ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο κόρακας

Δημοσίευση: 26 Απρ 2015 12:35 | Τελευταία ενημέρωση: 25 Μαϊ 2015 16:24

Από τον Γιώργο Ζημιανίτη

Ήταν μεσάνυχτα. Αύγουστος του ’43. Εκείνη την ώρα, στον συνοικισμό του Βελεστίνου Μαγνησίας όπου μέναμε οικογενειακώς, γινόταν πανζουρλισμός. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, ανακατεμένοι με ζώα, συνωστίζονταν στο στενό καλντερίμι

και προσπαθούσαν να κινηθούν προς το κέντρο της κωμόπολης.

Ο πατέρας μου ήταν αλαφιασμένος. Φώναξε άγρια τη μάνα μου να συντομεύσει.

-Κάνε γρήγορα!... Πάρε λίγο ψωμί, νερό, μερικά ρούχα, ζαλικώσου τα και φύγαμε.

-Τι έγινε Ηλία;...

-Αντιστασιακοί ανατίναξαν 3 βαγόνια γεμάτα με γερμανικά άρβυλα!... Έλα βιάσου, να φύγουμε. Θα μας κάψουν τα σπίτια!... Κινδυνεύουμε!...

Φύγαμε πανικόβλητοι. Περάσαμε στο δρόμο με το καλντερίμι και τραβήξαμε προς το κέντρο. Ο πατέρας με είχε ανεβάσει στους ώμους του κι εγώ είχα γραπωθεί από τα μαλλιά του. Με το ένα χέρι κρατούσε τον Λεωνίδα και με το άλλο τον Γρηγόρη. Την αδερφή μου την είχε πάρει υπό την προστασία της η μάνα.

Στο ύψος του Δημοτικού Σχολείου, όπου ο πατέρας μου ήταν Διευθυντής, στρίψαμε δεξιά και πήραμε τον καρόδρομο που οδηγούσε έξω από το Βελεστίνο, στο κοντινότερο χωριό, το Μεγάλο Μοναστήρι. Θα απείχε περίπου 10 χιλιόμετρα.

Όπως πορευόμασταν δυτικά, πνιγμένοι στο σκοτάδι, μας κατείχε μέγας φόβος.

Ένας ακαθόριστος φόβος για κάτι που απειλούσε την ίδια μας τη ζωή,...να μας την πάρει για πάντα.

Σε κάποια στιγμή, πίσω μας ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος. Ένα τετράτροχο κάρο, που το έσερνε ένα ψωραλέο άλογο, όργωνε τον χωματόδρομο και έτριζαν οι ρόδες, καθώς τα σιδερένια στεφάνια καβαλίκευαν βραχάκια και συνέθλιβαν κοτρώνες.

-Δάσκαλε!... Ακούστηκε μια βαριά φωνή.

-Εσύ ’σαι, Πάνο;

Ο Βελεστινλής τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και το κάρο ακινητοποιήθηκε ακριβώς δίπλα μας.

-Έλα, κύριε Ηλία! Ρίξε τα πράγματά σας επάνω στα δικά μου και σαλτάρετε όλοι σας πάνω στο κάρο. Σκαρφαλώσαμε όλοι και καθήσαμε. Η μάνα μου βολεύτηκε δίπλα σε μια κυρία στην κορυφή, πάνω σε ένα σακί με σιτάρι, τα αδέρφια μου από δίπλα της. Ο πατέρας μου κι εγώ φωλιάσαμε μπροστά στο τετράτροχο. Κρεμάσαμε τα πόδια μας και κοιτάζαμε γύρω σαν χαμένοι.

-Σαμποτάζ, ε;

-Ναι! Ανατίναξαν οι αντιστασιακοί στον σταθμό Βελεστίνου, 3 βαγόνια γεμάτα γερμανικά άρβυλα. Σκοτώθηκαν 2 Γερμανοί φρουροί. Την έχουμε άσχημα. Αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά!...

-Τους χρειαζόταν, είπε ο πατέρας.

-Αυτοί δεν έχουν τον Θεό τους. Για κάθε Γερμανό θανατώνονται δέκα δικοί μας.

-Δεν γίνεται αλλιώς!... Πρέπει να αντισταθούμε! Να τους πολεμήσουμε!

-Εσύ; του ’κανε του πατέρα μου.

-Τους πολέμησα στα Ελληνοαλβανικά σύνορα.

-Τώρα;

-Δεν βλέπεις;...Έχω οικογένεια... γυναίκα και 4 παιδιά. Με ελέγχουν σε κάθε βήμα. Ξέρουν ότι ήμουν αξιωματικός στην Αλβανία και μ’ έχουν από κοντά. Κάθε Κυριακή πρωί είμαι υποχρεωμένος να δίνω παρουσία στην τοπική Γκεστάπο.

-Και τώρα, τι γίνεται;

-Θα με ψάχνουν. Ασ’ τους να με ψάχνουν. Σιγά μη με βρουν. Έχω στο μυαλό μου το σχέδιό μου.

-Πού θα πας, κακομοίρη Ηλία;

-Στο ορεινό χωριό της Ρούμελης, απ’ όπου κατάγομαι.

-Τώρα τι θα γίνει; Πού θα καταφύγεις;

- Όπου παν’ οι άλλοι, πάμε κι εμείς. Πρώτος σταθμός θα ’ναι το Μεγάλο Μοναστήρι και... μετά βλέπουμε.

Γύρω στις 6 τα ξημερώματα προσεγγίσαμε με το κάρο και σταθμεύσαμε σε ένα χάνι. Ο πατέρας μου κατέβηκε από το κάρο και τρύπωσε στο μαγειριό.

- Θέλω ένα βρασμένο αυγό για τον γιο μου τον άρρωστο, είπε σε μια γριούλα. Ψήνεται στον πυρετό και φοβάμαι μήπως τον χάσω. Το πληρώνω όσο-όσο.

Η γριούλα τον καλοκοίταξε.

-Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πάρε, χριστιανέ μου, ένα αυγό και μου το πληρώνεις άλλη φορά. Περαστικά στον γιο σου!

Ήρθε ο πατέρας ως το κάρο και με τάισε. Δυσκολευόμουν να καταπιώ, κυρίως τον σφιχτό κρόκο. Πονούσε φριχτά ο λαιμός μου κι ένιωθα λες και κατάπινα δεκάδες καρφίτσες.

Όταν το άλογο πήρε να σέρνει το κάρο, από πάνω μας, πάνω από τα κεφάλια μας, ακούστηκε το χαρακτηριστικό βραχνό κρώξιμο ενός κόρακα.

Ο πατέρας μου οργίστηκε.

-Αυτή η κραξιά μου τη δίνει στα νεύρα, φώναξε άγρια. Κι όπως ο κόρακας μας ακολουθούσε βουτώντας προς εμάς και κάνοντας δυνατό θόρυβο με τις φτερούγες του, ο θυμός του πατέρα μου μετατράπηκε σε οργή. Ύψωσε το χέρι του ανέμισε το καμουτσίκι και έδωσε μια γερή βιτσιά στο κορμί του κόρακα. Ο κόρακας έβγαλε άγρια κραυγή. Τινάχτηκε προς τα πάνω. Φτερά τινάχτηκαν τριγύρω, μαζί και πούπουλα. Ο πληγωμένος κόρακας έκανε προσπάθεια να πετάξει, ζυγιάστηκε στον αέρα. Πήρε να βουτάει στριφογυρίζοντας προς τα κάτω κι ήρθε κι έπεσε, τυχαία, πάνω στην αγκαλιά μου.

-Το χτύπησα το διαβολοπούλι και καλά να πάθει το καταραμένο, φώναξε με άγρια χαρά ο πατέρας.

Εγώ δεν έβγαλα άχνα. Παρέμεινα ακίνητος στη θέση μου, βαθιά σιωπηρός. Σκέπασα τον κόρακα με το παλτουδάκι μου και με το ένα μου χέρι τον χάιδευα κρυφά στη ράχη. Σκεφτόμουν να τον απελευθερώσω έξω από το χωριό που θα μέναμε, όπως και έκανα.

Το ίδιο πρωινό, φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε σε ένα ψηλό πέτρινο σπίτι που έβλεπε σε ένα απέραντο τσαΐρι σκεπασμένο από τρυφερό πράσινο χορτάρι και ξεράγκαθα.

Εκεί, σ’ αυτό το λιβάδι, περνούσα όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας παίζοντας με άγνωστα παιδιά και μαλώνοντας μαζί τους.

Ωστόσο, ό,τι μου συνέβαινε όλες εκείνες τις ημέρες είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς ακόμα και ο πιο ευφάνταστος της υφηλίου. Ο κόρακάς μου δεν άργησε να με εντοπίσει. Από εκείνη τη στιγμή φώλιασε κάτω από την κεραμοσκεπή του απέναντι πέτρινου σπιτιού. Μόλις με έβλεπε να ξεμυτίζω από το σπίτι άρχιζε ένα ατέλειωτο κρώξιμο, άγριο και διαπεραστικό. Εγώ γεμάτος χαρά ύψωνα το κεφάλι και τον χαιρετούσα ευτυχισμένος. Με φωνές γεμάτες πάθος τον καλούσα να έρθει κοντά μου... «Έλα, κόρακά μου!». Ο κόρακας, χωρίς δισταγμό, έβαζε δύναμη στα πόδια του, άνοιγε τις μαύρες φτερούγες του και ορμούσε σαν σίφουνας προς τα κάτω. Έφτανε πάνω από το κεφάλι μου, κόντραρε στον αέρα, ισοζυγιαζόταν, άπλωνε τα πόδια του και προσγειωνόταν στον ώμο μου. Χαρά εγώ!... Σήκωνα τα χέρια μου τον έπιανα απαλά με τις χούφτες και τον έφερνα στην αγκαλιά μου. Εκείνος, τρισευτυχισμένος, με ράμφιζε απαλά στα αυτιά. Εγώ γελούσα από χαρά και του έλεγα κάτι κουβεντούλες αγάπης σαν κι αυτές: «Γεια σου, καλό μου πουλάκι! Γεια σου, καλέ μου φίλε!...». Στη συνέχεια γέμιζα τη χούφτα μου με ψίχουλα που είχα κρύψει στην τσέπη μου και τον τάιζα. Ο κόρακας τις έτρωγε λαίμαργα και έκρωζε ασταμάτητα. Όλα αυτά με έκαναν να είμαι ευτυχισμένος ώσπου να φύγουμε από Άγιο Γεώργιο, το χωριό όπου μέναμε. Και, να που ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι μας μια και μάθαμε πως οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να κάψουν το Βελεστίνο. Οι γονείς μου ξαναφόρτωσαν τα πράγματα στο κάρο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ο κόρακας, πού στον κόρακα αντιλήφθηκε ότι θα με έχανε από φίλο για πάντα και ξεσηκώθηκε; Ήρθε από πάνω μας και άρχισε να κρώζει σαν παλαβός και μας ακολούθησε.

 Ο πατέρας μου ενοχλημένος από τις κρωξιές άρχισε να μουρμουρίζει. Συχνά-πυκνά ύψωνε τα μάτια του το παρακολουθούσε που έκανε γύρους και φώναζε: «Ουστ από ’δω πεθαμενοπούλι!... Αϊ στον αγύριστο απαίσιε διάβολε που θα μου κάνεις τη ζωή μαύρη!...Αϊ στα κομμάτια!...». Ύψωνε το καμουτσίκι, το έφερνε γύρους και εκείνο πλατάγιζε στον αέρα και σφύριζε σαν δαιμονισμένο. Ο κόρακας επέμενε να έρχεται κοντά μου και εγώ άπλωνα τα χεράκια μου να τον αγκαλιάσω και να τον γλιτώσω από το άγριο μαστίγωμα του θανάτου.

Ωστόσο, το κακό δεν άργησε να γίνει. Το λουρί, κάποια στιγμή, περιτυλίχτηκε στο κορμί του και τον πλήγωσε. Ήρθε ο κόρακας κι έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος στην αγκαλιά μου. Ο πατέρας μου στην αρχή τα έχασε αλλά μετά πανηγύρισε: «Ευτυχώς το σκότωσα του διαβόλου το πουλί! Το άτιμο μου έσπασε τα νεύρα... Δεν μου έφταναν οι στεναχώριες, είχα κι αυτό το βλαμμένο να μου κάνει τη ζωή μαύρη...».

Στο Βελεστίνο όπου φτάσαμε, οι δικοί μου ξεφόρτωσαν τα πράγματα στο σπίτι κι εγώ κρυφά πετάχτηκα ως το πίσω μέρος του κήπου. Με τα δάχτυλά μου άνοιξα έναν λάκκο, τον έθαψα κι από τα μάτια μου έτρεξαν δάκρυα πόνου και θλίψης για τον χαμό του φίλου μου.

Οι γερμανικές μπότες για καιρό ακόμα εξακολουθούσαν να ακούγονται στους δρόμους της κωμόπολης και να σπέρνουν τον τρόμο στους συντοπίτες μου.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass