Ας τον φαντασθούμε στην πιο κομψή εκδοχή του. Έναν Αθηναίο, τυλιγμένον στην κατάλευκη χλαμύδα του, με αναπαυτικά σαντάλια (τα... sportex της εποχής) και ένα ραβδί (για τα αδέσποτα...) να περιφέρεται στα αττικά περιβόλια. Λιακάδα, ησυχία και...πείνα. Σταματά σε μια κατάφορτη συκιά και λιγουρεύεται τα σύκα. Ο χωριάτης, όμως, ο... αγροίκος, παραδίπλα τον παρακολουθεί. Αρχίζει τα καλά λόγια, τους επαίνους στον ξωμάχο. Τις κολακείες, που δεν του στοιχίζουν τίποτα, για τους κόπους και το κουράγιο του. Οπότε ακούει τον πονηρεμένο αγρότη να του λέει: «Σύκα αιτείς»... Αυτή ήταν η πηγαία, η καταλυτική άμυνα στην κολακεία.
Το «κόλον» όμως, δηλαδή το φαγητό στα καθ’ ημάς αρχαία ελληνικά, συνδέθηκε με τον κόλακα και ως προσφορά του, όχι μόνο ως αίτημα. Μ’ αυτήν την ετυμολογία της λέξης, όπως χρησιμοποιείται και σήμερα, ο κόλακας είναι... τροφοδότης. Ταΐζει τον κολακευόμενο. Με ό,τι τραβάει η καρδιά του, ευχάριστο πάντα, και με κρυφή συνταγή που μόνο αυτός κατέχει. Έχει εκείνον τον κώδικα που, χωρίς να διακινδυνεύει, περνά την απαραίτητη ‘δόση’ τονωτικού για τον υπεράνω: άρχοντα, αφεντικό, δυνάστη, κυβερνήτη, διοικητή, προϊστάμενο, εξουσιαστή πάντα. Μικρής ή μεγάλης εξουσίας ή δύναμης, αδιάφορο.
Ο «σφογγοκολάριος» συνοδεύει την εξουσία. Όντας επιδέξιος λογομάγειρας, βρίσκει τις κατάλληλες συνταγές. Έχει απεριόριστη πρόσβαση στις μαγειρικές τεχνικές της αγυρτείας. Αρκεί να τονώνει, να διεγείρει τον κολακευόμενο. Κάποιαν ώρα γίνεται απαραίτητος, όχι μόνο ευχάριστος. Έχει στήσει σχέση εξάρτησης απ» αυτόν. Διαχρονικά επιβεβαιώνεται: «Ακόμα κι αν δεν δίνουμε πίστη στην κολακεία, ο κόλακας μας κατακτά. Νιώθουμε πάντοτε ένα είδος ευγνωμοσύνης για τον άνθρωπο που μπαίνει στον κόπο να μας εξαπατά τόσο ευχάριστα...» (Έμπνερ-Έσενμπαχ).
Η αποδοχή, ή απόρριψη της κολακείας, είναι και ένα κριτήριο ισχύος μιας ηγετικής προσωπικότητας. Γιατί, απλά, έχοντας αυτοπεποίθηση, δεν έχει ανάγκη από το «κόλον» του κόλακα. Και, επιπλέον, μπορεί να διαισθανθεί κινδύνους: «Αυτός που ξέρει να κολακεύει, ξέρει επίσης και να συκοφαντεί» (Ναπολέων). Από καμιά επίγεια εξουσία δεν λείπουν οι «αυλικοί», οι «κολλητοί», οι «υμνητές», ο «κύκλος», οι «μπιστικοί» κ.λπ. Άλλοι παροδικοί, άλλοι μονιμότεροι, δεν παραλείπουν να δηλώσουν την πίστη τους στα ηγετικά χαρίσματα του «υπεράνω», συνήθως αρχηγού. Αυτοί, χωρίς να θεωρούνται κόλακες, συνεισφέρουν στο να φιλοτεχνηθεί ένα ηγετικό προφίλ. Όταν, κυρίως, δεν επαρκεί αφ’ εαυτής η προσωπικότητα του ίδιου του ηγέτη... Τα παραδείγματα, τα νεοελληνικά, σύγχρονα και παλιότερα, πολλά! Εξ αντιδιαστολής, από όσο γνωρίζω, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο και «θεός» αποκαλούμενος, δεν ετράφη με κόλον κόλακα... Ίσως επειδή κατάλαβε, έγκαιρα, τα ανθρώπινα: «Η κολακεία δεν κάνει κακό αν δεν την εισπνέεις...» (Αντλάϊ Στήβενσον).
Όταν το κριτικό πνεύμα άρχισε κι αυτό να αναγεννιέται, μετά από αιώνες σκοταδιστικής δεσποτείας, η κολακεία δεν ξέφυγε του ελέγχου. Σε μια έξοχη αποστροφή του («Περικλής») ο βαθύς γνώστης των ανθρώπινων, ο Σαίξπηρ, γράφει:
«Αδικούν τον βασιλιά όποιοι τον κολακεύουν: η κολακεία είναι φυσερό που κάνει το κρίμα να φουντώνει κι αυτός που δέχεται την κολακεία δεν είναι παρά σπίθα που το φύσημά της δίνει αναλαμπή και ακτινοβολία δυνατότερη. Ενώ η σωστή επίκριση που γίνεται με σεβασμό και τάξη ταιριάζει πιο πολύ στους βασιλιάδες, γιατί κι αυτοί άνθρωποι είναι και μπορεί να κάνουν σφάλματα».
Στην διαπίστωση αυτή, που δείχνει να έχει διάρκεια, μπορεί να προστεθεί κάτι τις: Κι αν γλιτώσαμε από βασιλιάδες, τους ηγέτες θα τους υποστούμε... Έτσι δείχνουν τα πράγματα, για το προβλεπτό επίγειο μέλλον μας. Δείχνει, όμως, να έχει διάρκεια και μια άλλη διαπίστωση. Ότι, δηλαδή, αν και άνθρωποι που μπορεί να σφάλλουν, σπάνια, πολύ σπάνια, αναγνωρίζουν οι ηγέτες τα λάθη τους. Έμπρακτα, κι όχι με λόγια... Εκεί μπορεί να αναζητηθεί και η δημιουργική συμβολή των κολάκων. Το «κόλον» τους, σαν ψυχοτρόπο ναρκωτικό... καλμάρει. Όταν δεν εξουδετερώνει τα αντανακλαστικά που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτογνωσία.
Οι «γιέσμεν» της πολιτικής, αλλιώς «μπάτλερ», κατά το βρετανικό εθιμοτυπικό, «γλείφτες», «τσανακογλείφτες» , ή «παρακοιμώμενοι», πιο χύμα, έχουν κάποια κοινά γνωρίσματα, όταν εξελίσσονται σε κόλακες. Είναι άτομα ανασφαλή που αποζητούν μια σκέπη σιγουριάς. Φυγόπονοι ή καιροσκόποι, «άχρηστοι» κατά τη λαϊκή και ακριβοδίκαιη αποτίμηση. Έχουν, όμως, ένα «χάρισμα». Ξέρουν να καλλιεργούν αυταπάτες, χωρίς να κινούν υπόνοιες για τη στάση τους. Η κρυψίνοιά τους βοηθά. Γλυκομίλητοι υμνητές της εξουσίας, υποτακτικοί, κατέχουν ένα μυστικό (και μια ανάγκη...) που είχε επισημάνει ένας ανώνυμος από τον 18ο αιώνα: «Ο κόλακας είναι ένας άνθρωπος που σου λέει τη δική σου γνώμη και όχι τη δική του». Μ’ αυτό το βότανο θεραπεύεται η ηγετική ανασφάλεια και ανεπάρκεια. Αλληλοϋποστήριξη...Δεν έχει αμφιβολίες ο κόλακας, μεταπτώσεις ή διαφοροποιήσεις, όπως ο καθένας. Για να προσφέρει...στήριγμα. Και να κερδίσει εμπιστοσύνη. Μέχρι να γίνει (αλίμονο!) βασιλικότερος του βασιλέως...
Μια αντίστιξη είναι απαραίτητη: Άλλο πράγμα η υστερόβουλη κολακεία και άλλο το κοπλιμέντο. Εκείνη η χαριτωμένη νύξη που απαντά στην ανάγκη της επιβεβαίωσης, της δικαίωσης, ή και της αυτοεπιβεβαίωσης. «Μπορώ να ζήσω μέχρι και δυο μήνες με ένα μόνο καλό κοπλιμέντο» έγραψε ο Μαρκ Τουέιν.
xatzis@hotmail.com