Κάθε χρόνο, τέτοιον καιρό, το κυρίαρχο θέμα της ελληνικής κοινωνίας είναι η δημοσιοποίηση των βαθμολογιών των εισαγωγικών εξετάσεων (πανελληνίων ή πανελλαδικών!) για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η έκταση που λαμβάνει το θέμα σχετίζεται με αρκετές παραμέτρους της κοινωνικής μας ζωής, οικονομικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, πολιτικής.
Καταρχήν, από την έναρξη αυτών των εξετάσεων καλλιεργείται από τα ΜΜΕ ένα έντονο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της εξεταστικής διαδικασίας. Μάλιστα πάρα πολύ νωρίς δημοσιεύονται εκτιμήσεις για τις επιδόσεις των τελειοφοίτων, τις βάσεις κοκ. Η ένταση και η αγωνία των ενδιαφερομένων κορυφώνεται με την επίσημη ανακοίνωση των βαθμολογιών, οπότε, όπως είναι φυσικό, αυξάνεται κατακόρυφα η πώληση των εφημερίδων, καθώς δημοσιεύουν ονόματα επιτυχόντων, φωτογραφίες, συγχαρητήριες αγγελίες ή και ευχαριστήρια προς φροντιστές-δασκάλους, (σπανίως, βέβαια, προς δασκάλους των δημοσίων σχολείων!). Ανάλογα αυξημένη είναι και η επίσκεψη των ηλεκτρονικών ενημερωτικών ιστοσελίδων. Έτσι λοιπόν γίνεται φανερή η οικονομική διάσταση του θέματος.
Παράλληλα, σε έναν άλλον χώρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της σύγχρονης Ελλάδας, η ανακοίνωση αυτών των βαθμολογιών δίνει το έναυσμα για να αρχίσει να λειτουργεί ο νόμος της ανταγωνιστικής οικονομίας. Πρόκειται για τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς (= φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία), μέσα από την προβολή των επιτυχιών, ή και «επιτυχιών» τους, (καθώς η λέξη, μετά την κατάργηση κάθε τυπικού ορίου έχασε κι αυτή το μέτρο της), προς άγραν μελλοντικών πελατών (*).
Οικονομικό όφελος προσδοκούν, και θα αποκομίσουν, επίσης, οι ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων οικιών, οι επαγγελματίες (ιδιοκτήτες ψυχαγωγικών καταστημάτων, επίπλωσης και οικιακού εξοπλισμού κλπ.) των πόλεων στις οποίες λειτουργούν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ιδρύματα, και για χάρη των οποίων, κυρίως, καταργήθηκε η βάση του «Δέκα», ένα έστω σχετικό όριο αξιολόγησης, όπως εξάλλου υπάρχουν όρια σε όλα τα συστήματα αξιολόγησης που χρησιμοποιούν βαθμολογική κλίμακα για την αξιολόγηση και την επιλογή μαθητών, φοιτητών ή και γενικότερα στελεχών.
Μια άλλη παράμετρος είναι κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Για την ελληνική κοινωνία και μόνο η συσχέτιση του παιδιού μιας οικογένειας με τον όρο «Πανεπιστήμιο» προσδίδει γόητρο και καταξίωση. Γι'αυτό, αυτές τις μέρες το «σαβουάρ βιβρ» επιβάλλει έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον για τους βαθμούς των διαγωνισθέντων τέκνων του στενού ή του ευρύτερου συγγενικού ή κοινωνικού περιβάλλοντος. ΄Ετσι τα συγχαρητήρια, οι επισκέψεις, τα δώρα και «οι ευχές δίνουν και παίρνουν», άλλες για την επιτυχία και άλλες για παρηγορία.
Τέλος η κορύφωση αυτού του πολύπλευρου ελληνικού φαινομένου εκφράζεται μέσα από την πολιτική του εκμετάλλευση, γιατί για δημαγωγική πολιτική συμπεριφορά πρόκειται, όταν η μεν κυβέρνηση δηλώνει ευτυχής που «όλα πήγαν καλά», η δε αντιπολίτευση τα βλέπει όλα «μαύρα» και δεν χάνει την ευκαιρία να κατηγορεί την κυβέρνηση για «δύσκολα θέματα που στέρησαν υψηλές βαθμολογίες» ή για σκοπίμως εύκολα θέματα, «που οδήγησαν σε υψηλές βαθμολογίες προκειμένου να εισαχθούν όλοι σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να μειωθεί τυπικά το ποσοστό ανεργίας των νέων, εξαπατώντας και αποπροσανατολίζοντας τους νέους και γενικότερα την ελληνική κοινωνία»!!!
Μπροστά σ' αυτό το παιχνίδι σε βάρος των νέων στέκεται ο εκπαιδευτικός του δημοσίου σχολείου. Αυτός, βέβαια, ο εκπαιδευτικός ο οποίος αισθάνεται την εργασία σ' αυτόν τον χώρο ως λειτούργημα. Αυτός, λοιπόν, ο εκπαιδευτικός παρακολουθεί αμήχανος και προβληματίζεται. Προβληματίζεται, αν πρέπει να είναι χαρούμενος ή λυπημένος, όταν βλέπει μαθητές/τριες του με ιδιαίτερα χαρίσματα και με τις υψηλές βαθμολογίες που πέτυχαν να επιλέγουν «άγονους» επαγγελματικούς χώρους. Όμως, σεβόμενος απολύτως τις προσωπικές αποφάσεις και επαγγελματικές επιλογές τους, περιορίζεται σε διακριτικές συμβουλές, σε ειλικρινή επιβράβευση των προσπαθειών τους και αποσύρεται πάλι διακριτικά.
Ασφαλώς, εκ πρώτης όψεως, αυτή η στάση φαίνεται και ακούγεται περίεργη και οξύμωρη. Ωστόσο δεν είναι. Προβληματίζεται ο εκπαιδευτικός για το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των μαθητών του που πέτυχαν μεγάλες βαθμολογίες και επιπλέον διαθέτουν και ιδιαίτερες ψυχοπνευματικές ικανότητες, επιλέγουν επαγγέλματα με μοναδικό κριτήριο την επαγγελματική σιγουριά, την άμεση αποκατάσταση, για την οποία δεν θα χρειαστούν επιπλέον δοκιμασίες, εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ, θα αποφύγουν άλλες αγωνίες και θα γλιτώσουν από τον κίνδυνο της ανεργίας. Προβληματίζεται και λυπάται που νέοι με υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιότητες θα βιδώνουν βίδες, σ' όλη τους την επαγγελματική ζωή, θα γίνουν αντιγραφείς αναφορών, διαταγών, θα μοιράζουν κλήσεις και γενικότερα θα αποτελέσουν ένα μηχανικό εξάρτημα εργασιακών τομέων, για τη λειτουργία των οποίων θα αρκούσαν στελέχη με λιγότερα προσόντα. Λυπάται που αυτά τα προικισμένα άτομα δεν θα στελεχώσουν τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που δεν θα συναναστραφούν με εφήβους και δεν θα τους συμπαρασταθούν, όταν οι έφηβοι, σ' αυτήν την κρίσιμη φάση της ζωής τους, θα χρειάζονται ιδιαίτερα προικισμένους εκπαιδευτικούς - παιδαγωγούς.
Βέβαια δεν αποκλείεται οι χαμηλές βαθμολογίες να είναι συμπτωματικές, ή οι μέτριοι, που θα σπουδάσουν καθηγητές, να εξελιχθούν σε ικανούς εκπαιδευτικούς, τις εξαιρέσεις δεν μπορούμε να τις αποκλείσουμε. Όμως, όσο οι επαγγελματικές επιλογές των νέων είναι αποτέλεσμα ψυχαναγκασμού και στην ελληνική κοινωνία θα επικρατεί η δυσαρμονία ανάμεσα στις απαιτήσεις ενός εργασιακού τομέα και των ικανοτήτων των στελεχών, οι προοπτικές για την αξιοποίηση των αξίων προς όφελος του συνόλου θα αποτελούν το διαχρονικό μας ζητούμενο, αλλά και την αιτία της θολής και αντιπαραγωγικής πορείας της κοινωνίας μας.
Γι' αυτό λυπάμαι και ανησυχώ ιδιαίτερα για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας: Γιατί η πολιτεία μας, που θέλει να λέγεται δημοκρατική και κληρονόμος ενός σοφού πολιτισμού, δίνει κίνητρα για τη στελέχωση των κατασταλτικών μηχανισμών με προικισμένα άτομα, ενώ υποβαθμίζει την ποιότητα στον χώρο της παιδείας και της μόρφωσης.
(*) Προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως, ας σημειωθεί ότι αυτοί οι ιδιωτικοί πάροχοι της γνώσης, έχουν καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, δεν υποτιμάται η συμβολή τους στη γνωστική θωράκιση των μαθητών, αλλά δεν αποτελούν και πανάκεια. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση η λειτουργία τους εκφράζει τη σοβαρότητα της ασθένειας του δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά δεν είναι του παρόντος η ενασχόληση μ' αυτό το σοβαρό πρόβλημα.
Ο δρ. Φιλολογίας Βαγγέλης Κ. Κυριάκης, είναι εκπαιδευτικός στο Γενικό Λύκειο Γιάννουλης