Η 20η Απριλίου ημέρα μνήμης για τη μαρτυρική Σκαμνιά Ολύμπου

Δημοσίευση: 20 Απρ 2015 15:21 | Τελευταία ενημέρωση: 25 Μαϊ 2015 16:15

 

Με αφορμή τη σημερινή, θλιβερή επέτειο της 20ης Απριλίου, ημέρα καταστροφής της Σκαμνιάς Λάρισας από τους Γερμανούς, ο Σύλλογος των  Απανταχού Αποδήμων Σκαμνιωτών “Ο ΟΛΥΜΠΟΣ,,  ανακοινώνει τα εξής:

Στις 20 Απριλίου 2015, συμπληρώνονται   εβδομήντα δύο χρόνια από την καταστροφή της Σκαμνιάς από τους Γερμανούς και οι απανταχού Σκαμνιώτες Θυμούνται:

-Το όμορφο παραδοσιακό κεφαλοχώρι που ζούσαν από αιώνες οι πρόγονοί τους.

-Το χωριό που καταστράφηκε και δεν ξανακτίστηκε και οι Σκαμνιώτες διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο.

-Το χωριό, με το μόνο κτίσμα που δεν έκαψαν οι Γερμανοί, είναι η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. ΚΤΙΣΜΑ που αποτελεί   το σημείο αναφοράς για όλους τους Σκαμνιώτες.

   Η Σκαμνιά ήταν το μεγαλύτερο Ελληνόφωνο χωριό που συνδέονταν πάντοτε με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδας  του Σπαρμού.

   Το χωριό όπως ήταν πριν την καταστροφή και η ισοπέδωση του χωριού από τους Γερμανούς περιγράφονται,  στο βιβλίο,  ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ,  που έγραψε και εκδόθηκε το 2014, ο Σκαμνιώτης  Ιωάννης Α. Αγοραστός, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής ΑΠΘ.

 

                       ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Υπήρχε κάποιος διαχωρισμός στο χωριό μεταξύ πάνω και κάτω μαχαλά. Τα μεγαλύτερα παιδιά του κάτω μαχαλά έλεγαν πράγματα για τα παιδιά του πάνω μαχαλά,  αλλά εγώ δεν τα καταλάβαινα  αυτά. Δεν πήγαινα και συχνά στη πάνω πλατεία.

     Το χωριό ήταν κτισμένο στη ρίζα του βουνού, στον Όλυμπο.  Είχε δύο πλατείες την πάνω και την κάτω πλατεία, οι οποίες είχαν μία μικρή υψομετρική διαφορά. Τις έλεγαν πάνω ράχη και κάτω ράχη, γιατί ήταν απλωμένες σε δύο  μικρά υψίπεδα  και γύρω από αυτές ήταν κτισμένα τα σπίτια, ο πάνω και ο κάτω μαχαλάς.

    Επίσης υπήρχαν δύο βρύσες πάνω και κάτω  βρύση.    

    Στην πάνω πλατεία ήταν η Εκκλησία, η Αγία Τριάδα. Δίπλα στην εκκλησία προς το ιερό υπήρχε μία μεγάλη μουριά (Σκαμνιά).

    Το χωριό είχε τέσσερες  μύλους, ένα μέσα στο χωριό που λειτουργούσε με μηχανή και τρεις νερόμυλους,  που ήταν στο ίδιο ποτάμι σε διαφορετικές τοποθεσίες.  Οι νερόμυλοι λειτουργούσαν   το φθινόπωρο και την άνοιξη, γιατί το καλοκαίρι δεν είχε αρκετό νερό το ποτάμι και το χειμώνα έκανε κρύο και πάγωνε το νερό.

     Ένας νερόμυλος ήταν του παππού  του Γιάννη που τον είχε μαζί με τον ξάδερφο του, το Βασίλη…   

    Εγώ δεν είδα ποτέ το νερόμυλο του παππού.  Μερικές φορές που ξεκίνησα να πάω με κάποιο φίλο, δεν μπόρεσα να προχωρήσω πέρα από την άκρη του χωριού, ενώ ο μύλος ήταν μακριά δεύτερος σε απόσταση από το χωριό.

    Από το χωριό ξεκινούσαν τέσσερες δρόμοι. Ένας πήγαινε προς την ανατολή  που ανέβαινε σε ένα βουνό,  μικρότερο από τον Όλυμπο, πίσω από το οποίο υπήρχε ένα άλλο χωριό, για το οποίο οι χωριανοί δεν είχαν καλή γνώμη και έλεγαν διάφορα για τους κατοίκους του. Τους κατηγορούσαν (Καρυά).

      Προς τη δύση πήγαινε ένας φαρδύς δρόμος, o oποίος ακολουθώντας την πορεία του ποταμού, πήγαινε προς τα αμπέλια αλλά και προς μία μεγάλη πόλη που πήγαιναν για ψώνια οι χωριανοί και χρειάζονταν δύο ολόκληρες μέρες  για να πάνε και να γυρίσουν, (Ελασσόνα).

     Πίσω, στην πλάτη του χωριού, ανέβαινε προς τον Όλυμπο  ένας στενός ανηφορικός δρόμος με πολλές στροφές,  σαν φίδι.

       Τέλος,  μπροστά από το χωριό, ξεκινούσε  ο μεγαλύτερος δρόμος κατέβαινε προς το ποτάμι και μετά ανέβαινε σε ένα βουνό, απέναντι από τον Όλυμπο, έφτανε στην κορυφή και μετά κατέβαινε από την άλλη πλευρά στον κάμπο, που ήταν τα κτήματα του χωριού.

      Στην κορυφή αυτού του βουνού ήταν ένα εικονοστάσι. Μέχρι να φτάσουν στο εικονοστάσι, όσοι πήγαιναν στα κτήματα, φαίνονταν από το χωριό και  θυμάμαι, όταν ο παππούς ο Γιάννης έφευγε το πρωί για τα κτήματα τον έβλεπα από την αυλή, ενώ όταν έπεφτε ο ήλιος περίμενα αν θα φαινόταν ο παππούς δίπλα στο εικονοστάσι.

       Δεν τον ξεχώριζα,  αν ήταν αυτός ή κάποιος άλλος, αλλά τον παρακολουθούσα μέχρι να πλησιάσει στο χωριό  για να βεβαιωθώ…..

Το χωριό βρισκόταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα της περιοχής που βρισκόταν οι Γερμανοί κατακτητές. Δηλαδή τη Λάρισα  και την Ελασσόνα, έτσι προσφέρονταν για κρησφύγετο των αντάρτικων αντιστασιακών ομάδων.

     Η προσπέλαση στην περιοχή ήταν δύσκολη και μπορούσε να γίνει μόνο με τα πόδια.

   Η πρώτη επίθεση που δέχτηκε το χωριό ήταν ο βομβαρδισμός από τα Γερμανικά αεροπλάνα. Αναφέρεται στο βιβλίο.

                      

   Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Το χιόνι είχε φύγει από το χωριό και από τα βουνά γύρο από το χωριό. Μόνον ο ΄Ολυμπος ήταν σκεπασμένος με χιόνι από τα μέση και πάνω. Ο ήλιος έβγαινε λαμπερός τις τελευταίες ημέρες ενώ σπάνια περνούσαν κάποια σύννεφα.

      Ήταν μεσημέρι, όταν ακούστηκε ένας έντονος άγνωστος θόρυβος, που ερχόταν από την πλευρά του κάμπου. Πάνω από το εικονοστάσι. Σε λίγο φάνηκαν δύο τεράστια αεροπλάνα να έρχονται καταπάνω στο χωριό προς τον Όλυμπο. Πέρασαν πάνω από το χωριό και πριν ακουμπήσουν τον Όλυμπο έκαναν στροφή και έφυγαν πάλι προς την πλευρά από την οποία ήρθαν.

        Στο χωριό επικράτησε πανικός, όλοι φώναζαν ότι ήρθαν οι Γερμανοί και άρχισαν να τρέχουν. Κανένας δεν ήξερε τι γίνεται. Υπήρχαν πολλές απόψεις, άλλοι έλεγαν ότι έπρεπε να κρυφτούν, άλλοι έλεγαν, ότι,  δεν πιστεύουν ότι θα έκαναν κακό στο χωριό και  στα γυναικόπαιδα και πιθανολογούσαν, ότι δεν θα ξαναέρθουν  και ότι απλώς έκαναν επίδειξη δύναμης οι Γερμανοί. Και το πιθανότερο να ήθελαν  να τρομάξουν τους αντάρτες.

       Μετά από κάποια ώρα όμως, ακούστηκε πάλι ο θόρυβος και τότε όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν, αρκετοί έξω από το χωριό. Άλλοι πήγαν προς το ποτάμι, άλλοι προς τον ΄Ολυμπο, άλλοι δυτικά που υπήρχαν μικροί θάμνοι, αρκετοί  για να μπορούν να κρυφτούν.     

       Θυμάμαι που με άρπαξε η μάνα με έβαλε στην πλάτη και έτρεξε προς τον Όλυμπο. Τον Δημήτρη τον πήρε ο θείος Στέργιος,  ο άντρας  της θείας Σταματής και έφυγε   προς άλλη κατεύθυνση. Η μάνα με εμένα στην

πλάτη ανέβηκε την ανηφόρα προς τον ΄Ολυμπο, σε ένα σημείο που το έλεγαν ‘τρανή πέτρα’, γιατί ήταν μία πολύ μεγάλη πέτρα που φαινόταν από όλο το χωριό.

       Εκεί κουρνιάσαμε για να μη φαινόμαστε. Θυμάμαι πολύ καλά το θόρυβο από τα αεροπλάνα που περνούσαν πολύ χαμηλά πάνω από το βράχο πριν κάνουν στροφή.   

      Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν θόρυβος  προέρχονταν  από τα αεροπλάνα μόνο ή και μέσα από το βράχο. Σε λίγο άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες στο χωριό.   

      Δεν θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε ούτε πόσες φορές πηγαινοέρχονταν τα αεροπλάνα. Πάντως ο ήλιος είχε γείρει και πλησίαζε στη κορυφή του βουνού στα δυτικά, όταν έφυγαν οριστικά τα αεροπλάνα. (5-3-1943)

     Γυρίσαμε στο χωριό. Στους δρόμους του χωριού κυκλοφορούσαν οι χωριανοί, πηγαίνοντας προς τα σπίτια τους και ψάχνοντας  να δουν τι απέγιναν οι δικοί τους.

     Υπήρχε σύγχυση, κάποιοι έλεγαν ότι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν άνθρωποι, αλλά δεν ήξεραν ποιοι και πόσοι. Στο δρόμο για το σπίτι δεν είδαμε κάποια ζημιά και το σπίτι μας ήταν χωρίς βλάβη. Ο παππούς ήταν σπίτι. Δεν ξέραμε που είχε πάει κατά διάρκεια του βομβαρδισμού.  Μετά από κάποια ώρα, ο θείος Στέργιος έφερε το Δημήτρη και είπε ότι και οι άλλοι, οι δικοί τους, ήταν καλά.

       Σε λίγο μαθεύτηκε, ότι μία βόμβα σκότωσε ένα συγγενή της μάνας τον Νικόλα τον Κόρακα, που ήταν άνδρας της μεγαλύτερης αδερφής του παππού του Κώστα, της Σταυρούλας. Είχε φύγει προς το ποτάμι κρατώντας από το χέρι τη μικρή του κόρη τη Ζωή, η οποία, ως από θαύμα, ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε.

       Επίσης σκοτώθηκε η γιαγιά η Πασχαλιά Μαλάμη , που έμεινε μερικά σπίτια παραπέρα από το σπίτι μας. Υπήρχαν και κάποιοι τραυματίες…    όπως ο Αδάμος Δημήτριος, ο οποίος  ξεψύχησε αργότερα από αιμορραγία ..

     Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω στο μυαλό μου τι ακριβώς έγινε. Είχα τρομάξει  από τα βίαια γεγονότα που ήρθαν ξαφνικά να ανατρέψουν την ισορροπία που υπήρχε στην καθημερινή ζωή μου. Τα ενδιαφέροντα μου περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τον κάτω μαχαλά….

Η ζωή στο χωριό άλλαξε. Όλοι μιλούσαν για τους Γερμανούς. Η συζήτηση ήταν εάν και πότε θα έρθουν οι Γερμανοί. Υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία και φόβος, τι θα γινόταν και πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα.

     Τα νέα έφταναν στο χωριό με κάποιους που ταξίδευαν στα πεδινά χωριά.  Περιοχές μακρινές από το χωριό, αφού χρειάζονταν μέρες ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουν στο χωριό.

     Για να έρθουν οι Γερμανοί στο χωριό, έπρεπε να περπατήσουν μέρες από τον κάμπο της μεγάλης πόλης, τη Λάρισα ή λίγο πιο δυτικά και πιο κοντά, από την μικρή πόλη, από όπου ψώνιζαν οι χωριανοί, την Ελασσόνα.

     Έτσι συνέχεια υπήρχαν φήμες, ότι ξεκίνησαν οι Γερμανοί και δίνονταν και σημεία της διαδρομής που βρισκόταν. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσουν τα πραγματικά γεγονότα, από τα όσα προσέθεταν οι διάφοροι που τα είχαν ακούσει από κάποιους άλλους. Η επικοινωνία ήταν καθαρά προσωπική.

     Οι χωριανοί κατέβαιναν στα χωράφια στον κάμπο και εκεί έρχονταν σε επαφή με τους κατοίκους των διπλανών χωριών, αφού ο κάμπος ήταν χωρισμένος στα τρία…

    Κάθε μέρα έφταναν πληροφορίες. Δεν ήμουν σε θέση να τις εκτιμήσω. Ωστόσο καταλάβαινα, ότι υπήρχε μια συνεχής ανησυχία και είχαν γίνει κάποιες προετοιμασίες από τον παππού και τη μάνα, για ώρα ανάγκης.

 

        ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Οι μέρες περνούσαν το χιόνι έφυγε από τον ΄Ολυμπο και περιορίστηκε στην κορυφή, στους ‘εννιά πύργους’. Οι εννιά πύργοι ήταν φτιαγμένοι από πέτρες στην κορυφή του Ολύμπου….

    Από τις συζητήσεις στο χωριό αλλά και στο  σπίτι, καταλάβαινα, ότι υπήρχε κάποια ετοιμότητα για τον πιθανό ερχομό των Γερμανών. Μια μέρα, πριν το μεσημέρι, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί από το απέναντι χωριό (Πουλίανα) και άρχισαν να βγαίνουν πυκνοί καπνοί. Στο χωριό επικράτησε πανικός, όλοι άρχισαν να τρέχουν.

   Θυμάμαι ότι η μάνα και ο παππούς, που είχαν λύσει από πριν τη ραπτομηχανή, τη μετέφεραν έξω από το χωριό σε κάποιους θάμνους…. Επίσης έκρυψαν το μεγάλο ψαλίδι καθώς και κάποια άλλα πράγματα….

   Μετά  θυμάμαι τη μάνα να παίρνει μια μικρή φλοκάτη να τη δένει στη πλάτη και να με βάζει επάνω και να ξεκινάει προς τον Όλυμπο μαζί με άλλους.

      Αυτή τη φορά προχωρήσαμε πιο ψηλά, μέσα στα πιξάρια,  μέχρι να φτάσουμε σε μία βρύση. Αυτή η βρύση ήταν η τελευταία, από εκεί και πάνω μέχρι την κορυφή του Ολύμπου, δεν υπήρχε νερό τρεχούμενο. Κάπου εκεί τελείωνε και η βλάστηση του Ολύμπου….

   Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσος χρόνος πέρασε. Ήδη ο ήλιος πλησίαζε δυτικά στη κορυφή του βουνού, όταν φτάσαμε στη βρύση. Γύρω από τη βρύση βολεύτηκαν όλοι όπως μπορούσαν και  φρόντισαν να οργανώσουν την διαμονή τους.

      Μόλις ο ήλιος χάθηκε πίσω από το βουνό, εκτός από τον καπνό φάνηκαν και οι φλόγες. Καίγονταν το απέναντι χωριό. Μετά που έπεσε το σκοτάδι, ζάρωσα στην αγκαλιά της μάνας, κάτω από τη φλοκάτη που είχε κουβαλήσει στην πλάτη της και  αποκοιμήθηκα  με τις φλόγες  απέναντι να συνεχίζουν ζωντανές να καταβροχθίζουν τα σπίτια του απέναντι χωριού.   

     Ξύπνησα, όταν είχε βγει ο ήλιος και δεν φαίνονταν οι φλόγες αλλά μόνο ο καπνός από το καμένο  χωριό.  Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσοι ήταν εκεί, αφού δεν ήξερα να μετράω. Η διαμονή μας οργανώθηκε γύρω από τη βρύση και προσπαθούσαμε να βολευτούμε με ό,τι μπόρεσε να πάρει ο καθένας μαζί του.

     Η συζήτηση των μεγάλων ήταν, τι θα  μπορούσαν να κάνουν και η προσοχή τους ήταν  εστραμμένη  προς την κατεύθυνση του χωριού.

    Όταν ο ήλιος ανέβηκε, αρκετές ‘οργιές’ πάνω από την κορυφή του Ολύμπου, φάνηκαν καπνοί από το χωριό μας.  Κάποιοι άρχισαν να κλαίνε, άλλοι έβαλαν το κεφάλι στα χέρια τους, λες και έκαναν προσπάθεια να το  κρατήσουν για  να μην πέσει, ενώ κάποιοι αγρίεψαν και άρχισαν να βρίζουν τους Γερμανούς. (20-4-1943

      Η μέρα πέρασε αργά, οι καπνοί από το χωριό συνέχισαν να ανεβαίνουν στον ουρανό και η θλίψη, η αγωνία και η αβεβαιότητα κυριαρχούσαν.  Οι προμήθειες  τελείωναν και άρχισαν οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις για το τι θα έκαναν. Η δεύτερη νύχτα πέρασε αργά. Εγώ  δεν αισθανόμουν  καλά, η τροφή  δεν ήταν ούτε αρκετή αλλά ούτε και νόστιμη. Κοιμήθηκα και την επόμενη  μέρα τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο.

      Το νερό που ήταν δροσερό και πολύ καλό, όπως έλεγαν όλοι όταν ήρθαν, τώρα δεν τους τραβούσε, αφού δεν είχαν φαγητό και δεν διψούσαν. Οι συζητήσεις για επιστροφή στο χωριό, που είχαν αρχίσει δειλά από το προηγούμενο βράδυ, τώρα κυριαρχούσαν.

     Η αγωνία όλων ήταν τι έγινε στο χωριό. Που βρίσκονταν οι άλλοι; οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί; έφυγαν  οι Γερμανοί;  Αδιέξοδο. 

      Προς το μεσημέρι αποφάσισαν να γυρίσουμε στο χωριό. Στην καλύτερη περίπτωση οι Γερμανοί, αφού έκαψαν ό,τι ήθελαν να κάψουν, να  έφυγαν.

      Η μάνα φορτώθηκε στην πλάτη τη φλοκάτη και μετά κάθισε στο πεζούλι της βρύσης για να ανέβω  πάνω στη φλοκάτη και πήραμε την κατηφόρα για το χωριό.

      Μετά από ώρα φάνηκε το χωριό. Πυκνοί καπνοί και φλόγες απλώνονταν από παντού.  Όταν πλησιάσαμε στο χωριό, πρώτο στο δρόμο μας, ήταν το καινούργιο σχολείο. Το ήξερα, το είχα δει μία φορά και με έκανε εντύπωση γιατί ήταν μεγάλο, άσπρο, όμορφο με μεγάλη αυλή. Δεν είχα μπει μέσα ποτέ. Τώρα ήταν μαυρισμένο χωρίς σκεπή.

      Προχωρήσαμε μέσα στο χωριό, όλα τα σπίτια ήταν καμένα, άλλα κάπνιζαν, άλλα είχαν καεί τελείως και άλλα είχαν φλόγες. Το πρώτο γνωστό σπίτι που συναντήσαμε, ήταν του παππού του Κώστα, έβγαιναν καπνοί και φλόγες ακόμα.

       Καθώς προχωρούσαμε αργά προς το σπίτι, που ήταν στην κάτω πλατεία,  καιγόταν το σπίτι της γιαγιάς Καστόρους. Έτσι την ήξερα, ήταν ακουστή στο χωριό, γιατί μπορούσε να ξεματιάζει. Οι φλόγες εδώ ήταν μεγάλες και οι πλάκες από τη σκεπή έπεφταν κάτω κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Επέβλεπαν το κάψιμο κάμποσοι Γερμανοί:  ψηλοί, ανέκφραστοι με ατσαλάκωτες στολές.

     Μας σταμάτησαν,  μας έβαλαν στην άκρη του δρόμου, μας έλεγχαν και έπαιρναν κάποια πράγματα που θεωρούσαν ύποπτα.

      Ένας πλησίασε τη μάνα, της είπε κάτι με αυστηρό ύφος αλλά η μάνα δεν καταλάβαινε και δεν αντέδρασε. Το επανέλαβε μερικές φορές ακόμη και επειδή η μάνα δεν αντιδρούσε, της έδειξε με το χέρι να με κατεβάσει από την πλάτη και στη συνέχεια και τη φλοκάτη, την οποία άρπαξε και έριξε στη φωτιά.

        Στη συνέχεια μας οδήγησαν προς την κάτω πλατεία του χωριού. Περάσαμε μπροστά από το σπίτι. Ήταν καμένο, χωρίς σκεπή, μόνο οι πέτρινοι τοίχοι, τα ‘ντουβάρια’ κατάμαυρα, έχασκαν προς τα επάνω.   

     Εκεί ήταν και άλλοι μαζεμένοι κοντά στη βρύση της κάτω πλατείας. Τους φύλαγαν  μερικοί Γερμανοί.

    Από εκεί, μετά από κάμποση ώρα, μας διέταξαν να κατηφορίσουμε προς το ποτάμι και μας πέρασαν απέναντι στη θέση Καβακούλι, όπου υπήρχε ένα μεγάλο καβάκι, μία πηγή με νερό και ένα μικρό εκκλησάκι.

    Ήμασταν αρκετοί,  κυρίως γυναίκες και παιδιά. Η ώρα πέρασε, άρχισε να σκοτεινιάζει και να δυναμώνει το κρύο. Από όλη την ομάδα, μόνο μία γυναίκα είχε μια μάλλινη βελέντζα, χωρίς φλόκια ‘στείρα’.

      Μαζεύτηκαν όλοι, καθισμένοι δίπλα ο ένας στον άλλο, ακουμπώντας μεταξύ τους, έριξαν επάνω από τα κεφάλια τη μοναδική μάλλινη βελέντζα...

        Η κούραση και η ταλαιπωρία δεν άφησαν περιθώρια για σκέψεις, με πήρε ο ύπνος.

     Όταν ξύπνησα την άλλη μέρα ο ήλιος ήταν ψηλά. Στο χωριό οι καπνοί ανέβαιναν προς τα επάνω σαν να ήθελαν να πλησιάσουν και αναμετρηθούν με την κορυφή του Ολύμπου.  Από συζητήσεις μαθεύτηκε, ότι κάψανε όλα τα σπίτια, τους μύλους, τα εξωκλήσια έξω από το χωριό και μόνο την εκκλησία άφησαν ανέπαφη.

     Οι Γερμανοί ξεκίνησαν για το άλλο χωριό προς τα ανατολικά, που ήταν πίσω από ένα βουνό, που το λένε οξιά.  

      Η οξιά έχει σχήμα πυραμίδας και στην πλευρά που βλέπει  στο χωριό, υπήρχε η πηγή του νερού που ερχόταν στο χωριό. Το νερό ερχόταν με σωλήνες, οι οποίοι περνούσαν από το ποτάμι με  καμάρες και στη συνέχεια ανέβαιναν στο χωριό.  Αυτό γινόταν, γιατί η πηγή ήταν σε μεγαλύτερο ύψος από το χωριό.

      Οι Γερμανοί γκρέμισαν τις καμάρες και έτσι δεν είχε νερό το χωριό.

      Μετά από κάποια ώρα οι Γερμανοί μας διέταξαν να προχωρήσουμε προς το δρόμο που πήγαινε στα κτήματα αλλά όταν φτάσαμε στην κορυφή, στο εικονοστάσι, πήραμε το δρόμο ανατολικά, προς τον κάμπο που ανήκει στο ανατολικό χωριό. 

      Η ομάδα προχωρούσε αργά γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός στην αρχή και κατηφορικός στη συνέχεια. Ήταν όλοι ταλαιπωρημένοι.

      Η μάνα με κουβαλούσε πότε στη πλάτη και πότε με κρατούσε από το χέρι. Δεν ξέραμε που πάμε. Κάτι ακούστηκε για ένα χωριό, Ραψάνη. Μετά από κάποιες ώρες, ξαφνικά οι Γερμανοί, χωρίς κουβέντα, μας εγκατέλειψαν και έφυγαν. Φαίνεται η αδυναμία της μετακίνησης της ομάδας ή πιθανόν βαρέθηκαν ή διατάχτηκαν οι Γερμανοί, μας παράτησαν και έφυγαν.

     Κάπου εδώ χάθηκε η συνέχεια της μνήμης και  δεν θυμόμουν τι έγινε. Πιθανόν γιατί βρέθηκα σε άγνωστα μέρη, χωρίς γνωστά  τοπωνύμια….

Έτσι έσβησε το χωριό Σκαμνιά με τα τριακόσια πετρόκτιστα σπίτια, αρκετά από τα οποία ήταν διώροφα. Οι Σκαμνιώτες προσπαθώντας να συνέλθουν από την καταστροφική λαίλαπα των Γερμανών, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, έμπλεξαν με τον εμφύλιο. Αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν σε κεντρικά μέρη για να απομονωθούν οι αντάρτες.

     Μετά τον εμφύλιο έκτισαν το καινούργιο χωριό στη νέα θέση που βρίσκεται τώρα, κοντά στα κτήματα. Οι περισσότεροι Σκαμνιώτες, όμως, μετανάστευσαν στο εσωτερικό και κάποιοι στο εξωτερικό.

   Σήμερα ένας μικρός αριθμός Σκαμνιωτών ζει στο νέο χωριό τη Συκαμινέα, επτά χιλιόμετρα μακριά από τη Σκαμνιά των Απανταχού Σκαμνιωτών.

   Ο συνεκτικός κρίκος που  ενώνει τους απανταχού Σκαμνιώτες είναι το όνομα Σκαμνιά και η ύπαρξη της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στη θέση του παλιού χωριού.

     Οφείλουν να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν και να τιμούν τη μνήμη οι νεώτεροι. Η μνήμη αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει  τις παλαιές με τις νέες γενεές . Αν χαθεί η μνήμη θα σβήσει η Σκαμνιά για τους απανταχού Σκαμνιώτες.

   Χωρίς την ιδέα της Σκαμνιάς  οι απανταχού Σκαμνιώτες  μπορούν να συνυπάρχουν και να αισθάνονται Σκαμνιώτες;

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου ευχαριστεί τον συμπατριώτη μας Ιωάννη Α. Αγοραστό, Ομότιμο Καθηγητή Ιατρικής ΑΠΘ. για την προσεγμένη και λεπτομερή  αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων της μαρτυρικής γενέτειρα μας της Σκαμνιάς και τη απλόχερη παραχώρηση των  παραπάνω αποσπασμάτων από το εξαιρετικό βιβλίο,  ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ,  που έγραψε και εκδόθηκε το 2014.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

SYNERGEIO
ΛΙΟΠΡΑΣΙΤΗΣ

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass