Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Σεισμό στο ελλαδικό πολιτικό σκηνικό, όπως το γνωρίζαμε τα τελευταία 38 χρόνια, προκάλεσαν οι εκλογές της παρελθούσης Κυριακής, η δε μετακίνηση των τεκτονικών του πλακών, προοιωνίζεται, εκτός απροόπτου, την έναρξη της διαδικασίας του βίαιου μετασχηματισμού του, με πιθανές συγχωνεύσεις, συνενώσεις, ιδρύσεις και επανιδρύσεις κομμάτων και σχηματισμών.
[Την ώρα που εσύροντο αυτές οι γραμμές δεν ήταν ξεκάθαρο αν η χώρα θα έχει αύριο κυβέρνηση, ούτε καν η κατεύθυνσή της, καθώς ναι μεν υπήρχαν συγκλίσεις μεταξύ ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και Φ. Κουβέλη, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ήδη αποκτήσει μια κοινωνική δυναμική, δεν ήθελε να μετάσχει σε σχήμα με μνημονιακή λογική και κατεύθυνση και ως εκ τούτου μία νέα προσφυγή στις κάλπες ήταν (εκτός απροόπτου) πιθανή].
Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα της μεταπολιτεύσεως κατέρρευσε στα εξ ων συνετέθη, καθώς οι κυρίαρχες συνιστώσες του, προώθησαν (υπήκουσες στις επιταγές εγχώριων και ξένων πολιτικών και οικονομικών ελίτ) και υλοποίησαν την αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική των Μνημονίων, η οποία άλλαξε βιαίως τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, την αποσάρθρωσε, οδήγησε στην κατάργηση της λεγόμενης μεσαίας τάξεως και στον εξευτελισμό και τη φτώχεια τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, δηλαδή «έφτιαξε» νέους κοινωνικούς συσχετισμούς.
Κι αυτοί οι νέοι (αν και μη ακόμη αποκρυσταλλωμένοι) κοινωνικοί συσχετισμοί, φάνηκε ότι «επέλεξαν» να καταργήσουν τον υφιστάμενο μεταπολιτευτικό δικομματισμό, αγνοώντας (τουλάχιστον στην εκλογική αναμέτρηση της παρελθούσης Κυριακής, καθώς είναι άγνωστο το τι θα συμβεί σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση, που θα διεξαχθεί σε εντελώς διαφορετικό πολιτικό κλίμα και με άγρια πόλωση) τις απειλές και την κινδυνολογία των εκπροσώπων του και των ξένων «εταίρων» και δανειστών.
Ο μεγάλος νικητής των εκλογών ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ του 38χρονου Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, κάνοντας υπέρβαση της συνήθους πρακτικής της Αριστεράς, η οποία περιόριζε τον ρόλο της στην απλή «υποδοχή» της διαμαρτυρίας της κοινωνίας και κινούμενος με όρους «λαϊκού κινήματος» και κοινωνίας, αξιοποίησε την υπαρκτή λαϊκή οργή και την ενσωμάτωσε σε μια πρόταση για σχηματισμό «κυβέρνησης της Αριστεράς», πρόταση η οποία απορρίφθηκε από το ΚΚΕ και εμμέσως πλην σαφώς από τον Φώτη Κουβέλη. Πρόταση η οποία βρήκε έδαφος στην κοινωνία, ενώ επί της ουσίας της αναδείχθηκε και ενισχύθηκε (όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό) ακόμη περισσότερο και από τις σφοδρές επιθέσεις που δέχθηκε από τους εταίρους του (πάλαι ποτέ) δικομματισμού και της ηγεσίας του Περισσού.
Δεν είναι δε τυχαία ούτε η προσπάθεια (ακόμη και του ΣΕΒ) να εμπλακεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβερνητική περιπέτεια στη «μνημονιακή κατεύθυνση», ούτε και η άρνηση «πράσινων» συνδικαλιστικών ηγεσιών να συναντηθούν με τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ είχαν συνομιλίες ακόμη και με την καγκελάριο Μέρκελ...
Νικητές μπορούν να θεωρηθούν τόσο οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», του αντιμνημονιακού, αλλά νεοφιλελεύθερου και εθνικιστή Πάνου Καμμένου, όσο και οι ακραίοι εθνικιστές της «Χρυσής Αυγής» του Νίκου Μιχαλολιάκου, οι οποίοι εισέρχονται στη νέα Βουλή, πλην, όμως, το ακροδεξιό φαινόμενο υποτιμήθηκε από τις κυρίαρχες ελίτ, οι οποίες, τώρα, είτε ευελπιστούν πως θα το ενσωματώσουν, είτε, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία τον 20ό αιώνα, θα θελήσουν να το αξιοποιήσουν, μέσω μιας «στρατηγικής εντάσεως», προκειμένου να ανακόψουν τη υποβόσκουσα ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, η οποία εκφράστηκε διά του αθροιστικού 31% που έχει, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αποσπάσει η ευρύτερη Αριστερά.
ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΗΣΥΧΙΑ
Οι περισσότεροι αναλυτές, εγχώριοι και ξένοι, κάνουν λόγο για ιστορικές εκλογές, που σηματοδοτούν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την έναρξη ενός νέου πολιτικού κύκλου, πολύ διαφορετικού από εκείνον της μεταπολιτεύσεως, ο οποίος κατέρρευσε.
Αυτό ακριβώς το «τέλος εποχής» της μεταπολιτεύσεως και η συνακόλουθη αβεβαιότητα και ρευστότητα που, ούτως ή άλλως, υπάρχει, έχει προκαλέσει εκνευρισμό και ανησυχία στον διεθνή παράγοντα, καθώς η προοπτική της ακυβερνησίας ή των νέων εκλογών (και νέας ενισχύσεως του ΣΥΡΙΖΑ) επανέφερε στο προσκήνιο το εκβιαστικό σενάριο περί (δήθεν) εξόδου της χώρας από το ευρώ, έξοδος, όμως, η οποία, όπως έχουν επισημάνει κατ’ επανάληψη ηγετικές μορφές της ευρωπαϊκής ελίτ, θα έχει συνέπειες «ντόμινο» για ολόκληρη την ΕΕ και αυτό ουδείς στο ευρωπαϊκό ιερατείο το επιθυμεί.
Ενδεικτικά είναι ορισμένα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού και όχι μόνο τύπου, δημοσιεύματα που απηχούν την αγωνία των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ, καθώς διαπίστωσαν πως ο ελληνικός λαός επέλεξε, στις εκλογές της 6ης Μαΐου, να ψηφίσει με αντιμνημονιακή λογική και να δηλώσει έτσι την απόφασή του να τεθεί τέρμα στην πολιτική λιτότητας.
«Η ψήφος αποδοκιμασίας των Ελλήνων ανησυχεί την Ευρώπη», έγραψε η γαλλική La Croix, για «κατάρρευση του παλαιού πολιτικού συστήματος» έκανε λόγο η Figaro, η δε αριστερή Liberation επισήμανε ότι «ήλθε η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ». Η International Herald Tribune έγραψε πως οι Έλληνες με την ψήφο τους «ανασύνταξαν τον πολιτικό χάρτη της χώρας, στρεφόμενοι προς την ακροαριστερά και τη νεοναζιστική δεξιά», η γερμανική Welt υποστήριξε ότι «οι Έλληνες βυθίζουν την Ευρώπη στην επόμενη κρίση», «σημαντικά κέρδη για τα άκρα, το πρόγραμμα λιτότητας κινδυνεύει», εκτίμησε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, ο δε Independent, έστω και με απαξιωτικό τρόπο και στόχευση, παρομοίασε τον Αλέξη Τσίπρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Από δε τις «ήξεις αφήξεις» δηλώσεις των εκπροσώπων του ευρωπαϊκού ιερατείου και των δανειστών, δηλώσεις «μια στο καρφί και μια πέταλο», δηλώσεις, άλλες εκ των οποίων μιλούν για ανάπτυξη και άλλες, οι περισσότερες, για συνέχιση της λιτότητας, προκύπτει με σαφήνεια η αμηχανία τους, αλλά κυρίως ο τρόμος τους από το ενδεχόμενο μίας αριστερής στροφής της Ελλάδος (μετά και την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, την κατάρρευση της κυβερνήσεως στην Ολλανδία, την εκρηκτική κατάσταση στην Ιβηρική Χερσόνησο και τα τεκταινόμενα στη Ρουμανία) και πλήρους αποδομήσεως του προγράμματος λιτότητας που έχουν επιβάλει.
ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ ΠΑΣΟΚ
Έχει καταστεί προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, καθώς απέτυχε παταγωδώς (στις νέες συνθήκες το οποίο το ίδιο βιαίως διαμόρφωσε, έχοντας μάλιστα ήδη υποστεί την πρώτη του μεταλλαγή επί Κώστα Σημίτη) να εκφράσει αυτούς που ο Ανδρέας Παπανδρέου κάποτε αποκαλούσε «μη προνομιούχους», ενώ μεταβλήθηκε σε καθεστωτικό μηχανισμό, ο οποίος, όμως, απώλεσε την πελατειακή του λογική και πολιτική, λόγω της οικονομικής και της συνεπακόλουθης κοινωνικής κρίσεως.
Οι λόγοι της συντριβής του κόμματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είναι άλλοι από την ίδια τη Μνημονιακή πολιτική που εφάρμοσε, όταν υπέκυψε στους δανειστές και εξευτέλισε κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας και τώρα, αφού, όπως όλα δείχνουν, κλείνει ο ιστορικός του κύκλος, θα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο κομματικό μόρφωμα, το οποίο θα κληθεί να εκφράσει την Κεντροαριστερή παράταξη τον 21ου αιώνα.
Η αναγκαστική (για λόγους κομματικής συσπειρώσεως) στρατηγική του Ευάγγελου Βενιζέλου «το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα» απέτυχε, γιατί δεν μπορούσε να πείσει, ούτε καν τους (γεμάτους ηττοπάθεια) παλαιούς ψηφοφόρους του, οι οποίοι επέλεξαν είτε τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ, είτε ακόμη και τη «Χρυσή Αυγή», αλλά κυρίως (οι μεγαλύτεροι σε ηλικία) αποφάσισαν να απόσχουν (η αποχή συνολικά έφτασε στο πρωτοφανές 35% πανελλαδικά).
Ας σημειωθεί ότι το ποσοστό που έλαβε το ΠΑΣΟΚ, είναι κατά τι μικρότερο ακόμη και από εκείνο που είχε λάβει το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου και, όπως όλα δείχνουν, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα «φορτώσει» την ήττα του στην πολιτική του Γ. Α. Παπανδρέου (την οποία, όμως, συνυπέγραφε) και ευελπιστεί να έχει τα χέρια του λυμένα ώστε να προχωρήσει σε κινήσεις ανασυγκροτήσεως και δημιουργίας ενός άλλου κόμματος, το οποίο πιθανώς δεν θα λέγεται ούτε καν ΠΑΣΟΚ.
ΑΠΕΤΥΧΕ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ
Εκτός από τη στρατηγική του Ευ. Βενιζέλου, απέτυχε και η στρατηγική της αυτοδυναμίας που είχε επιλέξει ο Αντώνης Σαμαράς (άλλωστε, η «Καθημερινή» έγραψε πως «η ηγεσία της ΝΔ συρρίκνωσε τη μεγάλη Κεντροδεξιά παράταξη, δεν εμπνέει και δεν πείθει») με αποτέλεσμα το κόμμα του, αν και κατέκτησε την πρώτη θέση να έχει περιέλθει στην πιο δεινή θέση της ιστορίας του.
Ο Αντώνης Σαμαράς και επιτελείς του, αν και προφανώς γνώριζαν ότι οι διαρροές τους προς το ΠΑΣΟΚ (σε σχέση με το 2009) ήταν μόλις 1%, εντούτοις επέμεναν στις κατά του Ευ. Βενιζέλου επιθέσεις, ενώ την ίδια στιγμή είχαν μαζικές διαρροές κυρίως προς τον Πάνο Καμμένο, τον ΛΑΟΣ και τη «Χρυσή Αυγή».
Όταν δε το αντελήφθησαν έστρεψαν τα πυρά τους προς τα δεξιά, ακύρωσαν τη θεωρία του μεσαίου χώρου και «έστριψαν» τη ΝΔ προς τη «σκληρή δεξιά», χάνοντας έτσι τους κεντρώους ψηφοφόρους που είχε κερδίσει ο Κώστας Καραμανλής. Η ΝΔ, εξ άλλου, επί δυο χρόνια κινήθηκε με αντιμνημονιακή ρητορική και δεν κατάφερε να πείσει την κομματική της βάση για τη στροφή που έκανε, ψηφίζοντας το δεύτερο μνημόνιο και μετέχοντας στην κυβέρνηση Παπαδήμου.
Είναι εμφανές πως τα λάθη στρατηγικής και πολιτικής διαχειρίσεως δημιούργησαν δύο νέα κόμματα, από την ίδια την ΝΔ, αυτό της Ντόρας Μπακογιάννη και εκείνο του Πάνου Καμμένου, η δε επιλογή της Συγγρού να υιοθετήσει σκληρή δεξιά ατζέντα, οδήγησε σε αντίθετα αποτελέσματα και ευνόησε τη «Χρυσή Αυγή», κάτι που έγινε και στη Γαλλία, όπου ο Νικολά Σαρκοζί έκανε το ίδιος λάθος, δίνοντας πόντους στη Μαρί Λεπέν.
Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι τυχαίο πως η εκφράζουσα τον αστικό πολιτικό κόσμο «Καθημερινή», προέτρεψε στις «λιγοστές κεντρώες φιλελεύθερες δυνάμεις» να ξεπεράσουν προσωπικούς και κομματικούς εγωισμούς και να υπάρξει «αναζωογόνηση των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων».
Πολλοί λένε πως οι ισορροπίες στη ΝΔ είναι εύθραυστες και ήδη, παρά τις δειλές πρωτοβουλίες του Αντώνη Σαμαρά για συμπόρευση της Κεντροδεξιάς (που προσώρας έχουν πέσει στο κενό) ακούγονται πολλά ακόμη και για ρόλο του Κώστα Καραμανλή στην κατεύθυνση της επανενώσεως της ευρύτερης Κεντροδεξιάς.
Στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς, το ΚΚΕ παρέμεινε στη λαμπρά του απομόνωση, καθώς δεν κατάφερε να συνταιριάξει τη γραμμή του περί λαϊκής εξουσίας με μια πρόταση κυβερνησιμότητας, επέμεινε στη θέση ότι «καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει λαϊκά προβλήματα» κυρίως δε απέδειξε πως δεν απευθυνόταν σε ολόκληρη την κοινωνία, λες και φοβόταν να δεχθεί ψήφους από όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο δε Φώτης Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ εισέπραξαν μεν ψήφους κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, λειτούργησαν ως το πολιτικό πλυντήριο για το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του (και αυτό το αντελήφθη η κοινωνία) προσπάθησαν να ισορροπήσουν μεταξύ αντιμνημονιακής και μνημονιακής ρητορικής, αλλά απέκτησαν ευπρεπή (για πρωτοεμφανιζόμενο σε εκλογές κόμμα) κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΣΙΠΡΑ
Στο μεταξύ, η ανάθεση της διερευνητικής εντολής σχηματισμού κυβέρνησης σε ηγέτη κόμματος της Αριστεράς, έστω και αν απέτυχε, είχε υψηλότατο πολιτικό συμβολισμό, καθώς ήταν η δεύτερη φορά , μετά το 1989, όταν ηγέτης του τότε ενιαίου Συνασπισμού ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης, που συνέβαινε κάτι παρόμοιο.
Το πρωτοφανές δε γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (μετά την ΕΔΑ το 1958) αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα και δη πάνω από το ΠΑΣΟΚ, έχει τεράστια πολιτική σημασία και του προσδίδει μια νέα δυναμική για το αύριο. Ενισχύει εξαιρετικά το ηθικό των οπαδών και ψηφοφόρων της Αριστεράς και αντικειμενικά σπάει ταμπού, τα οποία καθιστούν πιθανώς δυσκολότερη, στο μέλλον, τη χειραγώγησή τους από τα Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά κόμματα.
Δευτερεύουσας σημασίας για την κοινωνία, αλλά πολύ σημαντικό για τον κόσμο της Αριστεράς είναι, εξ άλλου, το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς «ξεπέρασε» το ΚΚΕ, πράγμα που ήταν μέχρι τώρα αδιανόητο, αλλά και επικράτησε στην ενδοαριστερή αναμέτρηση και αυτό, ίσως, να προκαλέσει ανακατατάξεις και ενδεχομένως κρίσεις στον χώρο της Αριστεράς.
«Η επόμενη κυβέρνηση στην Αθήνα, η οποία κληρονομεί μια βαθιά ύφεση και αντιμετωπίζει την πιθανότητα κοινωνικής αναταραχής, θα πρέπει να εφαρμόσει μία δανειακή σύμβαση με τους πιστωτές της χώρας» έγραψαν οι Times., ο δε έγκυρος αναλυτής Σταύρος Λυγερός επεσήμανε:
«Το μήνυμα των εκλογών είναι σαφέστατο: η ΕΕ δεν μπορεί πια να ελπίζει στην ύπαρξη στην Ελλάδα υποτελών κυβερνήσεων σαν αυτή του Γιώργου Παπανδρέου. Οφείλει, λοιπόν, το Βερολίνο να αλλάξει πολιτική, αν θέλει να μην αντιμετωπίσει στην επόμενη φάση εξεγερτικές καταστάσεις στην Ελλάδα, οι οποίες ταχύτατα θα εξαπλωθούν και σε άλλες χώρες της ΕΕ (...). Αν οι Γερμανοί δεν προσαρμόσουν την πολιτική τους, σε λίγο η Ευρωζώνη θα φλέγεται απ' άκρη σε άκρη».