΕΠ και το 2011 στο 360 δισ. ευρώ και στο 155% του ΑΕΠ. Ο Υπουργός των Οικονομικών έχει δεσμεύσει, για τον προϋπολογισμό του 2011, το 6,8% του ΑΕΠ, για πληρωμή τόκων, στο πρωτοφανές ύψος των 16 δισ. ευρώ.
Το Δημόσιο χρέος, άρχισε να σκαρφαλώνει δυναμικά και επικίνδυνα, την οκταετία 1981-1989 (Α. Παπανδρέου), η οποία με τις δήθεν κοινωνικοποιήσεις (κρατικοποιήσεις), τη χορήγηση της Αυτόματης Τιμαριθμητικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ), τη στιγμή, που οι άλλες χώρες την καταργούσαν, την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με δανεικά και άδεια ταμεία, τη γιγάντωση του Κρατικού Συνδικαλισμού (ΔΕΚΟ) και τον κομματισμό, παντού παρόντος, τη δαιμονοποίηση του κέρδους και τους επιχειρηματίες μονίμως με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς κανένα σύγχρονο και δυναμικό μοντέλο, οικονομικής ανάπτυξης, αλλά με μια κρατικίστικη αντίληψη, με έναν αθεράπευτο και στείρο λαϊκισμό, θεωρείται απ’ όλους τους αντικειμενικούς παρατηρητές, αλλά και από στελέχη του ιδίου του ΠΑΣΟΚ, ως μια χαμένη πέρα για πέρα οκταετία (1981-1989).
Στη συνέχεια η Κυβέρνηση συνεργασίας (ΝΔ – Συνασπισμού), υπό τον Τζανετάκη, παραπέμπει τον Α. Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο και προκειμένου να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, του Νοεμβρίου του 1989 προέβη σε μεγάλες οικονομικές παροχές, ακολούθησε η οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα, την οποία διαδέχθηκε, η υπηρεσιακή υπό τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Γρίβα, η διενέργεια των τρίτων κατά σειρά εκλογών εντός δέκα μηνών (Απρίλιος του 1990). Από τις εκλογές αυτές, αν και το κόμμα της ΝΔ έλαβε το 47%, του εκλογικού σώματος εντούτοις όμως λόγω ενός αλόγιστου και παράλογου εκλογικού νόμου, που είχε ψηφίσει η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη Κυβέρνηση και χρειάστηκε τότε η ΔΗΑΝΑ, του Κ. Στεφανόπουλου, να την στηρίξει με τον βουλευτή της, Κατσίκη και έτσι κατόρθωσε ο Κ. Μητσοτάκης να σχηματίσει μια Κυβέρνηση με 151 Βουλευτές και η οικονομία ένεκα και των τριών διαδοχικών εκλογών, να πάρει για τα καλά την κάτω βόλτα.
Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-1993), δεν μπόρεσε να σταθεροποιήσει και να εξυγιάνει την οικονομία, παρουσίασε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργώντας μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και εκτίναξη του δημόσιου χρέους στα ύψη, κατά 34% του ΑΕΠ. Ο Κων/νος Καραμανλής ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν του επέτρεψε να ξαναπάει σε εκλογές με νέο εκλογικό νόμο μετά το 1990, αφήνοντάς τον, ευάλωτο με μια ισχνή πλειοψηφία με 151 Βουλευτές.
Ο Α. Παπανδρέου, που τον διαδέχθηκε τον Οκτώβριο του 1993, αντιλήφθηκε τα ολέθρια σφάλματά του, της οκταετίας του 1981-1989, άρχισε αμέσως να εφαρμόζει ένα εξυγιαντικό πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας και στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο, δήλωνε τότε κατηγορηματικά και με έμφαση. Ή θα τιθασεύσουμε το τεράστιο αυτό Δημόσιο χρέος (104% του ΑΕΠ) που έχουμε και είναι θηλιά στο λαιμό μας, ή θα εξαφανισθούμε ως Έθνος.
Η Κυβέρνηση Σημίτη, που διαδέχθηκε τον Ιανουάριο του 1996 τον Α. Παπανδρέου και στα οκτώ χρόνια, που παρέμεινε στην εξουσία (1996-2004) συνέχισε και αυτή με δανεικά την επίπλαστη ευημερία του Έλληνα, δείλιασε να πάρει δραστικά μέτρα, για την εξυγίανση της οικονομίας και παρότι είχε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, πάνω από 4% τούτου κα συνολικά επί των ημερών του 30%, εν τούτοις όμως, αντί να μειώσει δραστικά το Δημόσιο χρέος, έστω και κατά 2%, το χρόνο, δηλαδή κατά 15%, που με λίγο προσοχή και νοικοκυρεύματος της οικονομίας ήταν εφικτό, και μπορούσε άνετα να γίνει, δεν έγινε και εκείνο όμως, που κατάφερε ήταν να το μειώσει ελάχιστα κατά 2% του ΑΕΠ από το 110% στο 108%.
Και ερχόμαστε τώρα στην Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή (2004-2009), η οποία πράγματι παρέλαβε, μια χρεοκοπημένη και καταχρεωμένη χώρα, με δημόσιο χρέος 108% του ΑΕΠ, δεν έπραξε όμως τίποτε απολύτως, την άφησε σε ελεύθερη πτώση και τελικά την έριξε στα τάρταρα, στη σημερινή χρεοκοπία και κατάντια, που όλοι ζούμε και βιώνουμε και φέρει ως εκ τούτου, διαχρονικά ίσως τη μεγαλύτερη ευθύνη, γιατί ενώ γνώριζε τα πάντα, για την κατάσταση της οικονομίας, δίστασε και λύγισε κάτω από το βάρος του πολιτικού κόστους και στο τέλος, το έβαλε στην κυριολεξία στα πόδια και «Γαία πυρί μιχθήτω».
Η σημερινή Κυβέρνηση δέσμια από την αρχή των προεκλογικών της υποσχέσεων και δεσμεύσεων της, αντί να βγει αμέσως μπροστά από τα γεγονότα, έτρεχε συνέχεια πίσω απ’ αυτά και ακόμα τρέχει και δεν φθάνει. Εάν έπαιρνε αμέσως μέτρα και όχι με καθυστέρηση έξι μηνών (Απρίλιος 2010), τότε σίγουρα διαφορετική θα ήταν η σημερινή οικονομική κατάσταση. Συνεπώς έχει και ο σημερινός Πρωθυπουργός τις δικές του τεράστιες ευθύνες, για ολιγωρία και καθυστέρηση λήψης καθοριστικών αποφάσεων, για την αντιμετώπιση της καταρρέουσας οικονομίας μας.
Αυτή η κρίση έρχεται από πολύ μακριά (1981) και ήλθε για να μείνει, πολύ ακόμα και πέραν του 2020. Ίσως για μια γενιά. Μια γενιά καλοπέρασε, με επίπλαστη ευημερία και δανεικά και η επόμενη γενιά, δυστυχώς καλείται, να πληρώσει τη νύφη και τον λογαριασμό.
Βλέπουμε συνεπώς ότι το Δημόσιο χρέος, μέσα σε 40 χρόνια σκαρφάλωσε, αδικαιολόγητα και αναιτιολόγητα, στα 340 δισ. ευρώ, με προοπτική, το 2013 να ξεπεράσει το 400 δισ. ευρώ. Και τούτο γιατί όλες διαδοχικά οι Κυβερνήσεις, μετά το 1981, εφάρμοσαν με απερισκεψία, μια ξέφρενη αλόγιστη δημοσιονομική πολιτική, δημιούργησαν συνειδητά πιστεύω, στον Ελληνα μια επίπλαστη εικονική ευημερία, με δανεικά και από άδεια ταμεία, ενώ παράλληλα είχε στηθεί, γύρω από το Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, ένα μεγάλο φαγοπότι και ένα επίσης μεγάλο πάρτι, σπατάλης, κακοδιαχείρισης και διαφθοράς και οι Νεοέλληνες, να επιδίδονται ανενόχλητοι πλέον, με ιδιαίτερη μαεστρία και μαγκιά θα έλεγα, στο αγαπημένο τους Εθνικό Σπορ, της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής, της φοροκλοπής και της εισφοροδιαφυγής. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να πέσουμε ως χώρα στη Μέγγενη και στις δαγκάνες της «Τρόικας». Δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ).
Φθάσαμε σε αυτή την κατάντια και σ’ αυτόν το διασυρμό, γιατί δυστυχώς έχουμε εγκαθιδρύσει στην Πατρίδα μας, ένα Κράτος πελατειακό, ρουσφετολογικό, ανίκανο και διεφθαρμένο, για τον απλούστατο λόγο, ότι αυτό το σύστημα συντηρεί και βολεύει, όλους τους πολιτικούς μας, γιατί συνήθως τους εξασφαλίζει την επανεκλογή τους και συνεπώς τη διατήρησή τους, στις θέσεις τους, ως Βουλευτές ή ως Υπουργούς. Και όσο υπάρχει και συντηρείται αυτό το σύστημα, η Ελλάδα θα βιώνει συνέχεια τη μιζέρια, τη φτώχεια, την υποανάπτυξη, τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Ο κόμπος έχει φθάσει προ πολλού στο χτένι. Θα πρέπει επομένως, Λαός και πολιτικοί Κυβερνώντες και Κυβερνώμενοι, Διοικούντες και Διοικούμενοι, να το συνειδητοποιήσουμε ότι, ο υπέρτατος Νόμος, είναι η Σωτηρία της Πατρίδας μας. Και αυτό μας αφορά όλους μας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι και τον τελευταίο πολίτη αυτής της χώρας.
Εν κατακλείδι. είμαστε η κοινωνία του «λεφτά υπάρχουν», η Κοινωνία του «πού πήγαν τα λεφτά;», η κοινωνία του «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Είμαστε όλα αυτά και το καθένα ξεχωριστά. Τι τέλος πάντων κοινωνία είμαστε;
Συνεπώς «οι καιροί ου μενετοί».
Σημείωση: Ακαθάριστον Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) εννοούμε το σύνολο της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών, που παράγονται στη χώρα μας, από την οποία δεν έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες παραγωγής και διαχείρισης και οι νόμιμες κρατήσεις, όπως είναι φόροι κ.λπ. Το σημερινό ΑΕΠ της χώρας μας είναι 240 δισ. ευρώ περίπου και το κατά κεφαλήν εισόδημα 21.800 ευρώ έναντι 250 δισ. ευρώ και 23.400 ευρώ αντίστοιχα του 2009.