Του Γιάννη Μπασλή, Δρ. Φ.
Η Κρανιά Ολύμπου είναι το μόνο χωριό του Κάτω Ολύμπου που καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς στις 13 Οκτωβρίου του 1943. H καταστροφή αυτή είναι σχεδόν άγνωστη ακόμα και σε Κρανιώτες της νεότερης γενιάς... Μια που είναι Οκτώβριος, μια αναφορά στο οδυνηρό για τους Κρανιώτες γεγονός, θα επανέφερε στη μνήμη των παλιότερων και θα υπενθύμιζε στους νεότερους τι τράβηξε αυτός ο τόπος από τους Γερμανούς.
Ήταν παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1943. Λίγο πριν από το μεσημέρι μια ομάδα ανταρτών με καπετάνιο τον Κορδέλα από τους Γόννους, που την προηγούμενη νύχτα είχε ξηλώσει κάμποσα μέτρα σιδηροδρομικής γραμμής κοντά στον Πλαταμώνα, κατέφθασε στo ξωκλήσι του Αϊ-Λιά, ακριβώς πάνω από το χωριό, με πρόθεση να περάσει τις γιορτές στο χωριό. Οι Κρανιώτες τόσο ενθουσιάστηκαν από την εμφάνιση των παλικαριών, ώστε κάθε οικογένεια που μπορούσε φιλοτιμήθηκε να προσφέρει κάτι στα «παιδιά». Οι γειτόνισσες συνεννοούνταν μεταξύ τους κι άλλη έπλαθε πίτα κι άλλη μαγείρευε χοιρινό, μια που είχαν σφάξει τα γουρούνια. Κι οι νέοι καίγονταν από την επιθυμία να ιδούν από κοντά τα «παλικάρια». Έτσι έπαιρναν «τα δωρήματα» κι ανέβαιναν στον Αϊ-Λιά. Η κίνηση αυτή κράτησε όλο το απόγεμα.
Οι Γερμανοί, που είχαν παρατηρητήριο στο Ομόλιο, παρατήρησαν με τα κιάλια αυτή την κίνηση Κρανιά- Αϊ-Λια και υποψιάστηκαν πως κάτι σημαντικό συμβαίνει. Έτσι ένας λόχος Γερμανών, που κλήθηκε από τη Θεσσαλονίκη, τη νύχτα της 31-12-1942 ξεκίνησε για την Κρανιά. Οι αντάρτες όμως δεν έμειναν στον Αϊ-Λιά. Κατέβηκαν στο χωριό και πήγαν να κοιμηθούν στην εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη, που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού πάνω σ’ έναν λόφο με φρουριακή μορφή, που ελέγχει το δρόμο προς τον Πυργετό και τη Ραψάνη. Αν και δεν περίμεναν καμιά ενόχληση από τους Γερμανούς, τοποθέτησαν στην είσοδο του προαύλιου φρουρό τον Αχιλλέα Μητσιμπόνα από την Τσαριτσάνη. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα οι Γερμανοί έφτασαν στο χωριό, βρήκαν τον αντάρτη φρουρό να κοιμάται-ήταν λίγο πιωμένος-και τον συνέλαβαν. Δεν φαντάστηκαν όμως πως οι αντάρτες θα κοιμούνταν στην εκκλησιά. Ήταν απόλυτα σίγουροι πως βρίσκονταν στο λόφο του Αϊ-Λιά. Γι» αυτό τράβηξαν χωρίς ανάσα για κει. Κοντά στη βρύση Τσίντζηρα συνάντησαν και συνέλαβαν το νεαρό Γρηγόρη Μπαρμπούζη, που αμέριμνος πήγαινε στο σπίτι του. Λίγο όμως πριν φτάσουν στο σχολείο, αυτός προσπάθησε να το σκάσει, μα τον τραυμάτισαν στο πόδι πυροβολώντας τον. Τον μετέφεραν στο σχολείο κι ο γιατρός του περιποιήθηκε την πληγή. Στο μεταξύ οι αντάρτες ξύπνησαν από το θόρυβο που έκαναν οι Γερμανοί, κατάλαβαν τι συνέβαινε, άνοιξαν την πλαϊνή «αντρική» πόρτα, που βλέπει προς τα Τέμπη και τον Κίσσαβο, κι ένας- ένας χάθηκαν στο σκοτάδι.
Οι Κρανιώτες ξύπνησαν και όλο αγωνία παρακολουθούσαν από τα παράθυρα τις κινήσεις των Γερμανών. Μερικοί νέοι προσπάθησαν να ξεφύγουν και να κρυφτούν στα γύρω δάση. Ως το απόγεμα της Πρωτοχρονιάς οι πιο πολλοί είχαν συλληφθεί. Τότε πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ο Ν. Γράβαλος, επειδή δεν σταμάτησε σε διαταγή Γερμανού στρατιώτη. Το πρωί οι Γερμανοί, που είχαν εγκατασταθεί στο σχολείο, συνοδευόμενοι αναγκαστικά από τον πρόεδρο Γιάννη Σπρίντζιο, τον παπα-Θανάση Οικονόμου και το δάσκαλο Σωτήρη Τσάτσαρη άρχισαν να ερευνούν τα σπίτια, για ν’ ανακαλύψουν κρυμμένους αντάρτες και όπλα. Δεν βρήκαν τίποτα. Τότε αφήνοντας στο χωριό μια διμοιρία, έφυγαν παίρνοντας μαζί τους τον πρόεδρο, τον παπα-Θανάση, το δάσκαλο, τον αντάρτη φρουρό και τους 14 άντρες που είχαν συλλάβει, επειδή είχαν προσπαθήσει να ξεφύγουν, επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη. Έκλεισαν τους 18 άντρες στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς». Τους ελευθέρωσαν τον Ιούλιο του 1943 εκτός από το δάσκαλο Σωτήρη Τσάτσαρη και τον αντάρτη Αχιλλέα Μητσιμπόνα, τους οποίους εκτέλεσαν. Στο στρατόπεδο φυλακίστηκαν οι: Κυρατζούλης Αχιλλέας, Νίκου Δημήτρης (μαστροδημήτρης), Νίκου Λεωνίδας και Χρίστος, γιοι του Δημήτρη, Οικονόμου παπα-Θανάσης, Παπαντωνίου Στέργιος, Πουρλιώτης Θανάσης, Σαμαρίνας Τάτσιος (μυλωνάς), Σαμαρούλης Γιώργος και Λευτέρης, αδέρφια, Σαρακατσιάνος Μήτσιος, Σπρίντζιος Γιάννης, πρόεδρος, Τσιακάλης Βασίλης και Κώστας, αδέρφια, Τσάτσαρης Σωτήρης, δάσκαλος, Τσιάπανος Γιώργος και Ψαλτούλης Αντώνης.
Οι Γερμανοί στρατιώτες έμειναν στο χωριό έξι μήνες. Σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους δεν έρχονταν σ’ επαφή με τους Κρανιώτες. Έμεναν και κοιμόταν στο σχολείο. Ο λόγος της εξάμηνης παραμονής τους στο χωριό ήταν προφανής. Από την Κρανιά μπορούσαν να ελέγξουν τόσο τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα όσο και το δρόμο που διασχίζει προς τα δυτικά τον Όλυμπο και καταλήγει στην Ελασσόνα, που αποτελούσε το βασικό άξονα μετακίνησης των ανταρτών.
Δεν είχαν προλάβει οι Κρανιώτες ν’ ανασάνουν από την παρουσία των Γερμανών, όταν το Σεπτέμβριο άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι οι Γερμανοί σκόπευαν να ξαναεγκατασταθούν στο χωριό. Κανένας δεν ξέρει πώς ξεκίνησαν αυτές οι φήμες. Όμως δεν ήταν αβάσιμες, μια που οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν τον πρώτο γύρο του σχεδίου «Πάνθηρ», που είχε ως στόχο τη συντριβή των αντάρτικων δυνάμεων. Αποφάσισαν τότε οι Κρανιώτες να φύγουν από το χωριό και να εγκατασταθούν στη θέση «Ξενιτιά-Χαντόλια», μια ώρα ΒΔ του χωριού, μέσα σ’ ένα βαθύ ρέμα, το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να επισημάνει ο εχθρός. Ύστερα όμως από μια βδομάδα επέστρεψαν στο χωριό, πιστεύοντας ότι οι πληροφορίες ήταν αβάσιμες. Αλλά οι Γερμανοί επέστρεψαν στις 13 Οκτωβρίου. Κι αυτή τη φορά έπεσαν πάνω στο χωριό σαν κοράκια μ’ όλη τη βαρβαρότητα των Ναζί.
Πολλοί κάτοικοι ακόμη και σήμερα πιστεύουν ότι τους Γερμανούς εξόργισε ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη ενέργεια των Κρανιωτών. Τις μέρες εκείνες του Σεπτεμβρίου οι αντάρτες είχαν κάνει κάποιο σαμποτάζ στα Τέμπη. Οι Γερμανοί ζήτησαν να παρουσιαστούν στο Σ.Σ. Ραψάνης αντιπροσωπείες από όλα τα γύρω χωριά. Όλα τα χωριά έστειλαν αντιπροσώπους, με δώρα μάλιστα. Η Κρανιά όμως δεν έστειλε. Η τοπική οργάνωση του ΕΑΜ δεν επέτρεψε στο Κοινοτικό Συμβούλιο να στείλει αντιπροσώπους, αν και αυτό επισήμανε τις συνέπειες από μια τέτοια άρνηση. Μέχρι σήμερα κανένας δεν μπορεί να ερμηνεύσει την απόφαση αυτή των ηγετών του ΕΑΜ Κρανιάς, που βρισκόταν σε πλήρη διάσταση με τις αποφάσεις των άλλων χωριών. Οι πρωταγωνιστές εξάλλου αυτής της ενέργειας χάθηκαν όλοι στα χρόνια του εμφυλίου.
Τα χαράματα λοιπόν της 13ης Οκτωβρίου 1943 οι Γερμανοί άρχισαν να βομπαρδίζουν με κανόνια από το χωριό Ομόλιο όλες τις εξόδους του χωριού, για να μην μπορέσει να φύγει κανένας και να εγκλωβιστούν όλοι στο χωριό. Σε λίγο ένας λόχος Γερμανών κατέλαβε το χωριό, συγκέντρωσε όλους τους άντρες και τους έκλεισε στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών. Αφού τοποθέτησαν φρουρό στην αυλόπορτα, οι Γερμανοί έχοντας αναγκαστικά μαζί τους πάλι τον πρόεδρο και τον παπά, άρχισαν να ερευνούν τα σπίτια, για ν’ ανακαλύψουν όπλα και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, ώστε να έχουν κάποια δικαιολογία για τις βαρβαρότητες που θα διέπρατταν. Δεν βρέθηκε απολύτως τίποτα.
Στο μεταξύ οι κλεισμένοι στην εκκλησιά άντρες, συνειδητοποιώντας ότι οι Γερμανοί σκοπεύουν να τους εκτελέσουν, άρχισαν να σκέφτονται και να συζητούν τρόπους διαφυγής. Ένας απ’ αυτούς, ο Κουρδουκλάς Γιάννης, λαϊκός οργανοπαίχτης, ακούμπησε τυχαία το χέρι του στο πόμολο (καταπίδι) της πλάγιας «αντρικής» πόρτας, που βλέπει προς το νοτιά. Όσοι εξέρχονται από αυτή την πόρτα δεν είναι ορατοί από την πύλη του προαύλιου, όπου στεκόταν ο Γερμανός φρουρός. Με το πάτημα του πόμολου η πόρτα άνοιξε. Οι Γερμανοί είχαν κλειδώσει την κεντρική πόρτα, αλλά είχαν ξεχάσει να κλειδώσουν την πλάγια. Ο Κουρδουκλάς ειδοποίησε αμέσως τους άλλους. Ένας- ένας τότε χωρίς να κάνουν θόρυβο έβγαιναν έξω και παίρνοντας τον κατήφορο χάνονταν στο βαθύ ρέμα «Χαντάκια». Κάποιες γυναίκες από το «Πλάι», τη νότια άκρη του χωριού, είδαν τους άντρες να βγαίνουν από την εκκλησιά, ειδοποίησαν και άλλες και κατέβηκαν γρήγορα στον Άγιο Ταξιάρχη. Άρχισαν ν’ απασχολούν το φρουρό, λέγοντάς του διάφορα, ακαταλαβίστικα βέβαια γι’ αυτόν. Όταν δόθηκε το σήμα από κάποιες, που παρακολουθούσαν τη φυγή των αντρών, πως είχαν φύγει όλοι, τότε κι εκείνες αποχώρησαν κι άφησαν μόνο το φρουρό.
Όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν τι είχε συμβεί, ήταν πολύ αργά. Διέταξαν τα γυναικόπαιδα να εγκαταλείψουν το χωριό και να κατευθυνθούν προς τον Πυργετό. Πράγματι αυτά συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Ταξιάρχη και πήραν τον κατήφορο. Μόλις όμως πέρασαν το ύψωμα Πορταμπέλη, ένα χιλιόμετρο από το χωριό, απ’ όπου δεν τους έβλεπαν οι Γερμανοί, κατευθύνθηκαν δεξιά και κρύφτηκαν μέσα στ’ αμπέλια και στα πουρνάρια. Στο μεταξύ οι Γερμανοί ράντιζαν τα σπίτια μ’ ένα υγρό και τα έβαζαν φωτιά. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, όταν οι Κρανιώτισσες είδαν πύρινες φλόγες να υψώνονται από το χωριό. Δεν κινήθηκαν όμως αμέσως. Τα παρατηρητήρια, που είχαν τοποθετηθεί, είδαν τους Γερμανούς να κατεβαίνουν. Όταν πια ήταν σίγουρες πως είχαν απομακρυνθεί, άρχισαν μικροί μεγάλοι να τρέχουν στην ανηφόρα προς το χωριό μήπως και προλάβουν να σώσουν κανένα πράγμα. Μάταιος κόπος. Πολύ λίγα αντικείμενα μπόρεσαν να σώσουν. Πρόλαβαν όμως να σώσουν 10-15 σπίτια, επειδή οι Γερμανοί, έχοντας τελειώσει το εύφλεκτο υγρό, προσπάθησαν να τα κάψουν με ό,τι πρόχειρο έβρισκαν στο σπίτι, ξύλα, άχυρα, ρούχα, σκεπάσματα κλπ., με αποτέλεσμα, πριν η φωτιά προλάβει να περιτυλίξει το σπίτι, να καταφθάσουν οι γυναίκες και τα παιδιά και να τη σβήσουν. Μόνο τις δυο εκκλησιές δεν έκαψαν οι Γερμανοί. Έκαψαν ακόμα και το σχολειό, που τους είχε φιλοξενήσει για ένα εξάμηνο. Από τα σπίτια έλειπαν και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα. Φαίνεται πως στα καθήκοντα των Γερμανών ήταν και το πλιάτσικο!
Όπως ήταν επόμενο, οι Κρανιώτες πέρασαν το χειμώνα του ‘43-‘44 κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Πενήντα - εξήντα οικογένειες φιλοξενήθηκαν στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει όρθια. Οι 40 περίπου οικογένειες που είχαν κτήματα στον κάμπο εγκαταστάθηκαν στις καλύβες που είχαν στην Κουλούρα. Έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος οικισμός της Κουλούρας. Ήταν ευτύχημα που οι πιο πολλοί άντρες ήταν χτίστες και μαραγκοί, που δουλεύοντας νύχτα μέρα ξανάχτισαν τα σπίτια. Είχε εξάλλου αναπτυχθεί σ’ όλη την περίοδο της κατοχής μια εκπληκτική αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα 15 χωριά της περιοχής μόνο την Κρανιά έκαψαν οι Γερμανοί. Κι αυτό ασφαλώς θα πρέπει να οφείλεται στη στρατηγική της θέση. Με την ίδια λογική εξάλλου τον Απρίλιο του 1943 είχαν κάψει τα τρία χωριά του Άνω Ολύμπου Καρυά, Σκαμνιά και Πουλιάνα (Κρυόβρυση), που ελέγχουν το δρόμο προς την πεδιάδα της Ελασσόνας.
Αυτά, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.