Πολλές φορές περνάει απ’ το νου μου η σκέψη, αν μετρήσαμε τη φράση «Δεν φταίω εγώ», που λέμε καθημερινά.
Πόσες φορές παραδεχτήκαμε το φταίξιμό μας, που η καρδιά μας και η συνείδηση ψιθύρισαν από μέσα μας και κάτι σαν κόμπος κράτησε στο λαιμό μας την παραδοχή και δεν την άφησε να βγει απ’ το στόμα μας.
Συχνά παρακολουθώ διάφορες συζητήσεις και απογοητεύομαι και αναγουλιάζω κυριολεκτικά, γιατί κανένας δεν παραδέχεται θαρρετά την ευθύνη του κι όλο το βάρος το ρίχνει στους άλλους. Όλοι φταίουν και μόνο εμείς «καθαροί». Νερό της λειτουργιάς - προζύμι για πρόσφορο, που λέει ο λόγος.
Στις μέρες μας, που οι καιροί είναι δύσκολοι και οι ευθύνες πολλές, η φράση αυτή πολυακούγεται και στη σκέψη μου έρχονται ένα σωρό ιστορίες και παραδείγματα, που για διάφορους λόγους λένε δεν έφταιξαν ή δεν φταίουν για ό,τι έγινε ή γίνεται.
Στα χωριά, πέρα απ’ τον Αλιάκμονα, ο θερισμός γίνεται κάπως αργά. Τέσσερις - πέντε θεριστάδες γύριζαν στα σπίτια τους, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι απ’ τη δουλειά. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε δυνατά. Με πολλή ανακούφιση μπήκαν σε μια εκκλησία για να ξεκουραστούν και να δροσιστούν. Ήταν αφιερωμένη στον Αϊ-Γιώργη. Ο ένας απ’ αυτούς είδε ένα φουσκωτό πρόσφορο στην Ωραία Πύλη κι άπλωσε το χέρι του να το πάρει. Την ίδια όμως στιγμή, ένα άλλο χέρι απ’ το ιερό τον κράτησε και του είπε: Τάξε στον Άγιο για να σ’ αφήσει. Δεν φταίω εγώ, είπε ο θεριστής - δεν φταίω... Ο Μήτσιος με έβαλε να το κάνω. Δώσε τη λίρα που έχεις, είπε ξανά η φωνή απ’ το ιερό, για να σ’ αφήσει ο Άγιος να φύγεις. Τι να κάνει ο κακομοίρης, έδωσε τη λίρα κι έφυγε τρομαγμένος λέγοντας: Πολύ ακριβά πουλάς Αϊ-Γιώργη μου τα φουσκωτά. Μία λίρα είναι όλοι οι κόποι μου του καλοκαιριού. Όλη η τυράγνια μου. Τότε ανοίγει η πόρτα απ’ το Ιερό και τον φωνάζει ο παπάς. Έλα εδώ, ευλογημένε. Πάρε τη λίρα, πάρε και το φουσκωτό κι άλλη φορά να παραδέχεσαι το φταίξιμό σου και να μην ρίχνεις το βάρος σε άλλους, όπως στον καημένο τον Μήτσιο.
Πιο χαρακτηριστική, όμως, είναι η ιστορία με το καλογεροπαίδι. Μικρός πήγε στο μοναστήρι να μονάσει. Ο ηγούμενος δεν βασιζόταν στη μικρή ηλικία του και τον παρακολουθούσε. Ήταν Σαρακοστή και μια μέρα ζήτησε απ’ τον ηγούμενο να φάει ένα αβγό. Τι; του λέει ο ηγούμενος. Αβγό τη Σαρακοστή; Και τον πρόσεχε περισσότερο.
Μια μέρα τον έχασε και κατέβηκε στο υπόγειο να τον βρει. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, όταν τον είδε να κρατάει ένα αβγό και από κάτω μια αναμμένη λαμπάδα να το ψήσει. Τι κάνεις αυτού; του φώναξε. Δεν φταίω εγώ. Ψέματα, αποκρίθηκε από μια μεριά ο διάβολος. Ψέματα. Μόνος του το έκανε. Ούτε κι εγώ μπορούσα να φανταστώ και να κάνω αυτήν την πονηριά.
Δεν φταίω εγώ. Λέγεται και ξαναλέγεται και δύσκολα βρίσκει σήμερα κανείς ανθρώπους να παραδεχτούν πως φταίουν. Συμφέροντα, εγωισμοί και κάθε λογής σκοπιμότητες αλλοιώνουν την αλήθεια.
Σε κάθε περίσταση θυμούμαι τη μακαρίτισσα τη θεια μου τη Σταμούλου. Κάτι είχε ζητήσει από έναν πλούσιο της εποχής και της το αρνήθηκε.
Τι να σε κάνω, Σταμούλου μου, πολύ ήθελα να σε εξυπηρετήσω, αλλά βλέπεις έχω τη γυναίκα μου και δυσκολεύομαι. Δεν φταίω εγώ. Τον κοίταξα, είπε η θεια μου, και είπα από μέσα μου: Η γυναίκα του φταίει και όχι αυτός. Δηλαδή, «Θέλει ο Θεός και φταίει ο μήνας», που λέμε.