Το καμπανάκι χτυπά τέλος στο επισκεπτήριο. Είναι ώρα για τη "Στρούγκα". Ο δικηγόρος ετοιμάζεται για έξω και ο πελάτης για μέσα...
Ο Θύμιος, βοηθός του φύλακα υπηρεσίας ανοίγει την εξώπορτα και ένα κοριτσάκι, σαν γατάκι, γλιστράει στον προθάλαμο. Κρατάει ένα καλαθάκι, λες και ήλθε να τραγουδήσει τον Λάζαρο.
- Θέλω να δώ τον μπαμπά μου και να του δώσω τα κεράσια.
Τα μάζεψα μόνη μου από την κερασιά της αυλής μας, που ο μπαμπάς μου είχε φυτέψει στα πρώτα μου γενέθλια.
Ο Θύμιος παίρνει το καλαθάκι και υπόσχεται πως θα το δώσει ο ίδιος, αλλά τον πατέρα της δεν γίνεται να τον δεί.
Η μικρή όμως επιμένει και παρακαλεί.
- Ας μην μιλήσω μαζί του, να τον δώ μονάχα από τη χαραμάδα της πόρτας, καθώς θα παίρνει το καλάθι.
Μάταια ο Θύμιος επικαλείται τον κανονισμό.
Η μικρή επιμένει και νικά.
Ξαναζωντανεύει το προσωπάκι της και η καρδούλα της σπαρταράει.
Ο φύλακας χωρίς αντίδραση ανοίγει την πόρτα και ο πατέρας που τον είχαν ήδη καλέσει απ΄ το μεγάφωνο, ακουμπώντας τα χέρια του στους παραστάτες της πόρτας, προβάλλει ερευνητικά το κεφάλι του, όπως συνηθίζεται.
Η μικρή, σαν ηλιαχτίδα γλιστράει δίπλα από το γραφείο του φύλακα και ορμάει στην αγκαλιά του πατέρα της.
Ο φύλακας κλείνει τα μάτια του γιατί δεν αντέχει το θάμπος!
Ενώ αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό πόνου ή ανακούφισης.
Είναι, φαίνεται και ο ίδιος πατέρας...
Μα ξαφνικά ένα ουρλιαχτό, από εκείνα που κάνουν τους λύκους να τρομάζουν, διακόπτει τη μυσταγωγία!
Και αμέσως ένα χέρι βαρύ και δυνατό σαν μέγγενη αρπάζει το κοριτσάκι από το σβέρκο και το πετά στο πεζοδρόμιο σαν ανεπιθύμητο γατί.
Είναι ο αρχιφύλακας, πρώην χωροφύλακας άνευ θητείας. Είναι το μαντρόσκυλο της χούντας που ουρλιάζει και απειλεί.
Απειλεί το κοριτσάκι και το προειδοποιεί ότι η "Εθνοσωτήρια" επανάσταση ήλθε για να επιβάλλει τον νόμο και την τάξη προς πάσαν κατεύθυνσιν".
Απειλεί τον φύλακα πως σε δεύτερη υποτροπή θα βρεθεί πίσω από τα κάγκελα.
Το κοριτσάκι φεύγει σαν δαρμένο σκυλί, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Το κοριτσάκι φεύγει κατατρομαγμένο.
Είναι η Ελευθερία που φεύγει, χάνεται εκτοπισμένη από τη βία!
Είναι η Δημοκρατία που τσαλακώνεται, μαζί με το Σύνταγμα, σαν στρατσόχαρτο στο αιματοβαμμένο χέρι της χούντας.
Ενας διψασμένος μεσ΄ την κάψα του μεσημεριού, εξασφαλίζει ένα ποτήρι κρύο νερό, το μόνο πράγμα που λαχταρά απ΄ όσα στη γη επάνω.
Και τη στιγμή που οι πρώτες στάλες κυλούν και νοτίζουν το στεγνωμένο του λαρύγγι, του το παίρνουν με τη βία. Ετσι απαράλλακτα νιώθει τώρα το κοριτσάκι.
Και αναρωτιέται:
Γιατί, πώς γίνεται να φτάνουν ίσα μ΄ εδώ, άνθρωποι από σάρκα, κόκκαλα και κόκκινο αίμα, όπως και εμείς;
Ο Ιαβέρης πέφτει και πνίγεται στον Σικουάνα, αφού εξετέλεσε το θλιβερό του καθήκον.
Νάταν και τούτος να μετανιώσει!
Αντίθετα, μπαίνει στον θάλαμο των πολιτικών κρατουμένων και με ύφος εισαγγελέα αρχίζει να απειλεί, να "διαφωτίζει" και να "γκαρίζει" με επίλογο:
- Αυτό το μυξιάρικο πήρε ένα καλό μάθημα.
Ναι, πήρε ένα πολύ καλό μάθημα.
Τόσο καλό που το βοήθησε να περάσει στο Πολυτεχνείο, στις 17 Νοέμβρη 1973, και να είναι ο "Βενιαμίν" μεταξύ των φοιτητών που διαδήλωναν για "ψωμί, παιδεία και ελευθερία".
Σπύρος Χαλικιάς