* Του Γεωργίου Ντόβα συνταξιούχου δημοσίου
Διαβάζοντας τη συνέντευξη του κ. Θ. Πάγκαλου στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ» στο σημείο που μιλάει για δημιουργία πάση θυσία κοινωνικών αντίβαρων, μου ήρθε στο νου μια συζήτηση που είχα με τον διευθυντή μου όταν ήμουν ακόμη στην υπηρεσία. Με είχε φορτώσει με τόση δουλειά που δεν την άντεχα και πήγα στο γραφείο του να διαμαρτυρηθώ. Κατάλαβε ότι είχα δίκιο και για να με καθησυχάσει μου λέει: «Το ξέρω ότι σ’ έχω φορτώσει πολλή δουλειά αλλά δεν σε πιέζω να τη βγάλεις όλη σε μια- δυο μέρες!» Η απάντησή μου ήταν: «Κύριε διευθυντά όταν το γαϊδούρι το φορτώσεις πάνω από τις δυνατότητές του όσο κι αν του χαϊδεύεις τ’ αυτιά δεν πρόκειται να το κουνήσει ρούπι, θα λυγίσει, θα γονατίσει και θα πέσει κάτω».
Θέλω να πιστεύω ότι τα κοινωνικά αντίβαρα που δεν τα κατονομάζει ο κύριος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης να μην είναι το χάιδεμα των αυτιών του λαού με γαλιφιές και άλλα Πασοκικά μαντζούνια, αλλά ουσιαστικά αντίβαρα που θα δώσουν άμεση ανακούφιση στο λαό και βάσιμη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Δεν αποτελεί αντίβαρο η εγγύηση των συντάξεων από το κράτος αλλά πομφόλυγα, όταν το κράτος κάθε στιγμή μπορεί να σου μειώσει τη σύνταξη όσο θέλει και για όσο καιρό θέλει. Θα προσπαθήσω να δώσω στον κ. Θ. Πάγκαλο μερικές ιδέες αντίβαρα στα βάρη με τα οποία το κόμμα του φόρτωσε το δύσμοιρο λαό.
Πρώτο αντίβαρο θα ήταν μια οικουμενική κυβέρνηση σοφών από πρόσωπα αδιάφθορα του δημοσίου βίου, η οποία μεταξύ των άλλων θα αναλάμβανε την έρευνα των αιτίων που οδήγησαν τη χώρα σ’ αυτή την πολύπλευρη κρίση και ιδίως στην οικονομική με τα γνωστά αποτελέσματα, ώστε το πόρισμά της να αποτελέσει οδηγό διόρθωσης της πορείας για την ταχεία έξοδο από την κρίση αλλά και αποκλεισμού παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον.
Δεύτερο αντίβαρο θα ήταν να ερευνηθούν όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί όλων των αξιωματούχων της κρατικής εξουσίας και των συναλλασσομένων με αυτούς τη χρονική περίοδο από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Σε όσους από αυτούς διαπιστωνόταν υπερβολικά ποσά καταθέσεων και σε χρόνους που θα συνδεόταν με εξαιρετικές δραστηριότητες σε κρατικές προμήθειες, αναθέσεις έργων κ.λ.π. να καλούνται οι κάτοχοι αυτών των λογαριασμών να δώσουν τις δέουσες εξηγήσεις. Όπου θα υπάρχει μεγάλη απόκλιση η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις αποδείξεις και τα τεκμήρια των καταθετών να καλούνται αυτοί σε συμβιβασμό με το κράτος και όσοι αρνούνται να οδηγούνται στη δικαιοσύνη για παραπέρα διερεύνηση. Φυσικά να ψηφιστούν δίκαιοι νόμοι που θα εφαρμόζονται ανάλογα και θα αποδίδουν γρήγορα δικαιοσύνη.
Τρίτο αντίβαρο θα ήταν ο οικονομικός έλεγχος των κομμάτων και ιδίως αυτών που κυβέρνησαν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά. Σε περίπτωση υπέρβασης των δαπανών αυτές να αφαιρούνται από την κρατική επιχορήγηση, η οποία να περιοριστεί στις απόλυτα αναγκαίες δαπάνες των κομμάτων, καθόσον στην εποχή του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου όλα τα κόμματα έχουν το κατάλληλο χρόνο και τρόπο να παρουσιάσουν τα προγράμματα και τις ιδεολογίες τους στον κυρίαρχο λαό, αλλά και τις προσωπικότητες αυτών που τα απαρτίζουν, για να κρίνει και να αποφασίσει ανάλογα.
Τέταρτο αντίβαρο θα ήταν η σύσταση μιας δημόσιας τράπεζας η οποία θα χρηματοδοτούσε καινοτόμες επιχειρήσεις αλλά και επιχειρήσεις άμεσης απόδοσης ώστε να απορροφήσουν ένα σημαντικό αριθμό ανέργων και να μειώσουν τις εισαγωγές προϊόντων πρώτης ανάγκης. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί πρέπει να εισάγουμε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα όταν έχουμε τη δυνατότητα παραγωγής αυτών σε επαρκείς για τη χώρα ποσότητες και γιατί όχι για εξαγωγή.
Πέμπτο αντίβαρο θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ στο κατώτατο όριο για τα είδη πρώτης ανάγκης και αύξηση στο ανώτατο επιτρεπτό όριο για τα είδη πολυτελείας. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην πληρώνουν αυξημένα τέλη κυκλοφορίας αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και σαν αντιστάθμισμα να επιβαρύνεται με υψηλό ΦΠΑ η βενζίνη. Αν δεν αντιμετωπιστεί καίρια το πρόβλημα της ακρίβειας ο φτωχός λαός θα γονατίσει και θα οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Δεν υπάρχει πλέον χώρος για οποιαδήποτε κερδοσκοπικά παιχνίδια και κυρίως αυτά των καρτέλ. Πρέπει να παταχθούν αμείλικτα.
Έκτο αντίβαρο θα ήταν ο διορισμός στο δημόσιο με εισοδηματικά κριτήρια όπου αυτό δεν θα είχε σοβαρή επίπτωση στην απόδοση του έργου της διοικήσεως. Δεν είναι δυνατόν να διορίζονται στο δημόσιο παιδιά οικογενειών με υψηλά εισοδήματα και να μένουν άνεργα τα παιδιά φτωχών οικογενειών. Αυτό αποτελεί μια απαράδεκτη κατάσταση αν ληφθεί υπόψη και η δυνατότητα που έχουν αυτά τα παιδιά να στραφούν και να δραστηριοποιηθούν στο φυσικό τους χώρο της ελεύθερης οικονομίας και του ανταγωνισμού καθώς και να καταλάβουν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα με τη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις. Δεν μπορεί να το παίζεις φιλελεύθερος δημοκράτης και να κυνηγάς με όλα τα μέσα θεμιτά και αθέμιτα μια θέση στο δημόσιο. Αυτό αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα αίτια στρέβλωσης της ελεύθερης οικονομίας την οποία υποτίθεται ότι υποστηρίζουν οι έχοντες και κατέχοντες.
Έβδομο αντίβαρο θα ήταν η κατάργηση του ρουσφετιού με νόμο. Όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις κατά το Σύνταγμα. Δεν αποτελεί βάναυση παραβίαση του Συντάγματος η ύπαρξη σε όλα τα υπουργεία και πολιτικά γραφεία ρουσφετολογικών γραφείων που απασχολούν εκατοντάδες υπαλλήλους διεκπεραίωσης πάσης φύσεως ρουσφετιών;
Όγδοο αντίβαρο θα ήταν η πάταξη της γραφειοκρατίας με αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες του νόμου που καθορίζει την αρχή της ανοικτής διοίκησης κι άμεσης εξυπηρέτησης των πολιτών. Όπου διαπιστωθούν κωλυσιεργίες και παράνομες ενέργειες να αποζημιώνεται αμέσως ο πολίτης από τα πρόστιμα στους υπαίτιους υπαλλήλους και διευθυντές τους. Ο υπάλληλος είναι ο υπηρέτης και όχι το αυθεντικό του πολίτη. Πληρώνεται από το φορολογούμενο πολίτη να τον υπηρετεί με κάθε νόμιμο τρόπο και όχι να τον δυναστεύει.
Τελειώνοντας με τα αντίβαρα κάνω έκκληση σε όλους αυτούς που μας κυβερνούν να αφήσουν τα κλαψουρίσματα του τύπου, δεν θέλαμε να πάρουμε σκληρά μέτρα γιατί δεν ταιριάζουν στην ιδεολογία μας. Μήπως ταίριαζε στην ιδεολογία σας να φτάσετε την οικονομία στο κατώφλι της χρεοκοπίας ή μήπως νομίζετε ότι μ’ αυτά κι άλλα ο ελληνικός λαός θα σας συγχωρέσει το μεγάλο έγκλημα. Ποτέ οι λαοί του κόσμου δεν θα συγχωρήσουν το έγκλημα του Οπενχάιμερ, που όταν είδε τον όλεθρο που έσπειραν οι βόμβες του, διαβάζοντας τις Βέδες (ιερά κείμενα των ινδουϊστών) κλαψουρίζοντας έλεγε , δεν το ήθελα... δεν το ήθελα.