Από τον Ευάγγελο Βλαχάκη
Η βασική πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, όχι από κάποια ανάγκη αλλά από ξεχείλισμα αγάπης, είναι κορυφαίας σημασίας. Η αγάπη μάλιστα αυτή δεν εγκατέλειψε ποτέ τον κόσμο αλλά συνεχίζει να τον συντηρεί και πάντα να τον στηρίζει. Έτσι, η πανσοφία συνεργάζεται με την υπεραγαθότητα της ανεκδιήγητης φιλανθρωπίας Του, που πλάθει τα πάντα για τη μακαριότητα του ανθρώπου και καλείται το πλάσμα, να πλησιάσει τον Πλάστη και διά των κτισμάτων να τιμήσει τον Κτίστη.
Όταν το ήθος του ανθρώπου προστατεύει τη φύση και τη σέβεται, τον ανυψώνει από τη θέση του δημιουργήματος στη θέση Του συμβασιλέως - συνδημιουργού και τον εμπνέει στο να καλλωπίζει, να ωραιοποιεί, να στολίζει και να κάνει τον κόσμο αληθινό κόσμημα.
Φθάνοντας στην απάθεια, εξουσιάζει τα στοιχεία της φύσεως και τα άλογα ζώα. Όταν όμως κυριεύεται από τα πάθη, κυλιέται στην τάξη των ζώων.
Ο προπτωτικός Αδάμ έχει να επιδείξει βίο λαμπρό, χωρίς ανία και ταλαιπωρία, γιατί το Άγιο Πνεύμα τον οδηγούσε στην τελειότητα, την οποία και ο ίδιος επιθυμούσε. Αν όμως είχε εγρήγορση, δεν θα είχε επιτυχία το καλοστημένο σχέδιο του πονηρού. Η αγρυπνία και η νηφαλιότητα του Ιώβ τον έσωσε από τα απανωτά και δυνατά κτυπήματα του πανούργου και προαιώνιου εχθρού του ανθρώπου.
Κατά την ορθόδοξη άποψη το κακό υπάρχει ως απουσία του καλού. Δεν είναι δηλαδή αυθύπαρκτο και δεν είναι αιώνιο. Η μόνη ευλογημένη ανυπακοή είναι η μη υπακοή στο κακό. Υπακοή στην κακία σημαίνει πτώση και κατάχρηση της ελευθερίας. Η υπακοή στην κακία προέρχεται από την απροσεξία και τη νωχέλεια, την πλεονεξία και τη φιληδονία. Ο Αδάμ στάθηκε ανάξιος της παραδείσιας τρυφής και η ταλαιπωρία μετά την εξορία του έρχεται ως συνετή παιδαγωγός.
Η λοξοδρόμηση προς τη θέωση των πρωτοπλάστων ήταν αποτέλεσμα μη σωστής εκτιμήσεως της μεγαλειώδους ανέσεως που ζούσαν συνομιλώντας με τον Θεό. Η αστοχία τους πληρώνεται με την απόκτηση της ασθένειας, της φθοράς και του θανάτου. Ο πόνος έρχεται να θεραπεύσει την αναλγησία της απροσεξίας. Τα λυπηρά γίνονται αφορμή για να κερδηθούν αυτά που χάθηκαν στην ευρυχωρία της Εδέμ και που είναι η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη που θα δώσουν τη σωτηρία. Ακόμη, ο σωματικός θάνατος δεν είναι κακός. Κακός είναι ο ψυχικός θάνατος.
Ο διάβολος γνωρίζοντας τον φόβο του ανθρώπου για τον θάνατο, του προσέφερε απλόχερα πρόσκαιρη και ποικίλη ηδονή, ξεγελώντας τον οικτρά. Ο άνθρωπος τότε γίνεται από παιδί του Θεού, δούλος του διαβόλου.
Όταν τα πάθη αποπνίγουν, σαν τον κισσό, την ικμάδα της ψυχής, τότε ο άνθρωπος γίνεται δούλος τους. Η εξορία από τον παράδεισο δεν ήταν καταδικαστική τιμωρία, αλλά φιλάνθρωπη βοήθεια στην απόκτηση της χαμένης αρχοντιάς.
Η αιχμαλωσία στα πάθη κάνει τον άνθρωπο αναίσθητο, αδιάφορο και εντελώς ξεδιάντροπο. Ο εμπαθής είναι πάντα επιρρεπής στην αδικία, την απάτη και την πλάνη. Οδεύει τη λεωφόρο της απώλειας. Με τη μετάνοια όμως ο άνθρωπος αναπλάθεται, ξανακαινουργώνεται και τελειοποιείται.
Η Ορθόδοξη Θεολογία, πέρα απ’ ό,τι ορίζει η φιλοσοφία θεωρεί καλό ό,τι προσφέρει την εν Χριστώ σωτηρία. Το καλό ασφαλίζεται από την υπακοή στο θείο θέλημα, το οποίο ωραιοποιεί την ψυχή όπως είπαμε, ενώ η ανυπακοή την ασχημίζει. Τελικά, καλό είναι μόνο ό,τι ωφελεί την ψυχή και μας εισάγει στον ουρανό. Έτσι μόνο η αρετή πρέπει πάντα να προτιμάται, αφού αυτή δωρίζει αληθινή χαρά.
Ο Χριστός είναι ο τέλειος διδάσκαλος των αρετών.
Με το Άγιο Βάπτισμα ο πιστός «γεννάται εν Χριστώ» και θανατώνει τον θάνατο. Αποτάσσεται τον δαίμονα και συντάσσεται με τον Χριστό. Εισέρχεται στο χώρο της εν Χριστώ Ζωής μετέχοντας συχνά με καθαρότητα και ποθεινότητα στη βρώση και την πόση της Θείας Κοινωνίας, η οποία ενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα.
Η εγρήγορση, η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη στο Χριστό και τον πλησίον, είναι οι αρετές που οδηγούν τον πιστό με ασφάλεια στην πορεία της ζωής και στη σωτηρία.