Πονάει η ψυχή μου τις μέρες αυτές που γράφεται κι ακούγεται ότι χιλιάδες νέοι μας ετοιμάζονται για την ξενιτιά επειδή δεν βρίσκουν δουλειά στην πατρίδα.
Με πολλά διπλώματα και πτυχία, που με αγώνες, κόπους και θυσίες απέκτησαν, αναγκάζονται να φύγουν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα ξένα. Βαρύς και πικρός ο ξενιτεμός, που με πολύ πόνο τον τραγούδησε ο λαός μας, οι ποιητές και οι πεζογράφοι μας. Όποιος δεν έζησε στην ξενιτιά μόνο αυτός δεν μπορεί να νιώσει τους καημούς και τις δυσκολίες της. Χιλιάδες μετανάστες στα δύσκολα χρόνια αποχαιρέτισαν την πατρίδα και πήγαν σ’ άλλη γη και σ’ άλλα μέρη για να βγάλουν με ιδρώτα και αίμα το ψωμί τους.
Πήγαν μα δεν λησμόνησαν τον γυρισμό κι ύστερα από κάποια προκοπή γύρισαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, που τόσο νοσταλγούσαν. Ξανάφτιαξαν τα σπίτια και το νοικοκυριό τους και ζουν ευτυχισμένοι με τη σύνταξη απ’ τις χώρες που δούλεψαν.
Σκέφτομαι τα παλικάρια μας που άθελά τους θα ξενιτευτούν και λυπάμαι από την καρδιά μου. Από γεννησιμιού μας οι Έλληνες το ’χουμε στο αίμα μας να φύγουμε γι’ άλλους τόπους. Μας μαγεύει το άγνωστο και η περιπέτεια, μα ποτέ δεν φεύγει από το νου μας να γυρίσουμε στην Ιθάκη. Ο λαός μας τραγούδησε με πόνο τον ξενιτεμό. «Τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καούν, που παν τα παλικάρια κι αλησμονούν να ρθουν». «Μάνα καημένη μάνα όταν με γέννησες, με πίκρες και φαρμάκια και δεν με κέρδισες».
Οι Πόντιοι με πολύ πόνο τραγουδούν για την ξενιτιά, γιατί την ένιωσαν περισσότερο από κάθε άλλο, με τον ξεριζωμό απ’ τις πατρίδες τους. «Ανάθεμα και τα μακρά, όθεν κι πάει λαλία, το μάτεμ εσκοτείνεψεν ας ην αραθυμία».
Πολλά γράφτηκαν για τον ξενιτεμό από ποιητές και λογοτέχνες, ξεχώρισα όμως τον Κρυστάλη, τον ποιητή που ένιωσε ως τα βαθιά τον πόνο της ξενιτιάς. «Σκλαβιά, μητριά και ξενιτιά», λέει ο ποιητής και σ’ ένα ποίημά του για την ξενιτιά καταλήγει:
«Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένα χείλη, βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.
Τραγούδια αν έχει η μαύρη γη κι ο τάφος χαμογέλια, έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατάει στα ξένα».
Κι άλλος ποιητής λέει στο καράβι που ταξιδεύει στα ξένα:
«Καράβι στα ταξίδια σου θα βρεις λιμάνια χίλια
θ’ ακούσεις καλωσόρισες από χιλιάδες χείλια.
Μην τα πιστέψεις, ευχές που ο αέρας παίρνει και τις σκορπάει στα σύννεφα και πίσω δεν τις φέρνει.
Το μόνο καλωσόρισες, τη μόνη ευχή που πιάνει, θα την ακούσεις στο φτωχό του τόπου σου λιμάνι».
Με πολλές ευχές θα ’θελα να ξεπροβοδήσω τα παλικάρια που θα ξενιτευτούν. Με κανέναν τρόπο με τα γραφούμενά μου δεν ήθελα να τους απογοητεύσω. Θα ’θελα να τους υπενθυμίσω και να το ’χουν στο νου τους ότι οι περισσότεροι ευεργέτες μας ήταν ξενιτεμένοι, που δεν τους πλάνεψε η ξενιτιά. Δούλεψαν σκληρά, υπόφεραν, αλλά δεν ξέχασαν την πατρίδα και τη βοήθησαν όταν είχε ανάγκη. Γιομάτη η Ελλάδα από τα ευεργετήματά τους. Αυτούς να μιμηθούν και να ομοιάσουν και όχι κάτι άλλους με ονόματα μεγάλα, που όχι μόνο δεν τη βοηθούν, αλλά κοιτούν ν’ αρπάξουν κι απ’ τα λίγα που της απόμειναν. Ώρα τους καλή, λοιπόν, και ο Θεός μαζί τους.
Ηλίας Κωτούλας