Την ώρα που πρέπει να ταξιδέψω με τη μάνα μου για το χωριό, όπου κάθε χρόνο περνάμε ένα κομμάτι των διακοπών μας, γνωρίζω ένα πράγμα. Γνωρίζω ότι θα ζήσω μια «Οδύσσεια». Μη φανταστείτε ότι πρόκειται για πολύωρο ταξίδι. Μη φανταστείτε ότι το χωριό είναι απομονωμένο και δύσβατο. Όχι, το Νεραϊδοχώρι βρίσκεται σίγουρα σε ορεινή περιοχή -1.200 υψόμετρο- αλλά λόγω συγκυριών είχε την τύχη να αποτελέσει από νωρίς κομμάτι του πολιτισμού με άνετο δρόμο ακόμα και το καταχείμωνο, όταν το χιόνι σκεπάζει τα πάντα.
Ενώ στο ομηρικό έπος το επίκεντρο βρίσκεται το ταξίδι της επιστροφής του ήρωα, η δική μου «Οδύσσεια» έχει αιτία διαφορετική. Αιτία είναι η μάνα μου και η αντίληψή της για το τι πρέπει ένας άνθρωπος να παίρνει μαζί του στις διακοπές. Εκεί έγκειται η δική μου «Οδύσσεια». Εγώ το είχα καταλάβει από μέρες ότι το παραμικρό δεν θα άλλαζε και πάλι. Η μάνα μου έκανε απέλπιδες προσπάθειες να βρει κάποιον άλλον να τη μεταφέρει. Προσέγγισε την αδερφή μου, το γαμπρό μου, τη γυναίκα μου, μάλλον και αρκετούς άλλους που δεν γνωρίζω, προσπαθώντας να με αποφύγει όπως ο ακατονόμαστος το λιβάνι. Με θεωρεί άνθρωπο που αγνοεί την υπομονή ακόμα και ως λέξη και συχνά βρίσκει τις αντιδράσεις μου υπερβολικές. Δεν θα μείνω βέβαια, σ’ αυτήν την εσφαλμένη μητρική άποψη. Το θέμα είναι ότι οι συγκυρίες την ανάγκασαν να αποδεχτεί ότι μαζί μου θα έκανε και φέτος το ταξίδι, γεγονός που προκάλεσε και στους δυο μας πανικό.
Η μάνα μου -φαντάζομαι και πολλοί άλλοι της γενιάς της- έχει αποφασίσει ότι ένα ταξίδι για να το ευχαριστηθείς δεν πρέπει να είναι άνετο. Δηλαδή, όταν ταξιδεύει και κάθεται άνετα, χωρίς να την περιορίζουν βαλίτσες, σάκοι, σακούλες και σακουλάκια, πιστεύω ότι δεν το θεωρεί ταξίδι. Κάποτε πίστευα ότι αυτό γινόταν επειδή ήθελε να ενισχύσει τη φαντασία μου υποχρεώνοντάς με να εντοπίζω χώρους για να βολέψω όλη την πραμάτεια της. Τώρα πια ξέρω ότι δεν γίνεται γι’ αυτό. Κάπως έτσι και φέτος -επιστρατεύοντας τεχνικές εφάμιλλες του πολυμήχανου Οδυσσέα- αναγκάστηκα να ταχτοποιήσω βαλίτσες με ρούχα (αναγκαία) αλλά και σακούλες με ντομάτες, πατάτες, φρούτα, οδοντογλυφίδες, λάδι, αναψυκτικά, καφέδες, χαρτοπετσέτες, ζάχαρη, οδοντόκρεμες, κουτιά με γλυκά, απορρυπαντικά... Φέτος μάλιστα, ξεπερνώντας κάθε δικό της όριο και μάλλον προσπαθώντας να ανακαλύψει τα δικά μου η αθεόφοβη προχώρησε λίγο ακόμα. Αν έχετε τον Θεό σας, θεώρησε αναγκαίο να κουβαλήσουμε ένα φαράσι (ε βρε παιδάκι μου, αυτό που είχαμε έσπασε!) αλλά και ένα πατάκι για την εξώπορτα (πού να βρεις τόσο ανθεκτικό και απορροφητικό πατάκι εκεί επάνω;)!!!
Μάταια προσπάθησα να την πείσω ότι δεν είναι αναγκαίο κάθε χρόνο να μεταφέρουμε όλα αυτά τα αγαθά από τον κάμπο στο βουνό. Ό,τι είπα πέρασε και δεν ακούμπησε. Για μια ακόμα φορά δεν έλεγε να καταλάβει ότι τα σούπερ μάρκετ και εμπορικά της περιοχής μπορούν να καλύψουν κάθε ανάγκη και έλλειψη που πιθανώς παρουσιαστούν. Αγύριστο κεφάλι! Ο ορισμός της συντηρητικής θεώρησης των πραγμάτων. Ο διάλογός μας, όπως και κάθε παρόμοιος, λόγω έλλειψης λογικών επιχειρημάτων από μέρους της, κατάληξε σε ό,τι «μου τη δίνει» αφόρητα: «Καλά, εγώ έτσι έμαθα! Δεν θα αλλάξω τώρα, επειδή το θέλεις εσύ»!
Μάλιστα. Όταν ακούω αυτό το «έτσι μάθαμε», πετάω την πετσέτα στο τερέν και σηκώνω τα χέρια ψηλά. Παραδίνομαι. Η μάνα μου, βέβαια, δικαιολογείται ως ένα βαθμό και όχι γιατί μάνα είναι μόνο μία ούτε γιατί αποτελεί τον ορισμό της μάνας που γίνεται θυσία. Ανήκει σε μια γενιά που έζησε με σημαντικές ελλείψεις και σίγουρα μακριά από τις σημερινές ανέσεις, όχι μόνο στη μετακίνηση αλλά και σε άλλα. Η γενιά της, εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν, οργάνωσε έναν αξιοθαύμαστα ευρηματικό τρόπο ζωής που, όμως, σήμερα μόνο δυσχέρειες προκαλεί αλλά είναι απίθανο να εγκαταλειφτεί. Ήταν λογικό στο παρελθόν η μετακίνηση στο χωριό να φέρνει σε κάτι από... ξεριζωμό. Έλλειψη μέσων μεταφοράς, κακή κατάσταση οδικού δικτύου και περιορισμένη ανάπτυξη της αγοράς στην ύπαιθρο καθιστούσαν τη μετακίνηση μια πραγματική «Οδύσσεια».
Η μητέρα μου και η γενιά της έζησαν συνταρακτικές μεταβολές και ασύλληπτους ρυθμούς προόδου. Κατάφεραν να προσαρμοστούν σε αρκετά αλλά μέχρι ενός σημείου. Τους φαίνεται παράλογο και μάλλον ανήθικο να εγκαταλείψουν ό,τι όρισε τη ζωή τους στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο το αντιμετωπίζουν ως μορφή προδοσίας ακατανόητης για μένα. Προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό ό,τι μπορούν. Νιώθουν ότι έτσι κρατούν ζωντανό τον κόσμο τους κι ότι μένουν δεμένοι με αυτόν. Νιώθουν ότι κάποιες συνήθειες, όσο επώδυνες κι αν είναι πια για τους υπολοίπους και για τους ίδιους, είναι οι ρίζες τους σε ένα παρελθόν που ξέρουν πολύ καλά ότι χάθηκε αλλά αρνούνται να αποδεχτούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όσο κι αν με εκνευρίζει, είμαι ανεκτικός με τη μητέρα μου και τη γενιά της ενώ δεν δίνω δεκάρα και σιχαίνομαι ανθρώπους νεότερους που χωρίς να έχουν ζήσει τίποτα από το παρελθόν, προσπαθούν να το συντηρήσουν, χωρίς να τους δένει κάτι με αυτό, επειδή έτσι τους... παραδόθηκε. Με αυτούς, όμως, που τους θεωρώ απλώς βαρίδια που δυσκολεύουν την προσαρμογή της κοινωνίας στα νέα δεδομένα δεν έχω ούτε το χώρο ούτε τη διάθεση να ασχοληθώ.
Άλλωστε λίγες μόλις ώρες πριν κατάφερα ζώντας μια «Οδύσσεια» να βρω χώρο στο αυτοκίνητο για να βολέψω όσα η μάνα μου θεωρεί αναγκαία! Μάλιστα, αυτή τη φορά τα κατάφερα εκπληκτικά, αφού κανείς από τους επιβαίνοντες δεν χρειάστηκε να έχει στα πόδια του ούτε κουτί με τσίχλες. Η άνεση αυτή, όμως, ελάχιστα εκτιμήθηκε από τη μάνα μου, η οποία ρισκάροντας μια έκρηξή μου και ενώ ταξιδεύαμε, με ρώτησε: «Αφού έχουμε χώρο, μήπως να παίρναμε και κανένα καρπούζι»; Δεν έδωσα σημασία και φυσικά δεν πήραμε καρπούζι. Δεν μπήκα καν στον κόπο να της εξηγήσω ότι το χωριό διαθέτει πλέον και ασύρματο internet! Εκείνη τη στιγμή απλώς σκεφτόμουν: αν για λίγες μέρες διακοπών ξεπατώθηκα για να ταχτοποιήσω ένα σκασμό πράγματα, εκείνος ο έρμος ο Οδυσσέας, όταν ξεκινούσε για την Τροία, τι να είχε πάρει μαζί του;
*Ο κ. Ζάχος είναι καθηγητής στο φροντιστήριο «άποψη» της Λάρισας,
Συγγραφέας των βιβλίων «Εγχειρίδιο Επιβίωσης»
και «Μάθε, Παιδί μου, Γράμματα».
http://sotiriszachos.blogspot.com/