Πριν δύο χρόνια στις Κάννες παρακολούθησα το φιλμ «Hunger» του εικαστικού καλλιτέχνη Στιβ Μακουήν (πρόκειται για απλή συνωνυμία με τον -μακαρίτη πλέον- γόη του Χόλιγουντ). Η ταινία ομολογώ πως με καθήλωσε. «Hunger» σημαίνει πείνα. Το φιλμ περιγράφει με λυρικό νατουραλισμό την ιστορία του 27χρονου αγωνιστή του IRA Μπόμπι Σαντς, ο οποίος το 1981 πέθανε στις φυλακές του Λονγκ Μέις της Βόρειας Ιρλανδίας, ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας. Ο Σαντς –πολύ πριν την απεργία πείνας- ήταν ήδη πολύ πεινασμένος. Πεινασμένος για εθνική και πολιτική ελευθερία. Πεινασμένος για σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτή η πράξη του Σαντς εκδηλώθηκε ως αντίσταση απέναντι στην απόφαση του επίσημου αγγλικού κράτους, να μην τον αντιμετωπίσει ως πολιτικό κρατούμενο αλλά ως εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου. Από την αρχή αρνήθηκε να φορέσει τις φόρμες της φυλακής με αποτέλεσμα, καθόλη τη διάρκεια της κράτησής του, να κρύβει τη γύμνια του με τις κουβέρτες της φυλακής. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι εννέα συγκρατούμενοί του, οι οποίοι και τελικά πέθαναν.
Θεωρώ ότι η απεργία πείνας είναι το πιο συγκλονιστικό και ίσως το πιο αποτελεσματικό όπλο αντίστασης που κατέχει ένας συνειδητοποιημένος πολίτης. Ένας πολίτης που γνωρίζει τα δικαιώματά του και το εύρος της ελευθερίας του και ταυτόχρονα σέβεται και αναγνωρίζει την ελευθερία των συμπολιτών του. Οι απεργοί πείνας φοβίζουν το σύστημα. Η πράξη τους είναι κάτι το οποίο φέρνει σε αμηχανία κράτος, κυβέρνηση και αρχές. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορούν να κατανοήσουν οι εκπρόσωποι του συστήματος επειδή οι ίδιοι δεν θα το έκαναν ποτέ. Και γι’ αυτό φοβούνται τους απεργούς πείνας.
Όμως, σήμερα η απεργία πείνας- ως ύστατο μέσο διαμαρτυρίας και αντίστασης- είναι όλο και πιο σπάνια. Οι όποιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, σήμερα, εξαντλούνται στις διαδηλώσεις και στις απεργίες (δυστυχώς με τη συμμετοχή λίγων και μέσα στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής νομιμότητας), στις γνωστές «λευκές απεργίες» (όπου οι εργαζόμενοι πηγαίνουν κανονικά στη δουλειά τους αλλά δεν... δουλεύουν!) αλλά και στις καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, χώρων και δρόμων.
Το σύστημα «βολεύεται» μια χαρά με όλα αυτά. Ειδικά, με τις καταλήψεις. Μάλιστα, πολλές φορές τις υποδαυλίζει αδρανώντας προβοκατόρικα και στρέφοντας έτσι τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η παρεμπόδιση κρουαζιερόπλοιων (από λιγοστούς συνδικαλιστές ναυτεργάτες) ώστε να καταπλεύσουν στον Πειραιά, στο πλαίσιο της απόφασης της κυβέρνησης για άρση του καμποτάζ. Οι επιβάτες των πλοίων δεν κατέβηκαν στο λιμάνι. Δεν τους άφησαν να κατέβουν. Με λίγα λόγια, η συνδικαλιστική ασυδοσία καταπάτησε το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης (σε δημόσιους χώρους) χιλιάδων συνανθρώπων μας. Δεν είναι φασισμός αυτό; Πού είναι αυτό που είπε ο Καντ ότι «η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζουν να θίγονται τα όρια της ελευθερίας των άλλων»;
Το ίδιο δεν συμβαίνει κάθε χρόνο με τις καταλήψεις των εθνικών οδών στο πλαίσιο των αγροτικών κινητοποιήσεων; Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις -εθιμοτυπικές πλέον- καταλήψεις των σχολείων κάθε Νοέμβρη από μια χούφτα μαθητές, οι οποίοι με τίποτα δεν εκπροσωπούν το σύνολο των μαθητών;
Οι αρχές τι κάνουν για όλα αυτά; Οι εκπρόσωποί τους, απλώς, σφυρίζουν αδιάφορα και σηκώνουν βαριεστημένα τους ώμους τους κλείνοντας το μάτι στους διαμαρτυρόμενους καταληψίες. Στο σύστημα συμφέρει να υπάρχει ένταση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και εργαζομένων. Ναυτικοί εναντίον επιβατών. Αγρότες εναντίον φορτηγατζήδων. Εφοριακοί εναντίον εκπαιδευτικών, κ.ά. Μια ελεγχόμενη κοινωνική αναστάτωση, που αφορά διενέξεις μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων, είναι ευπρόσδεκτη σε κάθε κυβέρνηση που θέλει να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στα δικά της σχέδια. Το μπαλάκι το παίρνει ο πολίτης, ο οποίος θα πρέπει να αγωνιστεί για το αυτονόητο. Κι έτσι, ο καθένας από εμάς αναγκάζεται να πείσει τον κάθε επαναστάτη της πλάκας να μας ανοίξει το δρόμο ή να μας επιτρέψει να κατεβούμε από το πλοίο.
Όμως, τι σχέση μπορεί να έχει αυτού του τύπου η διαμαρτυρία-η οποία καταπατά τα δικαιώματα των συμπολιτών μας-με την εκπληκτική πράξη του Μπόμπι Σαντς; Καμία απολύτως. Ο αληθινός επαναστάτης, ο συνειδητοποιημένος πολίτης σέβεται πάνω απ’ όλα τον συμπολίτη του. Η απεργία πείνας ως πράξη διαμαρτυρίας είναι η απόλυτη επανάσταση. Πρέπει να έχεις κότσια για να το κάνεις. Πρέπει να είσαι παλικάρι. Φανταστείτε τι ζημιές μπορεί να προκαλέσουν στο σύστημα οι συνέπειες της πράξης ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να μαρτυρήσει με τέτοιο τρόπο! Οι επαγγελματίες συνδικαλιστές, οι οποίοι ανήκουν στο οποιοδήποτε κομματικό ποίμνιο και παίρνουν εντολές απ’ τον κομματικό τους καθοδηγητή, σίγουρα δεν μπορεί να έχουν καμιά σχέση με τον Μπόμπι Σαντς.