Απ’ το ποτάμι με τα μαύρα νερά που το λένε Αχέροντα ξεκίνησε τούτη τη φορά η μαύρη επιδημία και θέρισε τα γύρω χωριά αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να πάρουν τους δρόμους αναζητώντας σε άλλους τόπους τη λύτρωση.
Μόλις είχε μπει ο καινούργιος αιώνας, δεν είχαν κατασιγάσει ακόμα τα γιορτινά πυρά της υποδοχής του και άρχισαν οι ταραχές σαν να τις παρότρυναν τα συστατικά που έκρυβε μέσα του το 1600, καθώς το οχτώ είναι το σύμβολο των τριών διαστάσεων του κόσμου σύμφωνα με τον Πυθαγόρα που το ονόμαζε γαιήχοχον και το θεωρούσε αίτιο κάθε μεταβολής.
Δεν έφτανε ο λιμός στην Ήπειρο ήρθε ο κι ο ξεσηκωμός στη Θεσσαλία που προκάλεσε ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος και καταπνίγηκε γρήγορα φέρνοντας τα βαριά αντίποινα των Τούρκων. Ο δεσπότης όμως της Τρίκκης και της Λάρισας δεν το έβαλε κάτω και σε λίγο έκανε δεύτερο κίνημα χτυπώντας τα Γιάννενα με αποτέλεσμα να νικηθεί ξανά και να εξοντωθεί με βίαιο τρόπο.
Έτσι έγινε και δύο μπουλούκια πήραν τα ορεινά μονοπάτια. Το ένα φεύγοντας απ’ τα μέρη του Μαυροπόταμου για να γλιτώσει απ’ την πανούκλα και το άλλο προερχόμενο από τη Λάρισα που μετά τις αποτυχημένες εξεγέρσεις δεν είχε γη να σταθεί και σέρνονταν στις ερημιές για να ξεφύγει απ’ την οργή της εξουσίας.
Είχε προχωρήσει το 1601 όταν άρχισαν να περιπλανούνται τούτες οι ομάδες χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τα θύματα της νόσου κουβαλούσαν όμως το κακό μαζί τους καθώς όλο κάποιο σύμπτωμα παρουσιαζόταν κι έσπερνε ανάμεσά τους τον πανικό. Μόλις έβρισκαν ένα βολικό υψίπεδο κι άπλωναν κάτω τα λιγοστά υπάρχοντά τους προσδοκώντας σε μόνιμη εγκατάσταση, η ισχνή μαυροφόρα γριά, όπως περιέγραφαν την Πανούκλα όσοι την είχαν αντικρύσει κι είχαν βέβαια πεθάνει μετά απ’ αυτό, κατέφθανε με το αθόρυβο βήμα της και άρπαζε κάποιον καρφώνοντάς του στο δέρμα το κόκκινο σπυρί που σε λίγο μεγάλωνε, έφερνε πόνους παντού και του μαύριζε την όψη πριν τον αφήσει άψυχο μετά από λίγες μέρες πάλης με το ακατανίκητο.
Οι Λαρισινοί πάλι ξεκληρίζονταν απ’ τ’ ασκέρια που είχαν στείλει ξοπίσω τους οι αρχές κι όπου τους πετύχαιναν τους χτυπούσαν αμείλικτα μειώνοντας κάθε φορά αισθητά τον αριθμό τους. Καθώς βάδιζαν σχεδόν στα ίδια εδάφη η μια ομάδα είχε αντιληφθεί την παρουσία της άλλης μα φρόντιζαν να μην συναντηθούν και φορτωθούν παραπανίσια βάρη. Η κοινή έλλειψη σχεδίου όμως τους έβγαζε πάντα σε παραπλήσια μέρη.
Κάποια στιγμή έφτασαν σ’ έναν πυκνό ορεινό όγκο με άφθονα νερά κι είπαν να σταματήσουν εκεί καθώς ένιωθαν καλά προφυλαγμένοι αλλά και γιατί είχαν εξαντληθεί από τούτο το αβέβαιο ταξίδι. Μια ακόμη αιτία που τους τράβηξε ήταν ότι βρήκαν ίχνη από παλιά ερειπωμένα σπίτια που έδειχναν ότι είχαν ζήσει κάποτε άνθρωποι εκεί και είχαν οργανώσει μια αυτάρκη κοινωνία. Πρώτοι πάτησαν το πόδι οι Λαρισινοί κι έστησαν τις καλύβες τους κάτω από ένα γυμνό βράχο που έμοιαζε με δόντι κι όπου οι επεξεργασμένες πέτρες, τα κεραμικά και τα φθαρμένα μέταλλα φανέρωναν ότι είχε χρησιμοποιηθεί πολύ παλιότερα για κάστρο. Ο παπάς που τους οδηγούσε και ήξερε γράμματα καθώς είχε μαθητεύσει στον Διονύσιο, όταν βρήκε κάτι θαμμένα νομίσματα είπε ότι ήταν μακεδονικά της εποχής του Φιλίππου και ότι η περιοχή αποτελούσε σταθμό ελέγχου όσων έρχονταν από τα δυτικά, ενώ συχνά ανέβαιναν τα στρατεύματα για θερινές ασκήσεις.
Στη βάση του βρήκαν πλούσιες πηγές που σ’ αυτές οφειλόταν η έντονη βλάστηση της ρεματιάς που έκανε αθέατο όποιον έμπαινε μέσα της. Τις καλλιέργησαν κι έφτιαξαν τρία πηγάδια να εξασφαλίσουν το απαραίτητο νερό, ενώ στην κορυφή του κοντινότερου λόφου έχτισαν μια μικρή εκκλησία που την είπαν Άγιο Αχίλλιο προς τιμήν του συμπατριώτη τους επισκόπου που συμμετείχε στις οικουμενικές συνόδους.
Τούτο το μικρό ξωκλήσι θα γινόταν μετά από ενάμιση αιώνα μια περίτεχνη βασιλική κατασκευασμένη από τα χέρια των εκλεκτών μαστόρων που θα αναδείκνυε το χωριό στην πρώτη ακμή του και πάνω της θα επένδυαν την τέχνη της ξυλογλυπτικής οι Τουρναβίτες και την ιδιαίτερη αγιογραφική άποψή τους οι ζωγράφοι απ’ τους Χιονιάδες.
Οι άρρωστοι έρχονταν στον ίδιο τόπο από άλλη πλευρά. Είχαν σταθμεύσει σ’ ένα πέτρινο ύψωμα μήπως εξαγνιστούν από τα δροσερά ρεύματά του μα πάλι τους επισκέφτηκε η θανατηφόρα γριά κι εξολόθρευσε αρκετούς. Είχαν απελπιστεί πια κι ετοιμάζονταν για νέα πορεία ώσπου να τους εγκαταλείψει επιτέλους το στοιχειό που φαινόταν ακούραστο, όταν είδαν λένε ένα σεβάσμιο άντρα να ξεπροβάλει από το δάσος, να τρέχει με βήμα νεανικό παρά τα κάτασπρα μαλλιά και τα γένια του, να φτάνει τη βδελυρή γριά που έφευγε μπροστά ανέμελη για τους προϋπαντήσει στον επόμενο καταυλισμό, να την αρπάζει με τα λιγνά του χέρια και να τη χτυπά δυνατά στο βράχο όπου έμεινε κολλημένη σαν άσαρκο ρευστό υλικό που μπορείς να το δεις ακόμα να μαυρίζει στην ανοιχτόχρωμη επιφάνεια του πετρώματος.
Ήταν ο Άη Θανάσης είπαν όσοι είδαν το περιστατικό κι έτρεξαν ευγνώμονες να του φιλήσουν το χέρι. Ο Άγιος όμως έφυγε ξαφνικά όπως ήρθε αφήνοντας πίσω του το χώρο καθαρό.
Από τότε ονομάστηκε Πανούκλα η συγκεκριμένη κορυφή καθώς οι αναθαρρημένοι οδοιπόροι αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη γύρω έκταση, ενώ στην πρώτη βατή ράχη έχτισαν μια πρόχειρη εκκλησιά για να τιμήσουν το πρόσωπο που τους απάλλαξε από τη βαριά τούτη κατάρα. Με τον καιρό το φτωχό οίκημα έγινε μεγαλοπρεπής ναός και πολιούχος της οργανωμένης κώμης που προέκυψε από τη συνένωση των δύο ομάδων και την προσθήκη αργότερα κι άλλων εκτοπισμένων από τους γύρω οικισμούς και βαφτίστηκε Ζουμπάνι καθώς ήταν για τρείς περίπου αιώνες το διοικητικό κέντρο της περιοχής αν και ο ορισμός του ίσως κρατά από την προηγούμενη χιλιετία.
Γρήγορα διαπίστωσαν ότι το μέρος δεν ήταν ολότελα έρημο όπως τους είχε φανεί πρίν καθώς άρχισαν να συναντιούνται με αρκετές Πατριαρχίες τσομπάνηδων που έβοσκαν τα ζώα τους στις πλαγιές κι άλλοι έμεναν όλο το χρόνο εκεί άλλοι κατέβαιναν στα πεδινά το χειμώνα. Με μεγάλη του χαρά ο ιερέας των Λαρισινών είδε ανάμεσά τους ένα γνωστό του τσέλιγκα που ξεχείμαζε στη Θεσσαλία κι εκείνος τον υποδέχτηκε φιλικά και τον κατατόπισε στα ιδιαίτερα της νέας του Πατρίδας.
Του είπε τα ονόματα των τοποθεσιών που ήταν όλα σλαβικά κάτι που τον παραξένεψε καθώς κανένας από τους γηγενείς δεν μιλούσε αυτή τη γλώσσα. Μελετώντας αργότερα κάποια σχετικά συγγράμματα έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι ονομασίες είχαν δοθεί πολύ παλιά γύρω στο 600 μ.Χ., στο διάστημα δηλαδή των διακοσίων χρόνων που μεσολαβεί από την ακμή του Ιουστινιανού ως την ανόρθωση του Ηρακλείου και που ήταν μια περίοδος αποσυντονισμού του υπεραναπτυγμένου βυζαντινού κράτους. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστασίου λένε ότι εισέβαλαν στη Μακεδονία εκατό χιλιάδες Σλάβοι κυνηγημένοι από τους ισχυρούς τότε Αβάρους κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί αλλάζοντας την εθνική σύνθεση. Περιστατικό που θα το εκμεταλλευόταν ο Φαλμεράιερ για να διακηρύξει ότι χάθηκε για πάντα το ελληνικό στοιχείο και ότι οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας δεν έχουν καμιά συγγένεια με τους αρχαίους. Θεωρία που μάλλον δεν ισχύει γιατί ο γερμανός ιστορικός πήρε ως δείγμα μόνο την Αττική, τη Βοιωτία και τη Βόρεια Πελοπόνησσο που είχαν εποικισθεί από Σλάβους και Αλβανούς στα χρόνια των Φράγκων. Αν έψαχνε όμως στα ορεινά ή αν μελετούσε το δημοτικό τραγούδι θα διαπίστωνε ότι η γλώσσα του παρέμενε γνήσια ελληνική και μάλιστα χωρίς την εισαγωγή ξενικών στοιχείων όπως συμβαίνει μ’ εκείνη των πόλεων κι ακόμα με την έντεχνη των μορφωμένων του Φαναριού που είναι γεμάτη νεολογισμούς και τουρκικέες εκφράσεις.
Το μεγάλο πλήθος των Σλάβων της πρώτης καθόδου αφομοιώθηκε απόλυτα από τον ισχυρότερο ελληνικό πολιτισμό και το μόνο δείγμα της παρουσίας του είναι ο ορισμός κάποιων απόμακρων τοπωνυμιών όπως αυτές του Ζουμπανιού όπου είχαν τώρα εγκατασταθεί οι νέοι φυγάδες της ενδοχώρας. Αυτογενείς Έλληνες καθώς ήταν ανέπνευσαν τον αέρα των ιδρυτών του αρχαίου οικισμού και συνέχισαν την πορεία τους πελεκώντας την πέτρα και αναπτύσσοντας ένα δωρικό ρυθμό δικής τους επινόησης, με λιτά αετώματα στην πρόσοψη, αυστηρές ορθογώνιες κολώνες στις πόρτες των σπιτιών και κυρτά καμαρολίθια στα παράθυρα για να μην ξεχνούν τη μεσολάβηση του Βυζαντίου που μαλάκωσε την αιχμηρή διάθεση των παλιών πολεμιστών.
Τα χρόνια πέρασαν, στον Άη Θανάση λειτουργήθηκαν γενεές γενεών, στα χώματα του Αχίλλη θάφτηκαν αμέτρητα σώματα, στη Λέντζια πολιόρκησαν τη φθορά οι κύκλιοι χοροί των γάμων και των πανηγυριών, παιδιά βαφτίστηκαν στις πέτρινες κολυμπήθρες με τα ονόματα των πάππων τους, ιστοί αναμονής πλέχτηκαν και ξηλώθηκαν από γυναίκες ξενητεμένων κι όλοι κρατήθηκαν από το μίτο του μικρού λαβυρίνθου, σταθερά οδεύοντες μέσα στις αντιθέσεις και ανακυκλώνοντας τα φθαρτά υλικά που τους συγκροτούσαν με τη δημιουργία και την ελπίδα.
Ώσπου έναν καιρό έχασαν τη δύναμή τους τα τοπικά ήθη, λύθηκαν τα ξόρκια που τους προστάτευαν και ξαναφάνηκε η πανούκλα αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό του χωριού κι αφήνοντας έντονα τα σημάδια του μαρασμού σε κάθε πτυχή του. Μόνο που τώρα δεν ήταν σκελετωμένη γριά των βουνών αλλά μια θελκτική γυναίκα απ’ το άστυ.