* Από τον Στέλιο Θ. Καραφέρια
Στις 11 Απριλίου είχα δημοσιεύσει στην παρούσα εφημερίδα ένα άρθρο θορυβημένος από τη διαφαινόμενη τότε εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής. Έγραφα μεταξύ άλλων:
«...Η συζήτηση και η προσέγγιση ακραίων πολιτικών μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή ή ακραίων πολιτικών συμπεριφορών δεν μπορεί να γίνεται με όρους του παρελθόντος, στοχεύοντας στη χειραγώγηση της ιστορικής μνήμης και την πολιτική αξιοποίηση βιωμάτων και αντανακλαστικών, δέσμιοι μιας κοντόφθαλμης κομματικής σκοπιμότητας. Ούτε βέβαια με προσχηματικούς και επιλεκτικούς τακτικισμούς, που υπηρετούν επικοινωνιακά τη στρατηγική της πόλωσης και της περιχαράκωσης. Η συζήτηση και η προσέγγιση πρέπει να αφορά στο πεδίο των προβλημάτων μιας εξατομικευμένης καθημερινότητας, που αποτελεί το «εύφλεκτο υλικό» για ακραίες πολιτικές επιλογές.
Η απόπειρα να συγκαλύψουμε την καθημερινότητα και τα προβλήματά της μέσα από τον κορνιαχτό και τις σκιαμαχίες των διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος συνιστά αδυναμία να προτάξουμε και να διευθετήσουμε τις νέες διαχωριστικές γραμμές, οι οποίες οδηγούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στην περιθωριοποίησή τους ή τη συστράτευσή τους με ακραία πολιτικά μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή. Δεν μπορεί να αγνοούμε ένα διαρκώς ογκούμενο κίνημα δυσφορίας και απελπισίας, που γιγαντώνεται ανεξέλεγκτα μέσα από ετερόκλητες υπόγειες διαδρομές και ποικιλόμορφες διεργασίες.
Δυσφορία που εκφράζεται πλέον ευκρινώς στον χώρο της πολιτικής και μεταναστεύει μέσα από μια περιπλανώμενη διαμαρτυρία προς τους εξτρεμισμούς θολών μορφωμάτων εθνικισμού. Δυσφορία που μετασχηματίζεται σε πολιτική ταυτότητα, με μοναδικό κριτήριο αναφοράς τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την επιθετικότητα εναντίον των μεταναστών, σύμπτωμα μιας ατροφικής πολιτικής παιδείας και ενός πολιτικού πρωτογονισμού που αγγίζει τα όρια του ανορθολογισμού.
Την ίδια ώρα οι πολιτικοί εξαντλούνται στα όρια του θεάματος και των επικοινωνιακών τεχνασμάτων ή απονευρώνονται στα όρια του αυτοαφοπλισμού μέσα από μια ανώδυνη και γι’ αυτό βολική ρητορεία, χωρίς ιδεολογικό στίγμα και ευκρινείς οριοθετήσεις. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αυτή η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής ανοίγει την πόρτα στην αναγνωρισιμότητα με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα η πολιτική αισθητική να μη διεκδικείται, αλλά ούτε και να επιζητείται από την κοινωνία στο πεδίο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής συμπεριφοράς.
Έτσι εξηγείται γιατί προτάσσεται το σύνθημα από το λόγο, ο διαφημιστής έναντι του πολιτικού, το μέσο έναντι του μηνύματος, το πατερναλιστικό πρότυπο έναντι της συμμετοχικής δημοκρατίας, ο υπήκοος καταναλωτής έναντι του ενεργού πολίτη. Έτσι εξηγείται γιατί κάποιοι δεν βλέπουν, ή κάνουν πως δε βλέπουν, την επιβράβευση της ακραίας ρητορείας της Χρυσής Αυγής από ένα μέρος των συμπολιτών μας.
Όλα αυτά οδηγούν σε ακραίες πολιτικές επιλογές. Ο κίνδυνος γενικότερα είναι υπαρκτός. Να εμφανιστεί δηλαδή μια στράτευση αδιάλλακτη όσο ακριβώς θεμελιώνεται πάνω στην προπαγάνδα των ερειπίων «του τέλους των ιδεολογιών» και της απουσίας της πολιτικής. Και σε μια πιο ακραία εκδοχή να οδηγηθούμε στην «ενοχοποίηση της ιδεολογίας» ως βαρίδιο στη σαγηνευτική ελευθερία του ακραιφνούς καπιταλισμού, όπου όλα είναι σχετικά, ανεκτά και χρήσιμα. Η εποχή του πολιτικού κενού δεν μπορεί να είναι ψύχραιμη...»
Δυστυχώς τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας με πρωταγωνιστή τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής τον οποίο να θυμίσουμε ότι «τίμησαν» με την ψήφο τους χιλιάδες συμπολίτες μας, ήρθε να επιβεβαιώσει τις ανησυχίες μας. Χρέος μας σήμερα, όλων μας πολιτών και πολιτικών, είναι να επιδιώξουμε την επαναθεμελίωση και τον επανασχεδιασμό του περιεχομένου και του τρόπου άσκησης της πολιτικής μέσα από την αναδόμηση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού. Διαφορετικά τα φαινόμενα βίας θα πληθαίνουν και πολλά από αυτά θα νομιμοποιούνται στη συνείδηση κάποιων συμπολιτών μας. Και όταν η βία ως μέσο πολιτικής έκφρασης δεν ενοχλεί τότε η κοινωνία πρέπει να περιμένει τα χειρότερα. Το κέλυφος του αυγού του φιδιού άρχισε να ραγίζει...
Ο Στέλιος Θ. Καραφέριας είναι καθηγητής – φροντιστής